Έναν μεγάλο δάσκαλο του θεάτρου, τον σκηνοθέτη και ιδρυτή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολο Κουν τιμά σήμερα στο doodle της η Google, στην 105η επέτειο από τη γέννησή του.

Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στη Προύσα της Μικράς Ασίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1908. Όταν ήταν 6 μηνών οι γονείς του μετακόμισαν στην Πόλη, στην οποία παρέμεινε ως τα 20 του χρόνια.

«Αν και γεννήθηκα στην Προύσα, την Προύσα δεν τη γνώρισα. Από μικρός βρέθηκα στην Πόλη και κει μεγάλωσα. Από κει αρχίζουν οι αναμνήσεις, εκεί δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ερεθισμοί, τα πρώτα συναισθήματα, η πρώτη επαφή με την έξω από μένα πραγματικότητα. Μεγάλωσα σα Ρωμιός, μέσα σε ένα ρωμέικο αστικό σπίτι», έλεγε, όπως γράφει η ιστοσελίδα του Θεάτρου Τέχνης.

Κανένας από τους προγονούς του δεν είχε σχέση με την τέχνη, οι περισσότεροι είχαν ασχοληθεί με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις.

Το 1920 ξεκινάει σπουδές στη Ροβέρτειο Σχολή.

Για ένα χρόνο σπουδάζει Αισθητική στη Σορβόνη. Το 1929 εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου και εργάζεται ως καθηγητής της Αγγλικής Φιλολογίας και Γλώσσας στο Κολλέγιο Αθηνών από το 1930 ως το 1939. Με μαθητές του Κολλεγίου, παρουσιάζει τις πρώτες του σκηνοθεσίες σε έργα όπως «Όρνιθες», «Τρικυμία», «Πλούτος».

Το 1934 ιδρύει μαζί με τους Γιάννη Τσαρούχη και Διονύσιο Δεβάρη την ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή» . Βασική επιδίωξη της «Λαϊκής Σκηνής» ήταν η αναβίωση του ελληνικού λαϊκού εξπρεσσιονισμού. Οι ασθητικές αρχές της ήταν οι εξής:

Τα έργα που ανέβηκαν από τη Λαϊκή Σκηνή, σε διάφορες σκηνές, ήταν τα εξής: «Ερωφίλη», «Άλκηστις», «Κατά φαντασίαν ασθενής», «Πλούτος», «Παντρολογήματα». Η «Λαϊκή Σκηνή» λειτούργησε ως τα μέσα του 1936, οπότε και διαλύθηκε για οικονομικούς λόγους.

Μετά τη διάλυση της «Λαϊκής Σκηνής» και την αποχώρηση από το Κολλέγιο Αθηνών, ο Κάρολος Κουν συνεργάστηκε πρώτα με το θίασο Κατερίνας (1939) σκηνοθετώντας την «Έντα Γκάμπλερ», με τον θίασο Κοτοπούλη (1939-1941), με τον οποίο ανέβασε 20 έργα, από τα οποία η Κοτοπούλη έπαιξε σε επτά, στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, στο «Μια γυναίκα χωρίς σημασία» του Όσκαρ Ουάιλντ κ.λ.π. Έπειτα, στην περίοδο 1941-1942, ξαναγύρισε στο θίασο Κατερίνας και σκηνοθέτησε άλλα επτά έργα, με τελευταίο την «Νόρα» του Ίψεν.

Το 1942, μέσα στην καρδία της Γερμανικής κατοχής, ο Κάρολος Κουν ιδρύει το Θέατρο Τέχνης. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 7 Οκτωβρρίου 1942 στο Θέατρο «Αλίκης», με το έργο «Αγριόπαπια» του Ίψεν.

«Από το ’38 ως το ’41 είχα αρχίσει την προετοιμασία μιας σχολής από πού πήρα το βασικό υλικό. Από κει βγήκαν ο Διαμαντόπουλος, η Χατζηαργύρη, ο Καλλέργης, ο Ζερβός, η Κατσέλη, η Μεταξά, η Γιαννακοπούλου, η Λαμπροπούλου, ο Βασταρδής, και ήρθα σε επαφή με μερικούς βασικούς συνεργάτες, τον Σεβαστίκογλου, τον Πλωρίτη, τον Στεφανέλλη, τον Νομικό, και προς το τέλος της κατοχής με τον Χατζιδάκι. Δούλευα με αυτό το υλικό σε μια αίθουσα που μας είχε παραχωρήσει στο Ωδείο, 10-12 ώρες την ημέρα. Εκεί που προετοιμαζόμαστε, ήρθε ένας παλιός φίλος ο Κ. Χατζηαργύρης, ο οποίος μας είπε ότι βάζει τα λεφτά, κι έτσι πήραμε το θέατρο «Αλίκης»… . Πεινούσαμε αγρίως, ήμασταν σε κατάσταση τρομακτική. Αλλά υπήρχε πίστη που σήμερα δεν την βρίσκεις εύκολα»

