Τα παιδικά του χρόνια, τη δασκάλα του την «κυρία Αρτεμισία» που του έμαθε τα πρώτα του γράμματα, τα κάλαντα που έλεγε μικρός στο χωριό του, στο Μιξόρρουμα Ρεθύμνου και τα φοιτητικά του χρόνια στη θεολογική σχολή της Χάλκης αναπόλησε ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ειρηναίος σε μια διαφορετική συνέντευξη που παραχώρησε στο MadeinCreta.gr.

Θυμήθηκε τα δύσκολα φτωχικά, αλλά ωραία, αγνά χρόνια, οπότε μαζί με τους γονείς του, το Δημήτρη και τη Δέσποινα και τα πέντε του αδέρφια, ο- κατά κόσμον -Νικόλαος Αθανασιάδης-, περνούσε τα Χριστούγεννα.
Φτωχή και αγροτική οικογένεια. Λιτό το τραπέζι της καθημερινότητας, λιτό και το τραπέζι των Χριστουγέννων. Λιτό αλλά αγαπημένο.

Η ημέρα ξεκινούσε με την ανατολή και τελείωνε με τη δύση. Δεν υπήρχαν ρολόγια. «Η ζωή ήταν τέτοια- θα πει κάποια στιγμή – χωρίς αγκομαχητό, παρά τους πολέμους παρά τη φτώχεια και την ανέχεια .Η ζωή έρεε όπως η πηγή και σε οδηγούσε από μόνη της». Άλλες εποχές… άλλα χρόνια… άλλοι άνθρωποι.

Ο Σεβασμιότατος μιλά, επίσης, για την πρωτόγνωρη κατάσταση του σήμερα,αλλά και την «αμηχανία του ανθρώπου» – όπως τη χαρακτηρίζει – και την καταναλωτική του μονομέρεια, που του στέρησε τις πραγματικές χαρές της ζωής.

Δε διστάζει να μιλήσει και για αυτά που τον πληγώνουν, όπως όταν τον πλησιάζουν μόνο για τα λεφτά. Κατανοεί την ανάγκη αλλά «ο άνθρωπος δεν είναι μόνο χρήμα» θα πει χαρακτηριστικά.

Ο Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης μέσω του MadeinCreta στέλνει και το δικό του μήνυμα για αυτές τις άγιες ημέρες υπενθυμίζοντας σε όλους, ότι η ζωή είναι δώρου Θεού.

-Σεβασμιότατε πολλές φορές σε τοποθετήσεις σας δεν έχετε κρύψει τον προβληματισμό μας, για τα όσα συμβαίνουν σήμερα. Τι πιστεύετε ότι έφταιξε και φτάσαμε ως εδώ;

«Είναι σίγουρο ότι όσα συμβαίνουν είναι πρωτόγνωρα. Δεν φανταζόμασταν ότι θα βρισκόμασταν σε τέτοιο κλίμα στις ημέρες μας, όχι τόσο ανέχειας και φτώχειας, αλλά περισσότερο αμηχανίας του ανθρώπου. Αμηχανία για το «τι είναι;», «πως ζει;», «που πορεύεται;», πως είναι το δικό του το μέλλον. Σαφώς υπάρχουν τα οικονομικά προβλήματα, υπάρχουν πολλά προβλήματα, δεν είναι μόνο τα οικονομικά. Είναι ότι πήραμε λάθος δρόμο, δεν μπορώ να το φανταστώ αλλιώς».

-Εννοείτε στον τρόπο ζωή μας;

«Και στον τρόπο ζωή μας, αλλά και στην κατανόηση του ίδιου μας, του εαυτού. Τι είναι η ζωή μας; Είναι απλώς να καταναλώνω; Να κερδίζω; Να χάνω; Να περνάω καλά; Αυτό όμως είναι η ζωή; Αυτό είναι όλο; Εμείς φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Μια τέτοια μονομέρεια καταναλωτική σου στερεί τη χαρά, μια τέτοια αστάθεια αντίληψης ζωής που λέει: «ζω για να τρώω, ζω για να περνώ καλά» και όλα αυτά στον υπέρτατο βαθμό.

-Χάθηκε το μέτρο;

«Ναι, εάν υπήρχε μέτρο στη ζωή μας, τότε θα ήταν διαφορετική όλη η ζωή μας».

-Εσείς πιστεύετε ότι πλέον έχουμε μπει στη διαδικασία της εσωτερικής αναζήτησης;

«Φοβούμαι ότι δε βλέπουμε τα πράγματα από αυτή τη σκοπιά. Τα βλέπουμε μόνο πως θα αποκτήσουμε ξανά αυτό που είχαμε κι αυτό που χάσαμε. Αλλά και πάλι αυτό είναι λάθος.

