Να είναι προσεκτικοί όταν επιλέγουν ινστιτούτα αδυνατίσματος και γυμναστήρια, ώστε να μην «αδυνατίζει» το… πορτοφόλι τους, καλεί τους καταναλωτές το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών (ΚΕΠΚΑ), εφιστώντας την προσοχή τους στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που παραβιάζουν το νόμο, αρνούμενες να ακυρώσουν συμβόλαια ή να επιστρέψουν χρήματα σε πολίτες, οι οποίοι θέλουν να διακόψουν τα προγράμματά τους, αξίας ακόμη και χιλιάδων ευρώ.

«Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, αυξάνονται οι καταγγελίες για τα ινστιτούτα αδυνατίσματος και τα γυμναστήρια. Το καλοκαίρι έφτασε και κάποιοι εκμεταλλεύονται την επιθυμία μας να βγούμε στις παραλίες με ωραίο σώμα. Έτσι, πιστεύουμε ό,τι υπόσχεση μας δοθεί και υπογράφουμε συμβόλαια, με ινστιτούτα ή γυμναστήρια, τα οποία συνήθως, ανέρχονται, σε αρκετές χιλιάδες ευρώ. Αν αλλάξουμε γνώμη, είτε πριν αρχίσουμε τις επισκέψεις είτε μετά, τις περισσότερες φορές, αντιμετωπίζουμε την άρνηση της επιχείρησης να ακυρώσει ή να διακόψει το συμβόλαιο. Μας δημιουργούν την εντύπωση ότι, από στιγμή που υπογράψαμε ένα συμβόλαιο, πρέπει να πληρώσουμε, είτε πάρουμε υπηρεσίες είτε όχι. Και, όμως, αυτό είναι ψέμα» σημειώνει το ΚΕΠΚΑ.

Τα δικαιώματα των καταναλωτών

Οι καταναλωτές που υπογράφουν συμβόλαια με κέντρα αδυνατίσματος και γυμναστήρια, έχουν βάσει υπουργικής απόφασης του 2007, τα εξής δικαιώματα:

1. Η σύμβαση που υπογράφουν πρέπει να συνοδεύεται από έγγραφο υπαναχώρησης για την περίπτωση που αλλάξουν γνώμη. Στη σύμβαση καθεαυτήν πρέπει να αναγράφεται – μεταξύ άλλων – το όνομα αυτού που την υπογράφει από την πλευρά της επιχείρησης, ο αριθμός αδείας λειτουργίας του κέντρου, η χρονολογία και ο τόπος κατάρτισης της σύμβασης, η αναλυτική περιγραφή των υπηρεσιών, ο αριθμός και η διάρκεια των συνεδριών, οι δωρεάν υπηρεσίες, ο χρόνος παροχής των υπηρεσιών, η ολική επιβάρυνση του καταναλωτή, με ανάλυση της αξίας κάθε υπηρεσίας, οι όροι πληρωμής και το δικαίωμα υπαναχώρησης.

2.Ο καταναλωτής μπορεί να υπαναχωρήσει εντός 30 ημερών με την αποστολή γραπτής δήλωσης προς την επιχείρηση, χωρίς να υποχρεούται να αναφέρει γιατί.

3.Ο καταναλωτής δικαιούται, οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της σύμβασης, να την καταγγείλει. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται εκκαθάριση των υπηρεσιών, που παρασχέθηκαν και όσων υπολείπονται. Η επιχείρηση δικαιούται να παρακρατήσει ένα ποσό μέχρι 2,5% του υπολοίπου της σύμβασης, πέραν του ποσού, που αντιστοιχεί, στις ήδη παρασχεθείσες υπηρεσίες.

4.Τυχόν εκπτώσεις που συμφωνήθηκαν, εξακολουθούν να ισχύουν και στην περίπτωση της καταγγελίας και διακοπής της σύμβασης για τυχόν υπηρεσίες που ήδη παρασχέθηκαν (πριν τη διακοπή/καταγγελία).

5.Απαγορεύεται η είσπραξη οποιαδήποτε προκαταβολής, που υπερβαίνει το 2,5% του συνολικού ποσού της σύμβασης, πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης.

6.Εάν η πληρωμή της επιχείρησης γίνεται με πίστωση από Τράπεζα, η υπαναχώρηση ή η καταγγελία της σύμβασης συνεπάγεται διακοπή πληρωμών, για το μέρος των υπηρεσιών, που δεν παρασχέθηκε.

7.Η επιχείρηση έχει υποχρέωση να επιστρέψει, εντός των 30 ημερών, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά ή να απαλλάξει τον καταναλωτή, από ποσά που αναλογούν στο υπόλοιπο της σύμβασης.

Από τη υπογραφή της προαναφερθείσας υπουργικής απόφασης, τα παράπονα και οι καταγγελίες των καταναλωτών, για τις επιχειρήσεις αυτές, άρχισαν να μειώνονται. Ενώ, το 2002 βρίσκονταν στην πρώτη θέση των παραπόνων του ΚΕ.Π.ΚΑ., κατέχοντας ποσοστό 24,22%, πέρυσι υποχώρησαν στην όγδοη, κατέχοντας ποσοστό μόλις 2,48%.

«Δυστυχώς, όμως, η εικόνα αυτή αμαυρώνεται, από κάποιους που αρνούνται να εφαρμόσουν τη νομοθεσία, να αποδεχτούν την ακύρωση της σύμβασης, μέσα στην περίοδο υπαναχώρησης και να προβούν σε εκκαθάριση υπηρεσιών, αλλά και που παραπλανούν τους καταναλωτές, με τον ισχυρισμό ότι η ακύρωση επιτρέπεται μόνον τις πρώτες 30 ημέρες ή δεν επιτρέπεται καθόλου» προειδοποιεί το ΚΕΠΚΑ.

Καλεί τους καταναλωτές να καταγγέλλουν επιχειρήσεις που παραβιάζουν τον νόμο, ενώ ζητά από την Πολιτεία να συνεχίσει να επιβάλλει κυρώσεις, ακόμα και κλείσιμο επιχειρήσεων και να δημοσιοποιεί τα ονόματα των ινστιτούτων, που παρανομούν, ώστε να προστατεύονται οι καταναλωτές.