Το 1943 ιδρύεται ο Όμιλος Φίλων του Θεάτρου Τέχνης με σκοπό την επικοινωνία και την ανάπτυξη ενός ισχυρού δεσμού μεταξύ των θεατών και του Θεάτρου, καθώς και την οικονομική ενίσχυση του Θεάτρου Τέχνης.

Την «Αγριόπαπια» σύντομα ακολούθησε το δραματοποιημένο παραμύθι του Στρίνμπεργκ, «Σουάνεβιτ (Κύκνος)». Στη συνέχεια παρουσιάζονται έργα όπως: «Ρόσμερσχόλμ» του Ίψεν , «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλλο, «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Γ. Σεβαστίκογλου, «Βρυκόλακες» του Ίψεν, «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλλο, «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου.

«Το 1945 το «Θέατρο Τέχνης» αναγκάστηκε να διακόψει την λειτουργία του. Αλλά περιμέναμε κι άλλα μας βρήκανε. Χτυπήθηκαν και χάθηκαν ιδανικά και όνειρα και προοπτικές και πάνω απ’ όλα έλλειψε η πίστη. Η πίστη και η μεταξύ μας συνεννόηση και επαφή».

Την περίοδο 1945-1946, ο Κουν επιστρέφει στον θίασο της Κατερίνας, όπου σκηνοθετεί πέντε έργα.

«Το 1946, με λίγο κρύα καρδιά, προσπάθησα να συμμαζέψω και να συναρμολογήσω ότι μπόρεσε να απομείνει. Με λίγο μαζεμένα τα φτερά λειτουργήσαμε άλλα τρία χρόνια.»

Η περίοδος αυτή ήταν ιδιαίτερα γόνιμη. Από το 1946 έως το 1949 οι παραστάσεις δίνονται στο Θέατρο Μουσούρη. Ο Κουν συνεργάζεται μεταξύ άλλων με την Έλλη Λαμπέτη και τη Μελίνα Μερκούρη και παρουσιάζει έργα όπως: «Γυάλινος Κόσμος» και «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τ. Ουίλλιαμς, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’Νιλ, «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» και «Ο θάνατος του εμποράκου» του Μίλερ, «Το φιόρο του λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Αχ, αυτά τα φαντάσματα» του ντε Φιλίππο.

«Τότε πια, αναγκαστήκαμε να διακόψουμε οριστικά για λόγους οικονομικό-πολιτικούς και εσωτερικής συνοχής. Θα έπρεπε να σταματήσω και να διαμορφώσω από την αρχή πάλι ένα πυρήνα. Αυτό και έγινε. Εργάστηκα στο «Εθνικό Θέατρο» για δύο χρόνια, ξεπλήρωσα τα χρέη του «Θεάτρου Τέχνης». Παράλληλα συνέχισα τη Σχολή με νέα παιδιά.»

«Μαζεύοντας συνδρομές, διαμορφώσαμε το χώρο στο Υπόγειο του Ορφέα. Το 1954 ανάψαμε πρόχειρους προβολείς για να φωτίσουμε μπρος σε καμιά εκατοστή θεατές τη «Μικρή μας Πόλη» του Θόρντον Ουάιλντερ. Έτσι λειτούργησε πάλι το «Θέατρο Τέχνης» σχεδόν αποκλειστικά με νέους αδειούχους μαθητές.

Περάσαμε πολλές φάσεις αλλά πάντα κρατούσαμε στοιχεία από τις προηγούμενες, μολονότι τα έργα που παίξαμε κατόπιν ήταν εντελώς διαφορετικά. Στη δεύτερη περίοδο παίξαμε πολύ Τσέχωφ, Πιραντέλλο, Ουάιλντερ, Ουίλλιαμς και Μίλλερ. Μέσω του Πιραντέλλο ξανοιχτήκαμε στη φάση του θεάτρου του παραλόγου, στο οποίο «πέσαμε με τα μούτρα». Στο θέατρο του παραλόγου και στο επικό θέατρο του Μπρεχτ. Δουλέψαμε συγχρόνως αυτές τις δύο τάσεις, που είναι οι δύο πόλοι του σύγχρονου θεάτρου».

