Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Κρήτης με ανακοίνωσή της κάνει γνωστό ότι «δεν αποδέχεται την κατάργηση του Τμήματος Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και την υπέρμετρη αύξηση των εισακτέων των ακαδημαϊκών Τμημάτων της Σχολής Θετικών και Τεχνολογικών Επιστημών και της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, και ζητά από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να ανακαλέσει τις αποφάσεις αυτές και να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν τις αποφάσεις του Συμβουλίου και τις προτάσεις των ακαδημαϊκών Τμημάτων του Ιδρύματος ως προς τον αριθμό των εισακτέων.»

Όπως αναφέρει το cretalive.gr, η Σύγκλητος τονίζει επίσης πως «κατανοεί πλήρως και με ιδιαίτερη ανησυχία για το μέλλον του Ιδρύματος, την πρόθεση του Κοσμήτορα και των Προέδρων των Τμημάτων της Σχολής Θετικών και Τεχνολογικών Επιστημών, και των Προέδρων των Τμημάτων Οικονομικών Επιστημών και Ψυχολογίας να υποβάλουν τις παραιτήσεις τους, στην περίπτωση που με την τελική εφαρμογή των προτεινόμενων από το Υπουργείο αλλαγών δεν καταστεί δυνατή η λειτουργία των Τμημάτων τους, όπως επιβάλλει η ποιοτική παράδοση εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης και η διεθνής πρακτική αριστείας στην ανώτατη εκπαίδευση».

ΑΠΟΦΑΣΗ/ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΛΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

«Το Πανεπιστήμιο Κρήτης (ΠΚ), παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις που μεγάλο μέρος των μελών της ακαδημαϊκής του κοινότητας εξέφρασε (και διατηρεί), σχετικά με το περιεχόμενο και την επικαιρότητα των αλλεπάλληλων πρόσφατων νόμων (και των σχετικών ΠΔ, ΥΑ και εγκυκλίων) που αφορούν την Ανώτατη Εκπαίδευση, σεβόμενο τους θεσμούς, τους εφάρμοσε και τους υλοποίησε. Αφιέρωσε πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό και σπανίζοντες πόρους για τη σύνταξη και υπογραφή του διμερούς δεσμευτικού τετραετούς στρατηγικού προγραμματισμού με το Υπουργείο, για την οργάνωση και έγκαιρη ολοκλήρωση εσωτερικών και εξωτερικών αξιολογήσεων ανά Τμήμα (που τεκμηριώνουν το υψηλό επίπεδο του παρεχόμενου εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου), για την εμπρόθεσμη εκλογή του Συμβουλίου του Ιδρύματος αποτελούμενου από διακεκριμένους επιστήμονες του ΠΚ και από ακαδημαϊκούς κορυφαίων διεθνώς Πανεπιστημίων.

Η Σύγκλητος του ΠΚ έχει πρωταρχικό καθήκον την εξασφάλιση, τη διαφύλαξη και τη διαρκή ενίσχυση της ακαδημαϊκής και επιστημονικής αριστείας του Ιδρύματος. Το «Σχέδιο Αθηνά», όπως έγινε γνωστό με την μορφή αρχείου παρουσίασης διαφανειών που το Υπουργείο Παιδείας κατέθεσε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, θέτει σε κίνδυνο την ποιότητα τόσο του εκπαιδευτικού όσο και του ερευνητικού έργου του ΠΚ. Η εκπαιδευτική και ερευνητική ποιότητα του ΠΚ αντικατοπτρίζεται στις διεθνείς αξιολογήσεις (πχ. Times Higher Education, http://www.timeshighereducation.co.uk/) αλλά και στις εξωτερικές αξιολογήσεις των επιμέρους Τμημάτων του που δημοσίευσε η ΑΔΙΠ.

