Η φετινή άνοδος του ελλείμματος του εμπορικού μας ισοζυγίου, κατά την ΕΛ.ΣΤΑΤ., επαναφέρει στην επικαιρότητα την επιτακτική, πλέον, ανάγκη ενίσχυσης των προσπαθειών για ταχύτερη αλλαγή του σημερινού μας παραγωγικού πρότυπου, που φαίνεται ότι αδυνατεί να περιορίσει τα εξωτερικά μας «ανοίγματα» σε περιόδους μεγέθυνσης της οικονομίας.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, εκτιμάται ότι, το 2022 θα υπερβεί τα 18 δισ. ευρώ, έναντι 12,27 δισ. ευρώ το 2021, παρά την αξιόλογη αύξηση των εξαγωγών και την καλή πορεία της τουριστικής μας δραστηριότητας.

Η βασική, διαχρονική, παθογένεια της οικονομίας μας- χαμηλή παραγωγικότητα και μειωμένη ανταγωνιστικότητα – που περιορίζει την αναπτυξιακή μας δυναμική και διευρύνει τον κρατικό δανεισμό, μόνον με μία οργανωμένη, γενικότερη, ανασυγκρότηση του παραγωγικού μας ιστού μπορεί να αντιμετωπισθεί, γιατί μόνον η ανασυγκρότηση αυτή θα καταστήσει εφικτή την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των συγκριτικών αναπτυξιακών πλεονεκτημάτων της χώρας (παραγωγικών, πολιτιστικών, κλιματικών, γεωπολιτικών).

Είναι προφανές ότι οι μαζικές και στοχευμένες επενδύσεις αποτελούν μονόδρομο μιας σταθερής αναπτυξιακής στρατηγικής, με στόχους, τη διεύρυνση της διείσδυσης της ελληνικής παραγωγής στις διεθνείς αγορές, τον περιορισμό των εισαγωγικών αναγκών του τουρισμού μας και την άνοδο του ποσοστού κάλυψης, με εγχωρίως παραγόμενα είδη, της τελικής μας κατανάλωσης, ή οποία, μάλιστα, αντιπροσωπεύει, σήμερα, το 70%, περίπου, του ΑΕΠ, όταν το αντίστοιχο μέσο κοινοτικό ποσοστό περιορίζεται στο 50%.

Καθοριστικό ρόλο στη υλοποίηση των στόχων αυτών καλείται να διαδραματίσει η βιομηχανία, το δυναμικό της οποίας θα πρέπει να κινητοποιηθεί σε δύο κατευθύνσεις:

α) Αποτελεσματικότερη συνεργασία του με τον πρωτογενή και τριτογενή τομέα, για την πληρέστερη αξιοποίηση των σχετικών συνεργειών.

Δύο στοιχεία δείχνουν την ισχνή παραγωγική βάση της χώρας και την εξάρτησή της από εισαγωγές πρώτων υλών και ημικατεργασμένων προϊόντων.

  • Τα ετήσια έσοδα της χώρας από την τουριστική δραστηριότητα προσεγγίζουν την αξία των εισαγωγών οι οποίες συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με την εξυπηρέτηση των τουριστών μας (τρόφιμα, μεταφορικά μέσα, υλικά κατασκευής και λειτουργίας ξενοδοχειακών και λοιπών τουριστικών μονάδων κ.α.)

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη χώρα μας, η συμμετοχή ελληνικών προϊόντων στη διατροφή των τουριστών μόλις υπερβαίνει το 20% του συνόλου, όταν στην Ιταλία, το αντίστοιχο ποσοστό υπολογίζεται στο 70%. Άμεση συνέπεια της κατάστασης αυτής είναι το γεγονός ότι, όσο ο αριθμός των τουριστών αυξάνεται, τόσο εντείνονται οι τάσεις διεύρυνσης του ελλείμματος του εμπορικού μας ισοζυγίου.

  • Ένα μεγάλο μέρος της γεωργικής μας παραγωγής προωθείται, σήμερα, στις διεθνείς αγορές στη φυσική της κατάσταση, χωρίς καμία, σχεδόν, προηγούμενη κατεργασία ή , έστω, τυποποίηση, διαδικασίες που αυξάνουν την προστιθέμενη αξία και καθιστούν πιο ελκυστικά, διεθνώς, τα ελληνικά προϊόντα.

Είναι προφανές ότι, εάν καταφέρουμε να καλύπτουμε από την εγχώρια παραγωγή ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των ξένων επισκεπτών μας και εάν εμπλουτίσουμε τον παραγωγικό μας ιστό με καινοτομικές μονάδες κατεργασίας των, αναμφισβήτητα, ποιοτικών αγροτικών προϊόντων μας, έχουμε θέσει τις βάσεις για μια δυναμικότερη και πολυδιάστατη βιομηχανική ανάπτυξη.

Η σταθερή βιομηχανική αξιοποίηση αγροτικών προϊόντων, αποτελεί το καλύτερο κίνητρο για τους παραγωγούς τους, να αυξήσουν τις σχετικές καλλιέργειες, βελτιώνοντας, παράλληλα, και την ποιότητα, ενώ η συνεχής διεύρυνση της βιομηχανικής παραγωγής διαφοροποιεί και ενισχύει δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας του τριτογενούς τομέα ( πληροφορική, μάρκετινγκ, νομικές υπηρεσίες, υπηρεσίες design, έργων μηχανικού, κ.α).

β) Ανάδειξη, σε σύντομο χρονικό διάστημα, εθνικών βιομηχανικών «πρωταθλητών», μέσω στρατηγικών επενδύσεων με ποιοτικά χαρακτηριστικά, ώστε να μπορούν να ανταγωνίζονται, ισοδύναμα, τους ξένους (κοινοτικούς και μη) παραγωγούς.

