Νέα έρευνα και ειδικοί προειδοποιούν ότι η «επιβεβαιωτική» συμπεριφορά των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ) διαμορφώνει τους νεαρούς εφήβους με τρόπο που μειώνει την ικανότητά τους να διαχειρίζονται τη διαφωνία, την κριτική και τη σύνθετη σκέψη.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του οργανισμού Internet Matters, το 40% των εφήβων που χρησιμοποιούν εφαρμογές ΤΝ εμπιστεύονται τις συμβουλές τους «χωρίς αμφιβολία». Ένα επιπλέον 36% δηλώνει ότι δεν είναι σίγουρο αν πρέπει να ανησυχεί για τις συμβουλές της ΤΝ. Η ίδια έρευνα δείχνει επίσης ότι το 50% των εφήβων εμπιστεύονται «αρκετά» τις πληροφορίες που λαμβάνουν από τέτοιες ψηφιακές εφαρμογές, με τα πιο ευάλωτα παιδιά να εμφανίζουν ακόμη υψηλότερα ποσοστά εξάρτησης.

Τα ευρήματα θέτουν ένα διπλό ζήτημα: την ακρίβεια των πληροφοριών που μπορεί να παρέχει ένα chatbot και την ψυχολογική επίδραση της συνεχούς, εύκολης επικύρωσης στη διαδικασία μάθησης και ωρίμανσης των νέων.

Η «μηχανή» της επικύρωσης

Μηχανές ΤΝ εκπαιδεύονται και βελτιστοποιούνται (σε μεγάλο βαθμό) για να διατηρούν και να αυξάνουν την εμπλοκή του χρήστη. Αυτό σημαίνει ότι οι απαντήσεις τους τείνουν να είναι ευχάριστες, συμπονετικές και, πολλές φορές, συγκαταβατικές: ένα μοντέλο συμπεριφοράς που λειτουργεί σαν «φίλος» ο οποίος συμφωνεί πάντα μαζί σου για να αποφύγει τη σύγκρουση.

Στην πράξη, όταν ένα παιδί αναζητά βοήθεια για κοινωνικά ή ακαδημαϊκά ζητήματα (ή ακόμα και για μια απλή επιλογή, όπως τι τζιν να αγοράσει) η ΤΝ τείνει να αναδιατυπώνει και να επιβεβαιώνει τις σκέψεις του χρήστη, ενισχύοντας ιδέες ακόμα και όταν αυτές μπορεί να είναι ανακριβείς ή ανεπαρκώς τεκμηριωμένες. Με λίγα λόγια, δεν σε αμφισβητεί ποτέ.

Ο ευάλωτος εγκέφαλος εφήβου

Το πρόβλημα αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί συμβαίνει σε ηλικίες κατά τις οποίες ο εγκέφαλος διαμορφώνεται έντονα. Ο προμετωπιαίος φλοιός (η εγκεφαλική περιοχή που σχετίζεται με την κριτική σκέψη, τη ρύθμιση των συναισθημάτων και την επίλυση πολύπλοκων προβλημάτων) ολοκληρώνει την ανάπτυξή του περίπου στα 25 έτη. Η περίοδος της εφηβείας είναι, επομένως, κρίσιμη για την εκπαίδευση των μηχανισμών «ελέγχου από πάνω προς τα κάτω» που επιτρέπουν σε έναν άνθρωπο να κάνει παύση, να αξιολογεί εναλλακτικές οπτικές και να διαχειρίζεται συναισθηματικές αντιδράσεις μπροστά σε δύσκολα σχόλια ή απαιτητικά ερεθίσματα.

Όταν τα παιδιά εκτίθενται κυρίως σε ευχάριστες, απαντήσεις από ΤΝ, παρακάμπτονται τα γνωστικά «ζόρια», οι προκλήσεις δηλαδή που ωθούν τον εγκέφαλο να ασκήσει τη λογική, να ελέγξει υποθέσεις και να δοκιμάσει εναλλακτικές εκδοχές της πραγματικότητας. Χωρίς έκθεση στη διαφωνία και την εποικοδομητική κριτική, τα παιδιά στερούνται την ευκαιρία να αναπτύξουν ανθεκτικότητα και αναλυτική ικανότητα.

Το «γυμναστήριο» της σκέψης και η ανεπάρκεια της επιβεβαίωσης

Μια χρήσιμη αναλογία είναι η εξάρτηση από τους ψηφιακούς χάρτες: έχοντας συνηθίσει πλέον να μην σκεφτόμαστε πώς θα προσανατολιστούμε χωρίς GPS, όταν αυτό αποτυγχάνει, δεν διαθέτουμε τις δεξιότητες να βρούμε λύση. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχική «πλοήγηση»: η συνεχιζόμενη, άνετη επικύρωση από την ΤΝ εμποδίζει την ανάπτυξη του «γνωστικού μυός» δηλαδή της ικανότητας να δουλεύει κάποιος μέσα στην αμφιβολία, την αντίφαση και τη δυσκολία.