Το δημοσιευθέν «Σχέδιο Αθηνά» υπονομεύει την προσπάθεια του ΠΚ να διατηρήσει και να βελτιώσει το επίπεδο αριστείας που έχει μέχρι σήμερα πετύχει, καθώς:

Ι) Επιβάλλει τη κατάργηση ενός Τμήματος του ΠΚ το οποίο υπηρετεί με απόλυτη επάρκεια και με αποδεδειγμένα, μέσω όλων των ακαδημαϊκά αποδεκτών διαδικασιών, επιτυχή αποτελέσματα σ’ ένα διακριτό επιστημονικό κλάδο. Η πρόσφατη εξωτερική αξιολόγηση του μοναδικού σε Ελληνικό ΑΕΙ Τμήματος Εφαρμοσμένων Μαθηματικών τεκμηριώνει απόλυτα τόσο το υψηλό επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης και των ερευνητικών επιτευγμάτων των διδασκόντων όσο και τις ακαδημαϊκές προοπτικές του Τμήματος (http://www.hqaa.gr/eks/ExtEvalRepTEM_Crete_Final.pdf). Το Συμβούλιο του Ιδρύματος, με επιστολή του προς τον Υπουργό τεκμηρίωσε τις αρνητικές επιπτώσεις από τη διάλυση του Τμήματος σε σχέση με τα υποτιθέμενα μηδαμινά κέρδη. Είναι φανερό ότι η επιλογή του Υπουργείου δεν μπορεί να ερμηνευθεί από οποιαδήποτε φροντίδα εξυγίανσης, εξορθολογισμού ή εξοικονόμησης πόρων σε ότι αφορά το Πανεπιστήμιό μας. Υποδεικνύει, μάλλον, την τήρηση συγκυριακών ισορροπιών μεταξύ Ιδρυμάτων, πέραν κάθε ακαδημαϊκού ή μακρόπνοου οικονομικο-τεχνικού προγραμματισμού.

ΙΙ) Το προαναφερόμενο αρχείο παρουσίασης του «σχεδίου Αθηνά» που αποτελεί την τελική διατύπωση του, δεν συνοδεύεται από επιστημονική τεκμηρίωση ή διατύπωση ορθολογικών στόχων. Είναι απορίας άξιο με ποιά διαδικασία και ερήμην του Πανεπιστημίου στο εν λόγω σχέδιο μετονομάζεται η “Σχολή Θετικών και Τεχνολογικών Επιστημών” σε “Σχολή Θετικών Επιστημών” και η “Φιλοσοφική Σχολή” σε “Σχολή Φιλοσοφικής”. Ακατανόητη, επίσης, είναι η λογιστικού τύπου πρόβλεψη της ανακατανομής του αριθμού των εισακτέων φοιτητών ανά Τμήμα και γνωστικό αντικείμενο με τρόπο που αυξάνει την αναλογία αριθμού φοιτητών ανά μέλος ΔΕΠ εις βάρος της ποιότητας.
Η δραματική αύξηση εισακτέων στις Σχολές Θετικών και Πολυτεχνικών Επιστημών, γίνεται χωρίς πρόβλεψη ανάλογης αύξησης του αριθμού των διδασκόντων και των απαραίτητων πόρων που πρέπει να διατεθούν για την διατήρηση του επιπέδου φοίτησης των εισακτέων στα απαιτητικά σε εξοπλισμούς και δαπανηρά σε αναλώσιμα Τμήματα. Επίσης, η αύξηση του αριθμού των εισακτέων σημαίνει, για ορισμένα τουλάχιστον Τμήματα, την εγγραφή φοιτητών με χαμηλότερες δυνατότητες από αυτές που απαιτούνται για να ανταπεξέλθουν στα απαιτητικά προγράμματα σπουδών του ΠΚ με κίνδυνο πιθανής αδυναμίας ολοκλήρωσης των σπουδών τους. Και, δυστυχώς, δεν γίνεται μνεία για την απαραίτητη αλλά παραμελημένη μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα σχετικά μαθήματα των Σχολών αυτών.
Σε ότι αφορά το ΠΚ, προβλέπεται μεγάλη αύξηση των εισακτέων στη Σχολή Θετικών και Τεχνολογικών Επιστημών και στα Τμήματα Οικονομικών και Ψυχολογίας, που χρειάζονται ενίσχυση σε προσωπικό για να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους χωρίς ανεπίτρεπτους συμβιβασμούς στην ποιότητα. Καμία δικαιολόγηση δεν παρέχεται για τις επιλογές αυτές. Επίσης, καμία εξήγηση δεν δίνεται για την καταφανή άδικη ανακατανομή των υποψηφίων εντός κάθε επιστημονικού κλάδου σε βάρος των περιφερειακών πανεπιστημίων. Τμήματα αναγνωρισμένης αριστείας (στη χώρα μας και διεθνώς), όπως αυτά του Πανεπιστημίου Κρήτης, έχουν (λόγω της έλλειψης πόρων και πολιτικής του Υπουργείου) ήδη μεγάλο αριθμό εισακτέων ανά μέλος ΔΕΠ, σε σύγκριση με τα πολυπληθή, ως προς τον αριθμό του ΔΕΠ, Τμήματα των κεντρικών Πανεπιστημίων. Τώρα δε θα υποχρεωθούν να υποδεχτούν πολλαπλάσιους φοιτητές σε σύγκριση με τα τελευταία. Το έργο που καλούνται να επιτελέσουν τα προαναφερόμενα Τμήματα υπερβαίνει τις δυνατότητες του Ιδρύματος σε προσωπικό και μέσα.

Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς κάποια πρόθεση εξορθολογισμού εκ μέρους των συντακτών του «Σχεδίου Αθηνά», καθώς φαίνεται να επιδιώκεται η βραχυπρόθεσμη διατήρηση του συνολικού αριθμού φοιτητών ανά περιφέρεια. Αυτό γίνεται μέσω της λογιστικής μεταφοράς στα Πανεπιστήμια των φοιτητών από τα προς κατάργηση τμήματα των ΤΕΙ και τη μακροπρόθεσμη ανακατανομή φοιτητών εις βάρος των περιφερειακών ΑΕΙ, υπονομεύοντας την ικανότητά τους να διατηρήσουν το υψηλό επίπεδο ποιότητας. Η ακαδημαϊκή κοινότητα του ΠΚ αισθάνεται να «τιμωρείται» από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, αντί να επιβραβεύεται, για ό,τι κατέκτησε μέχρι σήμερα στον εθνικό και διεθνή ακαδημαϊκό και ερευνητικό στίβο.

Η Σύγκλητος του ΠΚ θεωρεί ότι οι θέσεις του Υπουργείου καταστρατηγούν την αυτονομία των ΑΕΙ και το μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό των Ιδρυμάτων, υπονομεύουν τις πολυδιαφημισμένες αξιολογήσεις ως εργαλείο προγραμματισμού της ανώτατης εκπαίδευσης και εν τέλει θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία του Δημοσίου ως συνομιλητή.

Με βάση τα παραπάνω, η Σύγκλητος του ΠΚ δεν αποδέχεται την κατάργηση του Τμήματος Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και την υπέρμετρη αύξηση των εισακτέων των ακαδημαϊκών Τμημάτων της Σχολής Θετικών και Τεχνολογικών Επιστημών και της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, και ζητά από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να ανακαλέσει τις αποφάσεις αυτές και να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν τις αποφάσεις του Συμβουλίου και τις προτάσεις των ακαδημαϊκών Τμημάτων του Ιδρύματος ως προς τον αριθμό των εισακτέων.

Η Σύγκλητος κατανοεί πλήρως και με ιδιαίτερη ανησυχία για το μέλλον του Ιδρύματος, την πρόθεση του Κοσμήτορα και των Προέδρων των Τμημάτων της Σχολής Θετικών και Τεχνολογικών Επιστημών, και των Προέδρων των Τμημάτων Οικονομικών Επιστημών και Ψυχολογίας να υποβάλουν τις παραιτήσεις τους, στην περίπτωση που με την τελική εφαρμογή των προτεινόμενων από το Υπουργείο αλλαγών δεν καταστεί δυνατή η λειτουργία των Τμημάτων τους, όπως επιβάλλει η ποιοτική παράδοση εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης και η διεθνής πρακτική αριστείας στην ανώτατη εκπαίδευση»