-Το σωστό ποιο είναι;

«Το σωστό είναι, να βρω τον εαυτό μου, να είμαι ισορροπημένος να ξέρω ότι η ζωή δεν είναι μόνο ένα ή δυο πράγματα αλλά η πληρότητα της».

Η συζήτηση θα φύγει για λίγο από το σήμερα και θα πάει στο παρελθόν. Στα παιδικά χρόνια του Σεβασμιότατου, στο μέρος που γεννήθηκε το 1933, Μιξόρρουμα Ρεθύμνου, μεγάλωσε και πήγε σχολείο μέχρι την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, πριν η οικογένεια μετακομίσει στα Χανιά.

Άλλωστε «δε βλάπτει να αναπολούμε», καμιά φορά χρειάζεται κιόλας. Και την ημέρα που συναντηθήκαμε με τον Αρχιεπίσκοπο, εντελώς συμπτωματικά εξαιτίας διάφορων γεγονότων, οι αναμνήσεις είχαν ξυπνήσει.

Ο κ. Ειρηναίος θα μιλήσει στο MadeinCreta για τους γονείς και τα αδέρφια του. Τρία αγόρια, τρία κορίτσια. Η οικογένεια αγροτική. Στη γη δούλευαν και γεύονταν τους καρπούς της. Δεν υπήρχαν πολυτέλειες, δεν υπήρχαν υπερβολές, υπήρχε όμως η μεγαλοσύνη της απλότητας.

-Σεβασμιότατε, αλήθεια πως μεγαλώσατε;

«Ήμασταν αγρότες, στα χωράφια μας. Τότε η ζωή ήταν έτσι. Οι άνθρωποι έβλεπαν τη ζωή τους, δεμένη με τη γη, με την παραγωγή, με το Θεό, με αξίες, με αρχές, με σεβασμό, με αγάπη, με ευλάβεια. Η ζωή δεν ήταν μόνο αυτό που καταναλώναμε, αυτό που τρώγαμε».

-Από τα παιδικά σας χρόνια τι σας έχει μείνει; Πώς ήταν τα Χριστούγεννα που ζήσατε ως παιδί ;

«Θυμάμαι έντονα ότι η όλη ατμόσφαιρα της ζωής ήταν το σπουδαίο. Το γιορτινό μας τραπέζι δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο».

-Τα κάλαντα τα λέγατε;

«Βεβαίως. Τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα, αλλά δεν τα έλεγαν για να πάρουν χρήματα. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι και αυτό μας άρεσε. Χτυπάγαμε τις πόρτες και ρωτούσαμε αν μπορούμε να τα πούμε. Και με χαρά άνοιγε η πόρτα. Μας δέχονταν και περίμεναν να μας ακούσουν. Νιώθαμε την κοινωνία με τον άλλο και όχι την απόκρουση. Αλλά μια απέραντη ανθρωπιά από τους απλούς ανθρώπους και αυτή η απλότητα των ανθρώπων ήταν το ίδιο με την απλότητα των Χριστουγέννων.

-Και τι σας φίλευαν;

«Προϊόντα από τη γη, καρύδια, σταφίδες. Έπαιρνες στα χέρια σου ένα καρύδι, ένα αυγό και χαιρόσουν. Εντελώς διαφορετική αντίληψη και φιλοσοφία ζωής. Εγώ ένιωθα ότι κάθε σπίτι ήταν ένας ναός και ο άνθρωπος κάτι πολύτιμο. Υπήρχε η αίσθηση ότι είναι όμορφη η ζωή, οι άνθρωποι. Ότι υπάρχει νόημα στον κόσμο».

-Ποια ήταν η πρώτη σας δασκάλα;

«Τη πρώτη μου δασκάλα την έλεγαν Αρτεμισία (Λινοξυλάκη) είχε πέντε παιδιά και όλα εμάς που ήμασταν 60! Μας αγαπούσε σαν δικά της παιδιά. Ήταν δασκάλα μας όλα τα χρόνια του δημοτικού. Πολύ ωραίες αναμνήσεις…

Στη θεολογική Σχολή της Χάλκης

Μετά τη μετακόμιση της οικογένειας στα Χανιά ο πατέρας θα πάρει «το γιο του από το χέρι» και θα τον πάει στην εκκλησιαστική σχολή. Είναι η εποχή που ακόμα ο ίδιος δεν έχει αποφασίσει ολοκληρωτικά να γίνει κληρικός. Οι συναναστροφές του και κυρίως η παρουσία του τότε υποδιευθυντή της σχολής Αρχιμανδρίτη Ειρηναίου Γαλανάκη και μετέπειτα Μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου, επηρέασαν καθοριστικά τον ιεροσπουδαστή, Νικόλαο.

