Απόφαση-σταθμό για την ελληνική δικαιοσύνη χαρακτηρίζει η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Βασιλική Κατριβάνου, την απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου, με την οποία αθωώθηκε ο γερμανός ιστορικός Χάιντς Ρίχτερ (που είχε παραπεμφθεί με το άρθρο 2 του «αντιρατσιστικού νόμου» 4285/2014).

Η κ. Κατριβάνου υπογραμμίζει πως δεν είναι μόνο η αθώωση αυτή-καθαυτή, αλλά και το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν αρκέστηκε στην εύκολη λύση της «αθώωσης λόγω αμφιβολιών» και έκρινε το άρθρο 2 αντισυνταγματικό, όπως μεταδίδεται σε σχετικά δημοσιεύματα.

«Η απόφαση μάς θυμίζει ότι η διαφορετική, αποκλίνουσα, δυσάρεστη ή και απεχθής άποψη δεν κρίνεται στα δικαστήρια, ότι η δικαστική εξουσία μπορεί, όταν έχει γνώση και θάρρος, να υπερασπιστεί την ελευθερία της έκφρασης και να μην υποβιβάζει τον εαυτό της σε ρόλο άχαρου, τάχα αντικειμενικού, κριτή ιστορικών απόψεων, καλλιτεχνικών ρευμάτων, πολιτικών ιδεών ή θρησκευτικών αντιλήψεων» σημειώνει η βουλευτής και προσθέτει πως «είναι αυτονόητη, και ταυτόχρονα μία σημαντική νίκη για την ελευθερία της έκφρασης και της επιστημονικής έρευνας- και αυτό ισχύει, βέβαια, ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς για τα γραφόμενα στο βιβλίο του Ρίχτερ, και το κάθε βιβλίο».

Ωστόσο, η κ. Κατριβάνου επισημαίνει πως «αυτή η εξαιρετικά σημαντική απόφαση δεν αρκεί» γιατί «η ποινική δίωξη Ρίχτερ έδειξε ότι το άρθρο 2 ανοίγει τον ασκό του Αιόλου». «Η ιστορική έρευνα και άποψη πρέπει να διαμορφώνεται και να διατυπώνεται ελεύθερα, να αποτελεί αντικείμενο δημόσιο διαλόγου και κριτικής, και όχι να εξαρτάται από τον εκάστοτε εισαγγελέα, που θα ασκεί ή όχι διώξεις, και το δικαστήριο που θα καταδικάζει ή θα αθωώνει», αναφέρει η κ. Κατριβάνου και τονίζει πως «είναι, γι’ αυτό, επιτακτική ανάγκη η κατάργηση του άρθρου 2 του νόμου 4285.

Όπως υπενθυμίζει η βουλευτής, οι λόγοι έχουν περιγραφεί με ακρίβεια στην έκκληση των 152 ιστορικών, τον Σεπτέμβριο του 2014, όταν ψηφιζόταν ο νόμος: «Είμαστε αντίθετοι στη δίωξη όλων των “αρνητών”, ακόμη και εκείνων του φρικτότερου εγκλήματος, του Ολοκαυτώματος. Η στάση αυτή δεν πηγάζει, βέβαια, από οποιαδήποτε ανοχή στους “αρνητές” απεχθών εγκλημάτων, ούτε από την άρνηση τιμωρίας εγκληματικών πράξεων, αλλά από την πεποίθηση, ότι, όπως έχει αποδείξει και η διεθνής εμπειρία, τέτοιες διατάξεις πλήττουν καίρια το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, ενώ ταυτόχρονα δεν είναι διόλου αποτελεσματικές, όσον αφορά την καταπολέμηση του ρατσισμού και του ναζισμού, του ρατσιστικού και μισαλλόδοξου λόγου. O χαρακτηρισμός και η προσέγγιση μαζικών εγκλημάτων ως γενοκτονιών, εθνοκαθάρσεων ή σφαγών πρέπει να είναι αντικείμενο επιστημονικού και νηφάλιου δημόσιου διαλόγου, και όχι νομοθετικής ρύθμισης και ποινικής τιμωρίας», υπογραμμίζει.