Όταν ο Ντέιβιντ Μπόουι πέθανε το 2016, το αποχαιρετιστήριο δώρο του ήταν το τελευταίο του άλμπουμ, Blackstar, το οποίο διαμορφώθηκε από τη διάγνωσή του με καρκίνο και την αποδοχή της θνητότητας. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες της ζωής του, είχε ξεκινήσει και ένα άλλο έργο, το οποίο στις σημειώσεις του περιέγραφε ως «μουσικό του 18ου αιώνα». Με τίτλο The Spectator, η ύπαρξή του ήταν άγνωστη ακόμα και στους πιο στενούς συνεργάτες του, μέχρι που οι σημειώσεις ανακαλύφθηκαν κλειδωμένες στο γραφείο του το 2016. Τώρα, έχουν δοθεί ως δωρεά στο Μουσείο V&A, μαζί με το υπόλοιπο αρχείο του Μπόουι.
Αποκλειστικά στο BBC, οι σημειώσεις αποκαλύπτουν το ενδιαφέρον του Μπόουι για την ανάπτυξη της τέχνης και του σατιρικού λόγου στο Λονδίνο του 18ου αιώνα, παράλληλα με ιστορίες εγκληματικών συμμοριών και τον διαβόητο κλέφτη «Honest» Τζακ Σέπαρντ. Αν είχε ολοκληρωθεί, το μιούζικαλ θα υλοποιούσε ένα από τα όνειρα του Μπόουι. «Από την αρχή, ήθελα πραγματικά να γράψω για το θέατρο», είπε στο BBC Radio 4 στον Τζον Γουίλσον το 2002. «Και φαντάζομαι ότι θα μπορούσα απλώς να έγραφα για θέατρο στο σαλόνι μου, αλλά νομίζω ότι η πρόθεση ήταν πάντα να φτάσει στο ευρύ κοινό», συμπλήρωνε.

Οι σημειώσεις για το The Spectator βρέθηκαν όπως τις είχε αφήσει, καρφωμένες στους τοίχους και αποθηκευμένες στο γραφείο του στη Νέα Υόρκη. Το δωμάτιο ήταν πάντα κλειδωμένο, μόνο ο Μπόουι και ο προσωπικός του βοηθός είχαν κλειδί και έτσι παρέμειναν ανέγγιχτες μέχρι που οι αρχειοθέτες ξεκίνησαν την καταγραφή των αντικειμένων του. Θα είναι διαθέσιμες για τους θαυμαστές και τους μελετητές όταν ανοίξει το Κέντρο Ντέιβιντ Μπόουι στο V&A East Storehouse στο Χάκνεϊ Γουίκ, στις 13 Σεπτεμβρίου. «Έχουμε ακόμη και το γραφείο όπου εργαζόταν στο Storehouse», λέει η Μαντελέιν Χάντον, επικεφαλής επιμελήτρια της συλλογής.

Ένα ολόκληρο σημειωματάριο είναι αφιερωμένο στο The Spectator -μια καθημερινή εφημερίδα που κυκλοφόρησε 555 τεύχη μεταξύ 1711 και 1712- σχολιάζοντας τα ήθη και τη μόδα της λονδρέζικης κοινωνίας. Γράφοντας με μαύρο στιλό, ο Μπόουι συνοψίζει αρκετά από τα βασικά δοκίμια της έκδοσης, βαθμολογώντας τα από 1 έως 10. Ιδιαίτερα του άρεσε μια ιστορία για δύο αδερφές, η μία όμορφη αλλά «ματαιόδοξη και αυστηρή», που έχασε τον μνηστήρα της από την απλή αλλά πιο ευχάριστη αδερφή της. Βαθμολογώντας την με οκτώ στα δέκα, ο Μπόουι σχολίασε: «Μπορεί να είναι καλό». Τον διασκέδασε επίσης μια αναφορά για τον κύριο Κλιντς από το Μπάρνετ, που μπορούσε να μιμηθεί τους ήχους αλόγων, κυνηγετικών σκύλων, μιας ηλικιωμένης γυναίκας και ενός φαγκότου, «όλα με τη δική του φυσική φωνή, στην απόλυτη τελειότητα».
Ο καθηγητής Μπομπ Χάρις, ιστορικός και ειδικός του 18ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, λέει ότι κατανοεί γιατί η περίοδος τράβηξε το ενδιαφέρον του Μπόουι. «Το Λονδίνο εκείνη την εποχή ήταν μια συναρπαστική, ζωντανή και πολυποίκιλη πόλη», λέει. «Ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Δυτικής Ευρώπης, με πληθυσμό πάνω από μισό εκατομμύριο και είχε έναν ζωηρό τύπο που σχολίαζε συνεχώς τη μόδα και τις ατασθαλίες της εποχής», συμπληρώνει.