Το 1953 οι σπουδές θα συνεχιστούν στη Θεολογική σχολής της Χάλκης και η περιγραφή του Αρχιεπισκόπου για αυτήν την περίοδο της ζωής του είναι συγκλονιστική. «Χρόνια πραγματικό όνειρο» θα τα χαρακτηρίσει ο ίδιος. Επιβλητική η σχολή, επιβλητικό και το τοπίο. Και απέναντι από το λόφο της Ελπίδας που βρίσκεται σήμερα η σφραγισμένη σχολή, η Προύσσα. Θα θυμηθεί πολλά, τους συμμαθητές του, και έναν κηπουρό το Γιώργο που περιποιούνταν τον κήπο ψέλνοντας.

«Μονίμως εργαζόταν στη γη, στο μεγάλο κήπο της σχολής, ο οποίος συνέχεια έψαλε. Γράμματα δεν ήξερε αλλά έψαλε

Το ίδιο το θυμάμαι και στο χωριό. Οι άνθρωποι ποτέ δεν εργάζονταν είτε στο αλώνι, είτε στο χωράφι χωρίς να τραγουδούν ή να ψάλλουν. Στο χωριό από ότι θυμάμαι τραγουδούσαν και στην πόλη έψαλαν».

Θυμάται τη γνώση που έλαβε την τεράστια βιβλιοθήκη, τα μαθήματά τους και τα μεσημέρια που μάθαιναν μουσική. «Ένιωθες ότι τα παιδιά είναι σαν τα πουλιά, από το τραγούδι τους»

Ερωτηθείς για το τι πιστεύει ότι θα γίνει τελικά με την σχολή της Χάλκης ο ίδιος θα πει: «Έχουν δοθεί υποσχέσεις πολλές κατά καιρούς και δεν έχουν υλοποιηθεί-αυτό σημαίνει – αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει η διάθεσις».

-Εσείς τι προσδοκάτε τώρα;

«Εγώ τώρα θέλω, να αγαπώ το Θεό, να αγαπώ το Χριστό και μαζί με τον Χριστό και τον άνθρωπο. Τον οποιονδήποτε άνθρωπο και να τον υπηρετώ και να του ανοίγω πόρτες, μέλλον και να διακονώ έτσι τους ανθρώπους. Αυτό είναι η δική μου πορεία και τώρα και πάντοτε».

-Οι πιστοί έρχονται να σας μιλήσουν;

«Έρχονται πολλοί άνθρωποι, το στενάχωρο είναι ότι οι περισσότεροι – όχι όλοι ευτυχώς – θέλουν οι σχέσεις να είναι οικονομικές «δώσ’ μου λεφτά, μόνο λεφτά».

-Ζητάνε μόνο οικονομική βοήθεια;

«Ναι, καταλαβαίνω τις ανάγκες και τις σέβομαι, αλλά όπως είπα νωρίτερα, η ζωή δεν είναι μόνο λεφτά δεν ήταν ποτέ έτσι, ούτε θα είναι έτσι. Είναι πολύ μονομερές αυτό».

-Ναι, αλλά για να πηγαίνει κάποιος στον Αρχιεπίσκοπο και να ζητάει βοήθεια και δη οικονομική σημαίνει ότι η ανάγκη είναι τεράστια, Σεβασμιότατε.

«Το έχει ανάγκη … Τι είναι ανάγκη ; Λέγαμε παλιά ότι η ανάγκη του ανθρώπου είναι να επικοινωνήσει με τον άνθρωπο, να επικοινωνήσει με το Θεό και να ζει βεβαίως. Σήμερα βλέπουμε τον άλλον ως χρήμα. Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι χρήμα. Ούτε εμείς για τους άλλους είμαστε χρήμα. Ούτε οι άλλοι για εμάς είναι χρήμα. Εγώ θα ήθελα οι σχέσεις μας, σήμερα να ήταν ανθρώπινες να μην ήταν οικονομικές να μην ήταν υλικές και μόνο. Μόνο «δώσε μου» σέβομαι τις ανάγκες . Σέβομαι τον άνθρωπο ο οποίος θέλει να προσφέρει στα παιδιά του. Το σέβομαι και το προσέχω πάρα πολύ. Αλλά μόνον αυτό νομίζω ότι δεν είναι ζωή».

-Πώς θα θέλετε να κλείσουμε αυτή τη συνομιλία

«Θέλω να πω ότι η ζωή είναι δώρο θεού, και ο άνθρωπος είναι παιδί του Θεού και μέσα σε αυτό το πλέγμα αν ζει κανείς, αν χαίρεται, αν βλέπει τη ζωή, δεν μπορεί να μη χαίρεται, δεν μπορεί να μην ελπίζει, δεν μπορεί να μην αισθάνεται δυνατός, αισιόδοξος, χαρούμενος και εγώ ομολογώ ότι έτσι νιώθω».