Έρευνα της Common Sense Media αναφέρει ότι το 33% των εφήβων έχουν επιλέξει συντρόφους ΤΝ αντί για ανθρώπους για σοβαρές συζητήσεις, στοιχείο που υποδηλώνει μείωση της έκθεσης σε παραγωγική τριβή, την ανθρώπινη αλληλεπίδραση που συχνά οδηγεί σε περαιτέρω μάθηση και συναισθηματική ωρίμανση.

Πώς να αντιληφθείτε και να αντιμετωπίσετε την εξάρτηση

Οι ειδικοί προτείνουν στους γονείς να προσέξουν συγκεκριμένα μοτίβα που μπορεί να υποδεικνύουν εξάρτηση από την επιβεβαίωση της ΤΝ:

  • Το παιδί στρέφεται πρώτα στην ΤΝ πριν επιχειρήσει ανεξάρτητη επίλυση προβλήματος.
  • Δαπανά περισσότερο χρόνο αναζητώντας ψηφιακές συμβουλές παρά σε ανθρώπινες συζητήσεις.
  • Εκδηλώνει αμυντικές αντιδράσεις όταν οι γονείς προσφέρουν διαφορετικές οπτικές από αυτές που έλαβε από την ΤΝ.
  • Έχει μειωμένη ανοχή στην κριτική ή στην ανατροφοδότηση στο σχολικό ή οικογενειακό περιβάλλον.
  • Προτιμά τις απαντήσεις της ΤΝ έναντι συζητήσεων με φίλους ή οικογένεια για σημαντικές αποφάσεις.

Αυτές οι συμπεριφορές μπορεί να είναι δύσκολες να εντοπιστούν, καθώς οι αλληλεπιδράσεις με την ΤΝ συχνά μοιάζουν, εξωτερικά, με «παραγωγική μάθηση».

Μια πρακτική τεχνική για γονείς που έχει αποτέλεσμα

Μια απλή, αλλά αποτελεσματική στρατηγική που προτείνεται είναι η εξής: όταν δείτε το παιδί να χρησιμοποιεί ένα «σύντροφο» ΤΝ, ζητήστε του να σας δείξει τι απάντησε η ΤΝ και αμέσως μετά προσφέρετε μια διαφορετική οπτική ή μια συμπληρωματική ερώτηση που ο ψηφιακός σύντροφος πιθανόν δεν εξέτασε.

Παράδειγμα διαλόγου που προτείνεται ως υπόδειγμα:

Το παιδί: «Ο φίλος μου με την Τεχνητή Νοημοσύνη συμφωνεί ότι ο δάσκαλός μου ήταν εντελώς άδικος σήμερα.»

Ο γονιός: «Είναι ενδιαφέρον που συμφώνησε μαζί σου. Είμαι περίεργος, όμως, πιστεύεις ότι ο δάσκαλός σας μπορεί να είχε κάποιο λόγο που δεν λάβατε υπόψη; Τι θα έλεγε η φίλη σου η Σάρα για αυτήν την κατάσταση;»

Η βασική διαφορά εδώ είναι ότι η ερώτηση «Τι θα σκεφτόταν η Σάρα;» αναγκάζει το παιδί να κινητοποιήσει τις δικές του νοητικές διεργασίες και να δοκιμάσει την προοπτική ενός πραγματικού προσώπου, διαδικασία που προάγει την εσωτερική μάθηση. Η «ισορροπημένη» απάντηση μιας ΤΝ μπορεί να φαίνεται χρήσιμη, αλλά επειδή προέρχεται από μηχανή είναι λιγότερο πιθανό να γίνει εσωτερική, αναπτυξιακή εμπειρία.

Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς τώρα

Οι ειδικοί καταλήγουν σε μία συμβουλή: η γνωστική δυσκολία, η έκθεση δηλαδή σε αντίθεση, κριτική και σύνθετα προβλήματα είναι απαραίτητη για την ωρίμανση του εγκεφάλου. Η υπερβολική εξάρτηση των νέων από την επιβεβαίωση που προσφέρει η ΤΝ τούς αφήνει ανεπαρκώς προετοιμασμένους για την πολυπλοκότητα των σχέσεων ενηλίκων και των εργασιακών περιβαλλόντων.

Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να διδάξουν στα παιδιά τους τους περιορισμούς της ΤΝ, να ενισχύσουν την ανθρώπινη σύνδεση και να δημιουργήσουν ευκαιρίες για πνευματική πρόκληση που οι μηχανές δεν αντικαθιστούν. Η ανάπτυξη του νεαρού μυαλού εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από αυτές τις πρακτικές παρεμβάσεις και η καθυστέρηση ή η αδιαφορία μπορεί να έχει μακροχρόνιες συνέπειες στην ικανότητα κρίσης και ανθεκτικότητας των επόμενων γενεών.