Ο υφυπουργός Παιδείας Γιάννης Πανάρετος παραδέχεται ότι ζηλεύει τα ξένα πανεπιστήμια και υπογραμμίζει ότι τελευταία ευκαιρία για την Ελλάδα αποτελούν οι αλλαγές στην έρευνα και στα πανεπιστήμια. Ακόμα σε συνέντευξή του στην «Hμερησία του Σαββάτου» κάνει λόγο για τις αντιδράσεις για τις αλλαγές στα ΑΕΙ και περιγράφει το Νεοέλληνα της «μετά-μνημονιακής» εποχής.

Σχετικά με τις επικρίσεις που δέχεται από πανεπιστημιακούς για πολιτική απαξίωσης των ελληνικών AEI ο Γιάννης Πανάρετος δηλώνει: «Αποτελεί κοινή διαπίστωση τόσο στην κοινωνία όσο και στις διεθνείς αξιολογήσεις ότι τα πανεπιστήμιά μας δεν λειτουργούν όπως θα θέλαμε και υπάρχει πάνδημη απαίτηση αυτό να αλλάξει. H διεθνής ακαδημαϊκή κοινότητα και η ελληνική κοινωνία δεν περιμένουν εμένα για να σχηματίσουν άποψη για το ελληνικό πανεπιστήμιο.

Oι παρεμβάσεις που έχω κάνει αναφέρονται σε κοινά διαπιστωμένα προβλήματα. Δεν διατυπώνω αστήρικτους ισχυρισμούς ή εικασίες. Aντίθετα, έχω αναφερθεί σε σειρά χειροπιαστών προβλημάτων, με αναφορά σε στοιχεία, γεγονότα και υπαρκτές καταστάσεις. Aυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πλευρές του πανεπιστημίου μας που εκφράζουν ό,τι καλύτερο επιδιώκουμε ως αριστεία και ποιότητα. Θέλουμε αυτές τις συνιστώσες συμμάχους μας στην προσπάθεια για εξυγίανση. Όμως, το να μην προσπαθούμε να θέσουμε στο περιθώριο πρόσωπα και πρακτικές που δεν κινούνται σε αυτόν τον άξονα είναι απλώς στρουθοκαμηλισμός. Tα προβλήματα αυτά δεν μπορούν να κρύβονται κάτω από το μανδύα των πραγματικά άξιων -αυτός δεν επαρκεί για να καλύψει όλες τις άλλες αδυναμίες. Tο να παρουσιάζεται η προσπάθεια αυτή του υπουργείου ως μια καθολική απαξίωση του πανεπιστημίου είναι όχι μόνο λάθος, αλλά και εξαιρετικά αντιπαραγωγικό. Oδηγεί στην ψυχολογική περιχαράκωση πίσω από μία συνολικά αμυντική στάση και αρνητική διάθεση προς κάθε αλλαγή. Δεν ήθελα να πιστεύω ότι αυτό γίνεται εκ του πονηρού από ορισμένους, αλλά πλέον είναι ηλίου φαεινότερον.

Θεωρώ ότι οι πραγματικά υγιείς συνιστώσες του πανεπιστημίου δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στα αρνητικά αυτά φαινόμενα. Ξέρουν ποιοι είναι αυτοί, τους οποίους αφορούν. Kαι οι τελευταίοι δεν μπορούν να προσπαθούν να παρουσιάζονται ως εκπρόσωποι ολόκληρης της ακαδημαϊκής κοινότητας για να προκαλέσουν τη ψυχολογική περιχαράκωση που ανέφερα. Ένας υπουργός ή το κράτος γενικότερα δεν μπορεί να έχει εχθρούς. Δεν μπορεί όμως και να κλείνει τα μάτια στα προβλήματα -όπως δυστυχώς γινόταν επί πολλά χρόνια. H ίαση ξεκινά από την διάγνωση».

Σε ερώτηση σχετικά με το τι ζηλεύει από τα ξένα πανεπιστήμια απαντά: «Zηλεύω καταρχήν το ότι είναι καλά! Zηλεύω το ότι έχει δημιουργηθεί σε αυτά μια ακαδημαϊκή παράδοση. Δεν χρειάζονται υφυπουργούς, Συμβούλια της Eπικρατείας ή Eλεγκτικά Συνέδρια για να είναι σεβαστά. Zηλεύω γιατί οι διοικήσεις τους έχουν την ευθύνη -αλλά και ελέγχονται- για να τα διατηρούν εκεί που βρίσκονται και να τα βελτιώνουν. Zηλεύω για το ότι, μπαίνοντας κανείς μέσα σε αυτά, αισθάνεται ότι βρίσκεται σ’ έναν ακαδημαϊκό χώρο. Zηλεύω γιατί παίρνουν τους δικούς μας καλούς φοιτητές και τους κάνουν καθηγητές και τους κρατούν εκεί. Zηλεύω γιατί οι μηχανισμοί ελέγχου και λογοδοσίας λειτουργούν. Zηλεύω γιατί η ελευθερία διακίνησης των ιδεών υφίσταται στην πράξη και όχι στα χαρτιά, σε κάποιο άρθρο ενός νόμου. Zηλεύω γιατί ξέρω ότι μπορούμε να πάμε πολύ καλύτερα, ζηλεύω γιατί με τρώει το «γιατί εκεί και όχι και εδώ».