Ο Κουν γνωρίζει στο ελληνικό κοινό τον Ινγκ, τον Άλμπυ, τον Βαν Ίταλυ και άλλους αμερικάνους συγγραφείς. Με την αρχή της δεκαετίας του ’60, ο Κουν και το Θέατρο Τέχνης ανοίγουν αποφασιστικά τους δρόμους του παράλογου θεάτρου με πρώτες παραστάσεις Μπέκετ, Ιονέσκο, Ζενέ, Πίντερ, Αρραμπάλ, Γκομπρόβιτς, Βιτράκ κ.α. και διευρύνει το μοντέρνο θέατρο με Βάις, Φρις, Φο, Μποντ, Έρντμαν, Στράους, Ρουζέβιτς κ.α.

«Συγχρόνως, αρχίσαμε την προεργασία για μια επιστροφή στο αρχαίο δράμα. Αλλά αυτή τη φορά το αρχαίο δράμα ή το κλασσικό θέατρο ειδομένα με περισσότερη υπογράμμιση της ζωντάνιας τους της σημερινής. Το 1957 ξανανέβασα τον «Πλούτο»… Το 1962 έγινε η πρώτη μας επαφή με το εξωτερικό όπου στο Παρίσι παρουσιάσαμε τους «Όρνιθες» και αποσπάσαμε το Βραβείο των Εθνών».

Έτσι ξεκινά μια μακρά σημαντική πορεία στο χώρο του αρχαίου δράματος, που συνοδεύεται από μεγάλες περιοδείες στο εξωτερικό και από μια σειρά συμμετοχών στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου.

«Το 1957 η «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη στάθηκε ένα ορόσημο για το θέατρο μας και άνοιξε το δρόμο στους νεώτερους συγγραφείς με επικεφαλής το Δημήτρη Κεχαΐδη, τη Λούλα Αναγνωστάκη κι αργότερα το Γιώργο Σκούρτη, το Μήτσο Ευθυμιάδη και άλλους πολλούς. Συγχρόνως πραγματοποιήσαμε μια αναδρομή στο ξεκίνημα του μετεπαναστατικού Ελληνικού Θεάτρου, με τους Βυζάντιο, Κορομηλά, Καπετανάκη κι από τους νεώτερους τον Ξενόπουλο».

Το 1967, ο Κουν σκηνοθετεί «Ρωμαίο και Ιουλιέττα» στο Stratford με ηθοποιούς του Royal Shakespeare Company. Είναι ο μόνος ξένος που σκηνοθετεί στο Stratford τα τελευταία 45 χρόνια.

Στα χρόνια της δικτατορίας, χρόνια κλειστής δουλειάς και άρνησης συμμετοχής σε κρατικές εκδηλώσεις ή φεστιβάλ, το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει έργα όπως τον «Βόυτσεκ» του Μπύχνερ, το «Παιχνίδι της Σφαγής» του Ιονέσκο, την «Οπερέτα» του Γκομπρόβιτς, το «Τέλος του Παιχνιδιού» και το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ.

Το 1975 το Θέατρο Τέχνης παρουσιάζει στην Επίδαυρο την ιστορική παράσταση των «Ορνίθων» κι έτσι γίνεται το πρώτο θέατρο μετά το Εθνικό που συμμετέχει στο Φεστιβάλ Επιδαύρου.

Το 1984 το ελληνικό κράτος παραχώρησε έναν χώρο στην Πλάκα, για την ανέγερση του θεάτρου Κ. Κουν, σημειώνει η Βικιπαίδεια και προσθέτει πως ο Κουν τιμήθηκε με το παράσημο Φοίνικα, το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο Θεάτρου των Εθνών. Με τη διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες μετά το θάνατό του, κληροδότησε τον τίτλο Θέατρο Τέχνης στους Γ. Λαζάνη, Μ. Κουγιουμτζή και Γ. Αρμένη με την προτροπή να συνεχίσουν τη συνεργασία τους στο Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν.

Το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε ήταν το 1987 ο «Ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη.

Ο Κάρολος Κουν πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου 1987.