Βασική προϋπόθεση για οικονομική σταθερότητα και εθνική ανεξαρτησία είναι η σταδιακή μείωση του ελλείμματος του εμπορικού μας ισοζυγίου, γεγονός που απαιτεί αισθητή διεύρυνση των αγαθών τα οποία παράγονται στη χώρα και μπορούν να τοποθετηθούν στις διεθνείς αγορές.

Εξακολουθούμε, όμως και μετά την τελευταία δεκαετία των διαδοχικών «μεταρρυθμίσεων», να διαθέτουμε μια αδύναμη παραγωγική δομή, με ελάχιστες εξαγωγικές επιχειρήσεις, έναν περιορισμένο αριθμό εξαγόμενων προϊόντων (οι εξαγωγές καυσίμων αντιπροσωπεύουν το 1/3, περίπου, των συνολικών ελληνικών εξαγωγών) χαμηλής, μάλιστα, προστιθέμενης, εγχωρίως, αξίας και ένα υψηλό ποσοστό μη βιώσιμων πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων.

Το ελληνικό επιχειρηματικό «δαιμόνιο» καλείται σήμερα να συνειδητοποιήσει ότι, ούτε στην κρατική βοήθεια, ούτε στην εγχώρια, αποκλειστικά, ζήτηση μπορεί να στηρίζεται μόνο, για την υλοποίηση ευρύτερων αναπτυξιακών οραμάτων, για την ενεργό συμμετοχή του στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι, για την πληρέστερη αξιοποίηση ευκαιριών που η 4η βιομηχανική επανάσταση προσφέρει σε τολμηρούς, δυναμικούς και διορατικούς παραγωγούς.

Η ενίσχυση και διαφοροποίησης του εξαγωγικού μας προσανατολισμού έχει ανάγκη από σύγχρονες επενδυτικές πρωτοβουλίες, από καινοτόμες βιομηχανίες ικανοποιητικού μεγέθους (νέα προϊόντα- νέες μεθόδους παραγωγής), ικανών να πρωταγωνιστήσουν, όχι μόνον σε εθνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο (logistics, εφαρμογές software, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, φάρμακα, σύγχρονα ναυπηγεία, χημικά, μηχανισμοί τέταρτης γενιάς (ρομπότ υψηλής νοημοσύνης), βιολογικά τρόφιμα και ποτά, εθνική άμυνα, διαστημική τεχνολογία κ.α).

Η προσέλκυση των αναγκαίων, για την πραγματοποίηση τέτοιων βιομηχανικών επενδύσεων, κεφαλαίων – εθνικών, σε μια πρώτη φάση, για να ακολουθήσουν, στη συνέχεια, και ξένων – προϋποθέτει ορισμένες περαιτέρω κρατικές πρωτοβουλίες ρυθμιστικού και ενισχυτικού χαρακτήρα, ώστε να δημιουργηθεί το κατάλληλο αναπτυξιακό περιβάλλον : περισσότερο ταχύρυθμες αδειοδοτήσεις για μεγάλες παραγωγικές μονάδες σύγχρονης τεχνολογίας και ακόμη αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του σημερινού κυκεώνα της διοικητικής γραφειοκρατίας, συνεχής βελτίωση των αναπτυξιακών υποδομών, συστηματική, βασική και εφαρμοσμένη, έρευνα και διασύνδεσή της με τις επιχειρήσεις, ικανοποιητικές και φθηνές χρηματοδοτικές ροές και μειωμένο ενεργειακό κόστος.

Η ευρωπαϊκή απάντηση στο «πακέτο» Μπάιντεν (κρατικές επιδοτήσεις στις αμερικανικές επιχειρήσεις ύψους 369δις. Δολ., σε μια πρώτη φάση, για την υποβοήθηση της «πράσινης» μετάβασης της οικονομίας), μετά από κάποιες πρώτες χλιαρές διαμαρτυρίες της Ευρώπης, για στρέβλωση των κανόνων του διεθνούς ανταγωνισμού φαίνεται ότι, τελικά, θα εντοπισθεί στη χαλάρωση του κοινοτικού καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων στη βιομηχανία.

Και η χαλάρωση αυτή, εάν αξιοποιηθεί ορθολογικά, συνδυασθεί, δε, και με κοινές ευρωπαϊκές παρεμβάσεις για περιορισμό των ενδοκοινοτικών δομικών ανισοτήτων, μπορούν να αποτελέσουν δυναμικό μοχλό ισχυροποίησης του βιομηχανικού αποτυπώματος στην πορεία της οικονομίας μας.

Σε μία εποχή που, παντού, οι εμπορικοί εθνικισμοί επανακάμπτουν και ο ρόλος του κράτους στη λειτουργία της οικονομίας αναβαθμίζεται, η χώρα οφείλει να αξιοποιήσει τη συγκυρία για να αποκτήσει μια πιο ανταγωνιστική παραγωγική βάση, με «ατμομηχανή» ανάπτυξης τη σύγχρονη καινοτόμο βιομηχανία. Όμως, όποια προσπάθεια της Πολιτείας, εάν δεν έχει ομόθυμη πολιτική και κοινωνική στήριξη, διαχρονικά, δεν θα μπορέσει να επιτύχει πλήρως τον εθνικό στόχο της ανάκαμψης της οικονομίας.

*Ο κ. Παύλος Θωμόγλου είναι επιχειρηματίας, Μέλος Δ.Σ ΕΒΕΑ, πρ. Αντιπρόεδρος ΕΒΕΑ