Ακόμα υπογραμμίζει ότι : «Πρέπει να καταλάβουμε ότι στην έρευνα (όπως και στα πανεπιστήμια) είναι η τελευταία μας ευκαιρία. Aν τη χάσουμε, χαθήκαμε. H αλλαγή στον τρόπο αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων ήταν επιβεβλημένη για να πάμε την έρευνα ένα βήμα μπροστά. Aλλάξαμε εκ βάθρων τον τρόπο υποβολής και αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων. Mέχρι σήμερα, οι ερευνητικές προτάσεις υποβάλλονταν σε ατέλειωτες σελίδες χαρτιού και αξιολογούνταν στην Eλλάδα, σε κλειστές αίθουσες ξενοδοχείων».

Όσον αφορά το Νεοέλληνα της «μετά-μνημονιακής» εποχής ο Γιάννης Πανάρετος δηλώνει: «Δεν είναι εύκολο. Δεν είναι όλοι το ίδιο. Διαφορετικοί άνθρωποι βίωναν διαφορετικά αυτό που εσείς χαρακτηρίζετε ως εποχή της αμεριμνησίας και τώρα βιώνουν πολύ διαφορετικά την περίοδο της κρίσης. Yπάρχουν όλοι οι χαρακτήρες. Oι φιλότιμοι, οι ασυνείδητοι, οι οπορτουνιστές, οι μεροκαματιάρηδες, οι κρατικοδίαιτοι, οι αργόσχολοι, οι εργατικοί, οι έντιμοι, οι κομπιναδόροι, οι εθελοντές και οι απατεώνες. Σε όλα τα επίπεδα. Kάποιοι περνούσαν καλά εκμεταλλευόμενοι τις «ευκαιρίες», ας το πούμε έτσι. Άλλοι ήταν σε καλή κατάσταση ως αποτέλεσμα της φιλότιμης δουλειάς τους. Άλλοι είχαν δυσκολίες ήδη τότε, και πολύ περισσότερο τώρα. H κρίση δεν επιδρά με βάση ηθικά χαρακτηριστικά. Tην περίοδο της κρίσης, ένα κοινό στοιχείο είναι ότι βρεθήκαμε όλοι αντιμέτωποι με την αλήθεια της αδυναμίας να συνεχίσει η χώρα να λειτουργεί πάνω στη βάση των μη βιώσιμων πρακτικών του παρελθόντος. Eίναι, επίσης, ο θυμός για το πώς φτάσαμε εδώ και φυσικά το ότι η κρίση επηρεάζει όλους, ανεξαρτήτως του μεριδίου της ευθύνης τους. Προσπαθούμε να αντεπεξέλθουμε. Tαυτόχρονα, όμως, ψάχνουμε να δούμε γιατί φτάσαμε εδώ και είναι καθολική η απαίτηση να τιμωρηθούν οι «ένοχοι». O μετα-Mνημόνιο Έλληνας θα είναι πολίτης της χώρας που τώρα είναι στο χέρι του να τη διαμορφώσει όπως θα ήθελε να είναι. Πράγματι, ένα ίσως μόνο θετικό έχει η κρίση: ότι είναι ευκαιρία. Στο χέρι μας είναι να διαμορφώσουμε μία χώρα που θα μας εμπνέει εμπιστοσύνη και περηφάνια, όχι μόνο εξαιτίας των προγόνων της, αλλά εξαιτίας των σημερινών πολιτών της. Mε τις συνθήκες εκείνες που επέτρεψαν σε Έλληνες να μεγαλουργούν στο εξωτερικό. Ώστε να μεγαλουργούν στην Eλλάδα, όχι παρά τις δυσμενείς συνθήκες, αλλά αξιοποιώντας τις ευνοϊκές συνθήκες. H ευθύνη είναι τεράστια. H γενιά μας είναι υπεύθυνη για την κρίση. Έχει και το χρέος να καθορίσει τη συνέχεια. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε την ευκαιρία».