Τον Μπόουι ενδιέφερε ιδιαίτερα η εγκληματικότητα και η τιμωρία. Σε μία σημείωση, φαντάστηκε τα επακόλουθα μιας δημόσιας κρεμάλας, με «χειρουργούς να μαλώνουν πάνω από πτώματα». Σκέφτηκε επίσης να κάνει τον Τζακ Σέπαρντ, έναν μικροαπατεώνα που είχε κερδίσει τη συμπάθεια του κοινού, έναν από τους βασικούς χαρακτήρες. Αναφέρεται επίσης στον «thief-taker general» Τζόναθαν Γουάιλντ, έναν vigilante υπεύθυνο για τη σύλληψη και εκτέλεση του Σέπαρντ. Άλλο πιθανό σημείο της πλοκής αφορούσε έναν «κεντρικό χαρακτήρα» του μιούζικαλ που δέχεται επίθεση από τη διαβόητη συμμορία Mohocks. «Το φαινόμενο Mohock εμφανίστηκε το 1712 και έγινε μέγα θέμα στα μέσα», λέει ο καθηγητής Χάρις. «Πρόκειται για νέους άνδρες υψηλής κοινωνικής τάξης που μεθούν και επιτίθενται σε ανθρώπους στους δρόμους του Λονδίνου, συχνά γυναίκες, μερικές φορές ηλικιωμένους φρουρούς», τονίζει.
Σε ευρύτερο επίπεδο, ο Μπόουι κατασκεύασε ένα χρονολόγιο του πρώιμου 18ου αιώνα, μελετώντας ζωγράφους όπως οι Τζόσουα Ρέινολντς και Ουίλιαμ Χόγκαρθ και τη δημιουργία της Βασιλικής Ακαδημίας. «Ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη των μιούζικαλ εκείνη την περίοδο στο Λονδίνο και για το πώς χρησιμοποιούνταν για πολιτική σάτιρα, ιδιαίτερα κατά της κυβέρνησης του Ρόμπερτ Γουόλπολ», λέει η Χάντον. «Φαίνεται ότι αναρωτιόταν: “Ποιος είναι ο ρόλος των καλλιτεχνών σε αυτή την εποχή; Πώς δημιουργούν μια σατιρική κριτική;”».
Υποθέτει ότι ο μουσικός μελετούσε την Εποχή του Διαφωτισμού παράλληλα με τη σύγχρονη εποχή. «Είναι ενδιαφέρον να σκεφτούμε ότι ο Μπόουι δούλευε πάνω σε αυτό στις ΗΠΑ του 2015, με την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε εκεί. Αναρωτιόταν για τη δύναμη της τέχνης να φέρει αλλαγές στην πολιτική;» αναρωτιέται. Τελικά, οι προθέσεις του Μπόουι θα παραμείνουν άγνωστες. Ωστόσο, το αρχείο του μουσικού, που περιλαμβάνει περίπου 90.000 αντικείμενα, θα κρατήσει τους μελετητές απασχολημένους για χρόνια.