Ένα πάγιο πρόβλημα που ταλαιπωρεί τη λειτουργία του Ελληνικού Κοινοβουλίου μπαίνει επιτέλους σε τροχιά λύσης. Ο λόγος για τις συχνές υπερβάσεις του χρόνου από βουλευτές, υπουργούς και άλλους ομιλητές στις συνεδριάσεις της Βουλής, που συχνά μετατρέπουν τις διαδικασίες σε μαραθώνιες – και πολλές φορές χαοτικές – συζητήσεις.
Αρκετοί εκπρόσωποι του έθνους παραγνωρίζουν τα χρονικά όρια που τους δίνονται και συνεχίζουν να μιλούν, συχνά αγνοώντας τις διακριτικές ή και αυστηρές παραινέσεις του προεδρεύοντος, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα, άλλοι βουλευτές να μην προλαβαίνουν να λάβουν τον λόγο ή να καθυστερούν σημαντικές ψηφοφορίες και διαδικασίες.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, ως γνωστόν αποφασίστηκε μια σημαντική αλλαγή: η προμήθεια και η τοποθέτηση ειδικών ηλεκτρονικών συσκευών που θα λειτουργούν ως χρονομετρητές και θα διακόπτουν αυτόματα το μικρόφωνο του εκάστοτε ομιλητή όταν ξεπερνά τον επιτρεπόμενο χρόνο. Οι λεγόμενοι «χρονοκόφτες» δεν θα αφήνουν περιθώριο για παρερμηνείες ή επιλεκτική εφαρμογή του Κανονισμού, αφού η διακοπή θα γίνεται αυτόματα, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση.
Σύμφωνα με την απόφαση της Βουλής, θα εγκατασταθούν συνολικά πέντε τέτοιες συσκευές, με κόστος 31.216 ευρώ. Η εγκατάσταση θα γίνει στην Ολομέλεια, στη Γερουσία και σε τρεις ακόμα αίθουσες του Κοινοβουλίου όπου πραγματοποιούνται συνεδριάσεις επιτροπών ή άλλων θεσμικών οργάνων. Η χρήση τους αναμένεται να ξεκινήσει με την έναρξη της επόμενης Κοινοβουλευτικής Συνόδου, δηλαδή μετά τον Οκτώβριο. Πως όμως θα λειτουργούν αυτές οι συσκευές;
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κάθε ομιλητής θα προειδοποιείται ένα λεπτό πριν τη λήξη του προβλεπόμενου χρόνου του, μέσω φωτεινής ένδειξης. Αν δεν ολοκληρώσει εγκαίρως την τοποθέτησή του, το μικρόφωνό του θα απενεργοποιείται αυτόματα κοινώς δεν θα ακούγεται στην αίθουσα. Ακόμη κι αν συνεχίζει να μιλά, δεν θα καταγράφεται τίποτα στα πρακτικά, θα είναι δηλαδή σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ τα όσα είπε μετά το πέρας του χρόνου.
Σύμφωνα με τον ισχύοντα Κανονισμό, οι βουλευτές που έχουν εγγραφεί για να μιλήσουν έχουν στη διάθεσή τους επτά λεπτά, ενώ οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι μπορούν να μιλούν έως και δώδεκα λεπτά. Αντίστοιχα, στους αρχηγούς των κομμάτων δίνονται διαφορετικοί χρόνοι ανάλογα με το θέμα της συνεδρίασης. Για παράδειγμα, σε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση ο πρωθυπουργός έχει 25 λεπτά, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι υπόλοιποι αρχηγοί 20 λεπτά. Στη συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό, οι χρόνοι φτάνουν τα 30 και 25 λεπτά αντίστοιχα.
Παρά όμως τις σαφείς προβλέψεις, οι χρόνοι αυτοί σπανίως τηρούνται. Στις περισσότερες περιπτώσεις ξεπερνιούνται σημαντικά, είτε λόγω υπερβάλλοντος ζήλου από τους ίδιους τους βουλευτές είτε λόγω ανοχής από την έδρα. Μάλιστα, ακόμα και στον κοινοβουλευτικό έλεγχο – μία διαδικασία που υποτίθεται ότι είναι σύντομη και ουσιαστική – οι χρονικές υπερβάσεις είναι συχνό φαινόμενο.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα που ανέφερε πρόσφατα ο Πρόεδρος του Σώματος Νικήτας Κακλαμάνης, με αφορμή ερώτηση της Ζωής Κωνσταντοπούλου προς την Υπουργό Εργασίας Νίκη Κεραμέως, σχετικά με τα εργατικά ατυχήματα. Η κ. Κωνσταντοπούλου μίλησε 19 λεπτά στην πρωτολογία της και 22 στη δευτερολογία, φτάνοντας δηλαδή συνολικά τα 41 λεπτά, όταν ο Κανονισμός προβλέπει μόλις… πέντε.
Με τα νέα μέτρα, το προεδρείο ελπίζει ότι θα σταματήσουν τέτοια φαινόμενα και ότι όλοι οι βουλευτές – ανεξαρτήτως ιδιότητας ή κόμματος – θα έχουν πλέον ίσες δυνατότητες συμμετοχής στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Η όποια ανοχή θα υπάρχει μόνο προς τον Πρωθυπουργό και τους πολιτικούς αρχηγούς – όταν αυτοί προβλέπεται να παίρνουν τον λόγο με την συγκεκριμένη ιδιότητα και όχι ως απλοί βουλευτές.