«Δε ζω για να δουλεύω αλλά δουλεύω για να ζω» δηλώνουν πια όλο και περισσότεροι κυρίως νέοι σε παγκόσμιο επίπεδο αλλάζοντας τα δεδομένα στον τομέα της εργασίας. Το φαινόμενο «quiet quitting» αυξάνει τους υποστηρικτές του που τονίζουν πως δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν θυσίες για τη δουλειά τους ή να πάθουν burnout οπότε προσφέρουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή… Τι είναι το «quiet quitting»; Πώς συμπεριφέρονται οι «quiet quitters»; Τι συμβαίνει στην Ελλάδα και τι σχέση έχουν με όλα αυτά το TikTok;

Το «quiet quitting» ή αλλιώς η «σιωπηλή διακοπή» ή η «σιωπηλή παραίτηση» είναι μια νέα τάση που «αναδύθηκε» μέσω του Tik Tok και αυξάνει ολοένα και περισσότερο όσους την υποστηρίζουν.

εργαζόμενος

Όσοι ακούν στο όνομα «quiet quitters» έχουν μια φιλοσοφία που με απλά και λίγα λόγια στηρίζει το μότο «κάνω μόνο τα απαραίτητα». Τα συγκεκριμένα άτομα παρέχουν στη δουλειά το μίνιμουμ των δυνατοτήτων τους έτσι ώστε να κρατήσουν την εργασία τους, χωρίς όμως να δείχνουν κανένα ζήλο και χωρίς να καταβάλουν καμία προσπάθεια ώστε να αναδειχθούν.

Οι μόδες «ξεκινούν» από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή ακόμη και να μην ξεκινήσουν από εκεί αυξάνουν τους υποστηρικτές τους μέσω αυτών. Έτσι λοιπόν συνέβη και με το «quiet quitting». Η αρχή έγινε από τον TikToker που διατηρεί τον λογαριασμό «Zaidlepppelin» ο οποίος σε βίντεό του το φετινό καλοκαίρι εξήγησε το «φαινόμενο» και είδε τα σχόλια να παίρνουν τη μορφή «καταιγίδας».

«Η δουλειά δεν είναι η ζωή σας. Η αξία σας δεν ορίζεται από την παραγωγική σας απόδοση» επεσήμανε σε βίντεό του.

Το βίντεο του TikToker Zaidlepppelin:

Μετά από τον «πανικό» που έφερε ο TikToker «Zaidlepppelin» για τη νέα εργασιακή τάση όλο και περισσότεροι επιστήμονες άρχισαν να αναλύουν το φαινόμενο και τα άρθρα να πολλαπλασιάζονται με γοργό ρυθμό.

Ένας από αυτούς είναι και ο Αμερικανός συγγραφέας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας με ειδίκευση στην οργανωτική ψυχολογία Adam M. Grant. Όπως επισημαίνει σε άρθρο του στη σελίδα του adamgrant.bulletin.com ενημερώθηκε και ο ίδιος για το «quiet quitting» από το TikTok. «Έμαθα για αυτόν τον όρο που ονομάζεται ”ήσυχη παραίτηση”, που δεν εγκαταλείπεις εντελώς τη δουλειά σου, αλλά εγκαταλείπεις την ιδέα να πας πάνω και πέρα», εξήγησε.

«Πριν από μισό αιώνα σε ένα βιβλίο του ο οικονομολόγος Albert Hirschman υποστήριξε ότι υπάρχουν δύο κυρίαρχες απαντήσεις στη δυσαρέσκεια: η έξοδος και η φωνή. Εάν δεν είστε ευχαριστημένοι με τη δουλειά σας, τον γάμο σας ή τη χώρα σας, μπορείτε είτε να αποφασίσετε να φύγετε είτε να ασκήσετε το δικαίωμά σας να μιλήσετε και να ζητήσετε βελτιώσεις. Ποια επιλογή διαλέγεις, εξαρτάται από εσένα. Ο Hirschman είχε δίκιο σε αυτό, αλλά η ανάλυσή του παρέλειψε κάτι σημαντικό: “τι κάνουν οι άνθρωποι όταν δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν να μιλήσουν, αλλά δεν έχουν και την πολυτέλεια να φύγουν”» τόνισε ο Adam M. Grant.

«Την επόμενη δεκαετία, όταν ένα ζευγάρι ερευνητών μελέτησε πώς αντιδρούν οι άνθρωποι στη δυσαρέσκεια από την εργασία, ανακάλυψαν μια άλλη απάντηση πέρα ​​από την έξοδο και τη φωνή. Το έλεγαν “παραμέληση”. “Η παραμέληση μπορεί να φανεί καταβάλλοντας λιγότερη προσπάθεια” έγραψαν ή “ξοδεύοντας λιγότερο χρόνο στη δουλειά”» εξήγησε.

Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβανίας με ειδίκευση στην οργανωτική ψυχολογία υπογράμμισε πως η «παραμέληση» της εργασίας παρατηρείται από ανθρώπους που νιώθουν δυσαρεστημένοι από αυτή.

Ο Adam M. Grant επίσης συνέδεσε το φαινόμενο «quiet quitting» με τη Μεγάλη Παραίτηση που «άνθισε» εν μέσω κορονοϊού. «Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Παραίτησης, πολλοί άνθρωποι εγκατέλειψαν τα τοξικά περιβάλλοντα. Πολλοί από αυτούς που δεν μπορούσαν να φύγουν επέλεξαν την παραμέληση» επεσήμανε.

«Η έξαρση του quiet quitting αποτελεί επακόλουθο της ελαστικότητας στην αγορά εργασίας»

«Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι η έξαρση του φαινομένου της “σιωπηλής παραίτησης” αποτελεί φυσικό επακόλουθο της ελαστικότητας στην αγορά εργασίας, αφού με τα ανεξέλεγκτα ωράρια, τις απλήρωτες υπερωρίες, τη χαμηλή προοπτική ανέλιξης, αποδυναμώθηκε οποιαδήποτε κίνητρο των νέων, των χαμηλόμισθων και των κοινωνικά ευάλωτων ομάδων να προσφέρουν περισσότερα, προκειμένου να εξελιχθούν» επισημαίνει μιλώντας στο Newsbeast η δικηγόρος Αθηνών, LL.M Εργατικού Δικαίου, Κέλλυ Σταυρουλάκη.

«Με βάση το τυπικό γράμμα του Νόμου, η επιλογή του εργαζόμενου να εκπληρώνει καθαρά και μόνο τις συμβατικές του υποχρεώσεις, χωρίς ουσιαστικά να προσφέρει “κάτι παραπάνω” προκειμένου να εξελιχθεί, δεν μπορεί να έχει τιμωρητικό χαρακτήρα από την πλευρά του εργοδότη» μας εξηγεί η δικηγόρος.

Ο μεγάλος κίνδυνος που υπάρχει

Εστιάζοντας στον κίνδυνο που ελλοχεύει με την επιλογή της «σιωπηλής παραίτησης» η δικηγόρος Αθηνών, LL.M Εργατικού Δικαίου, Κέλλυ Σταυρουλάκη τονίζει: «Με δεδομένο όμως ότι, ειδικότερα στις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι καταρχήν αναιτιώδης δικαιοπραξία, συνεπώς δεν απαιτείται κάποιος συγκεκριμένος λόγος από την πλευρά του εργοδότη για να απολύσει έναν εργαζόμενο, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επιλογή της “σιωπηλής παραίτησης” ελλοχεύει τον κίνδυνο απόλυσης του εργαζόμενου για λόγους αποδοτικότητας ή αξιολόγησης».

Η δικηγόρος-εργατολόγος Κέλλυ Σταυρουλάκη

«Ο εργαζόμενος προστατεύεται πάντα από την εργατική νομοθεσία»

«Φυσικά, ο εργαζόμενος προστατεύεται πάντα από την εργατική νομοθεσία, προκειμένου να αποδείξει δικαστικά ότι ο λόγος απόλυσης δεν είχε να κάνει με την αποδοτικότητα ή με τα συμβατικά προβλεπόμενα καθήκοντά του, αλλά με το γεγονός της προσωπικής επιλογής του για “σιωπηλή παραίτηση”» αναφέρει χαρακτηριστικά η Κέλλυ Σταυρουλάκη.

«Εντούτοις, δέον να σημειωθεί ότι το ζήτημα αυτό είναι αρκετά ανώριμο δικαστικά και θα ήταν αμφίβολη προς το παρόν η δικαστική κρίση» προσθέτει.

«Το πρόβλημα δεν έγκειται στην απροθυμία της νέας γενιάς να προσφέρει περισσότερα, αλλά στο γεγονός ότι ειδικότερα εν μέσω πανδημίας υπήρξε πλήρης καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων» μας λέει.

«Η λύση συνεπώς στο εν λόγω κίνημα που έχει δημιουργηθεί παγκοσμίως, θα ήταν η παροχή επιπλέον κινήτρων στους εργαζόμενους, γεγονός από το οποίο θα επωφελούνταν τόσο οι ίδιοι όσο και οι επιχειρήσεις, με δεδομένο ότι η ψυχολογία και η επιβράβευση (μισθολογική και βαθμολογική) των εργαζομένων αποτελεί το βασικότερο κίνητρο για τη μέγιστη αποδοτικότητά τους» επισημαίνει κλείνοντας η δικηγόρος Αθηνών, LL.M Εργατικού Δικαίου.