Η Μαρία Εκμεκτσίογλου, η αγαπημένη σεφ που κατέκτησε το ελληνικό και τουρκικό κοινό, αποκαλύπτει σε μια συγκλονιστική συνέντευξη στο περιοδικό Down Town πώς η μαγειρική υπήρξε για εκείνη όχι μόνο επάγγελμα, αλλά και μια βαθιά ψυχοθεραπευτική διέξοδος στις μικρές και μεγάλες οδύνες της ζωής της.
Στην συνέντευξη που παραχώρησε στο Γιάννη Βίτσα μιλάει για τον τραγικό θάνατο του αδερφού της που της σημάδεψε τη ζωή
Να θεωρήσω πώς η μαγειρική πέραν της επαγγελματικής δραστηριότητας ήταν και ένα όπλο, μία διέξοδος, για να αντιμετωπίσεις τις μικρές και μεγάλες οδύνες της ζωής;
Ολοκληρωτικά. Μαγειρεύοντας, δημιουργώντας μία νέα συνταγή, στρώνοντας ένα τραπέζι, στολίζοντάς το με κεριά και τραπεζομάντηλα ψυχοθεραπευόμουν.
Όταν ανακάτευα στις κατσαρόλες μου τα μπαχάρια με τα κρεατικά ή τα θαλασσινά ένιωθα σα να κάνω ψυχανάλυση.
Οφείλω στη εργασία μου, τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μου. Είναι πολύ σκληρή δουλειά, με τρομερό ανταγωνισμό, ειδικά σε μία χώρα, όπως στην Τουρκία, που όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα ελάχιστες γυναίκες ασκούσαν το επάγγελμα.
Ήταν καθαρά ανδροκρατούμενο. Θυμάμαι πώς όταν άνοιξα το πρώτο εστιατόριο μου, στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε μόνο μία μαγείρισσά, η Αισέ που έκανε κολοκυθολούλουδα και μία τραγουδίστρια που είχε κάνει ένα μαγαζί στέκι για τους καλλιτέχνες.
Έδωσα μάχη για να πετύχω, γιατί δε θέλω να αποτυγχάνω. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου, ότι θα νικήσω τις προκαταλήψεις και με τον τρόπο μου θα καταφέρω να με παραδεχθούν όλοι οι άνδρες συνάδελφοι. Συνέβη σε πολύ μικρό διάστημα.
Δημιούργησα φιλίες από τότε με άνδρες σεφ, που αρχικά με κοίταζαν με μισό μάτι, περιμένοντάς πώς στον πρώτο χρόνο θα κλείσω το εστιατόριο μου και θα φύγω με την ουρά κάτω από τα σκέλια.
Όταν κατάλαβαν οι ανταγωνιστές μου, ότι είχαν να κάνουν με μία επαγγελματία και όχι με μία γυναίκα που έκανε το χόμπι της επάγγελμα, όταν είδαν πόσο αγαπούσα και παθιαζόμουν με τη δουλειά με σεβάστηκαν και γίναμε φίλοι.
Γεννήθηκες στην Κωνσταντινούπολη. Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια; Τι έχει χαραχθεί με γλύκα και τι αντίστοιχα με πόνο στην μνήμη σου;

Μεγάλωσα σε μια μεγάλη οικογένεια σε ένα παραμυθένιο σπίτι, με υπέροχες κουζίνες, που μαγείρευαν ασταμάτητα οι γιαγιάδες, οι προγιαγιάδες, οι θείες. Νοσταλγώ με πολλή αγάπη τις εκπληκτικές βεγγέρες μας. Θυμάμαι πάντοτε τις διακοπές μας τα καλοκαίρια στο σπίτι μας στα Πριγκηπόνησα. Πέρασα ονειρεμένα παιδικά χρόνια.Οι τραγικές στιγμές σημαδεύτηκαν με τις απανωτές απώλειες της ζωής μου. Έχασα πρώτα την προγιαγιά μου, τη στιγμή που την τάιζα κρέμα.
Είχε ζητήσει από τη μαμά μου να της φτιάξει «μουχαλεμπί» (σ.σ. μία κρέμα με ροδόνερο) και επειδή εκείνη την ημέρα είχε πλυντήριο που τότε ήταν μία δύσκολη υπόθεση υπήρχαν στο σπίτι γυναίκες που τη βοηθούσαν. Έτσι μου έδωσε την κρέμα για να βοηθήσω την προγιαγιά μου την Πολυξένη να φάει. Πέθανε λοιπόν, ενώ την τάιζα και εγώ νόμιζα πώς κοιμήθηκε.
Είναι σοκαριστικό…
Ναι. Ήμουν πάρα πολύ μικρή και ακόμη έχω στην σκέψη μου εντονότατα σαν σε όνειρο την τελευταία στιγμή της. Θυμάμαι φώναξα τη μητέρα μου. Της είπα «Ενώ τάιζα τη γιαγιά, κοιμήθηκε». Σκέψου, τη μάλωνα! Της έλεγα: «Γιατί κοιμάσαι γιαγιά». Δεν ήξερα τι σημαίνει θάνατος.
Έπειτα ότι πιο τραγικό έζησα, ήταν το δυστύχημα του αδελφού μου. Είχαμε δεκαπέντε χρόνια διαφορά. Ήμουν δεκαέξι ετών και μέσα σε μία νύχτα «μεγάλωσα». Έγινα από παιδί, γυναίκα. Το δυστύχημα έγινε την νύχτα και το επόμενο πρωί με ειδοποίησε η νύφη μου, η οποία ήταν τραυματισμένη.
Το μόνο που ρώτησα τους γιατρούς ήταν αν πόνεσε και μου απάντησαν πώς δεν κατάλαβε τίποτα. Ήταν ακαριαίο. Αυτός ο διάλογος έμεινε για πάντα χαραγμένος στην καρδιά μου.
Ο αδελφός μου ήταν για μένα το ίνδαλμά μου, ο ήρωάς μου, ο άνθρωπος που λάτρευα Ήταν για εμένα ένα κομβικό σημείο, που άλλαξε όλη τη ζωή μου. Αργότερα έχασα τη μαμά μου. Στις τόσες πολλές οδύνες, η χαρά ήρθε με τη γέννηση των παιδιών μου.
Βέβαια στην ψυχή μου ο αδελφός μου ζει σε μία «δύσβατη» και τόσο μακρινή χώρα, που είναι αδύνατον να τον επισκεφθώ. Επειδή επίσης δεν τον είδα να μεγαλώνει, για εμένα είναι πάντα τριάντα χρονών, έτσι όπως τον έχω στο μυαλό μου στην τελευταία μας φωτογραφία, που κρατούσε στους ώμους του το γιο του στο λούνα παρκ. Δεν πήγα στην κηδεία του, δεν τον οδήγησα στην τελευταία του κατοικία, γιατί ήθελα μέσα μου να αισθάνομαι ότι ζει.
Το τραγικό επίσης ήταν πώς η μητέρα σου τα πρώτα χρόνια δεν έμαθε για τον θάνατό του.
Ναι! Το τραγικό είναι ότι λέγαμε ψέματα στη μαμά μου για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα γιατί ήταν ο λατρεμένος της γιος. Είχε τεράστιο δέσιμο μαζί του. Ήταν ο μοναχογιός της, ο γιόκας της. Παίζαμε θέατρο για δύο χρόνια. Αρχικά της είπαμε πώς ήταν σε νοσοκομείο στην Αθήνα και έπειτα πλάσαμε ένα φανταστικό ταξίδι στην Αμερική. Η μητέρα μου ήθελε σαν τρελή να έρθει στην Ελλάδα και συνέχεια βρίσκαμε μία αιτιολογία για να μη συμβεί.
Όταν τελικά έμαθε ότι πέθανε «τρελάθηκε» από τον πόνο της. Έπαθε κρίση και έβαλε φωτιά στο σπίτι. Έκαψε το δωμάτιό του. Ανέβηκε στον τελευταίο όροφο που ήταν τα μουσικά όργανα του αδελφού μου -γιατί ήταν ζωντανή ορχήστρα, έπαιζε ντραμς, κιθάρα, ακορντεόν- και έβαλε φωτιά. Έκαψε τα πάντα, τα ποιήματά του, κάτι κασετόφωνα που είχε για να τραγουδά. Έκαψε τον τελευταίο όροφο και τον ακριβώς από κάτω που ήταν τα δωμάτιά μας. Χάθηκαν όλες οι αναμνήσεις μου, τα πόστερ μου, τα λευκώματά μου, οι συλλογές από περιοδικά, από πεταλούδες, από λουλούδια, οι κούκλες μου τα κουκλόσπιτά μου. Όλα κάηκαν σαν να έπρεπε να εξιλεωθούν για τον πόνο της.