Αιχμές κατά της ηγεσίας του ΕΦΚΑ αφήνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή το οποίο αναφέρει  ότι  ο ΕΦΚΑ δεν παρείχε στο Γραφείο αναλυτικά στοιχεία για τις εκκρεμείς συντάξεις.

Η αποκάλυψη αυτή, έρχεται μια μέρα μετά το «καμπανάκι» που χτύπησε ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ για την αύξηση των εκκρεμών συντάξεων που έχει ως αποτέλεσμα να μη φαίνεται πιθανή η εξόφληση τους στα μέσα του 2021.

«Σε αντίθεση με τις προηγούμενες τριμηνιαίες εκθέσεις, η Έκθεση Β’ Τριμήνου 2020 του Γραφείου  Προϋπολογισμού  του  Κράτους  στη  Βουλή  δεν  περιέχει  στοιχεία  εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης και την εκτιμώμενη δαπάνη τους. Μετά τα επανειλημμένα αιτήματά μας προς τις αρμόδιες υπηρεσίες και στην συνέχεια τον Διοικητή του ΕΦΚΑ, δεν λάβαμε τα  συγκεκριμένα στοιχεία όπως διαμορφώθηκαν στο τέλος Ιουνίου 2020. Μετά τη δημοσίευση της έκθεσης, λάβαμε απαντητική επιστολή από τον ΕΦΚΑ που   επικαλείται τεχνικά προβλήματα στην παροχή των στοιχείων και δεσμεύεται για την αποκατάσταση της ροής   τους. Το   Γραφείο  Προϋπολογισμού  του  Κράτους  στη  Βουλή επιθυμεί  τη  συνέχιση της συνεργασίας  που  είχε  μέχρι  πρότινος  με  τον  ΕΦΚΑ  και  την  παροχή  στοιχείων  που συνδέονται  άμεσα με  την  παρακολούθηση  των  δημοσιονομικών  μεγεθών της  Γενικής Κυβέρνησης » σημειώνει σε ανακοίνωση του το ΓΠΚΒ.

Τα τελευταία διαθέσιμα συγκεντρωτικά στοιχεία έδειξαν ότι το Μάρτιο, το σύνολο των εκκρεμών αιτήσεων κύριων συντάξεων ανέρχονταν σε 160.959 έναντι 151.396 το Δεκέμβριο, με τη συνολική εκτιμώμενη δαπάνη να διαμορφώνεται σε 360 εκατ. Ευρώ. Ο ΕΦΚΑ αυτήν τη φορά δεν έδωσε στοιχεία για το σύνολο των εκκρεμών αιτήσεων, αλλά μόνο για τις ληξιπρόθεσμες, δηλαδή αυτές που εκκρεμούν πάνω από 90 ημέρες. Ακόμα κι έτσι, η εικόνα είναι αποκαλυπτική: 117.876 αιτήσεις έναντι 105.850 το Μάρτιο, με την εκτιμώμενη δαπάνη να φτάνει στα 488 εκατ. Ευρώ!

Σημειωτέον ότι όσο οι αιτήσεις συντάξεων παραμένουν σε εκκρεμότητα, δεν επιβαρύνουν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, ενώ στα παραπάνω στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνονται οι εκκρεμείς αιτήσεις επικουρικών συντάξεων κι εφάπαξ.

Όσον αφορά στις επιπτώσεις από την πανδημία, το ΓΠΚΒ παρατηρεί ότι η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας (- 15,2%) ήταν οριακά εντονότερη από την πρόβλεψη του Γραφείου Προϋπολογισμού τον Απρίλιο (-13,7%) κάτι που σε συνδυασμό με τη μικρή ύφεση που καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο και δεν είχε συμπεριληφθεί στις προβλέψεις μας, υποδηλώνει την επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας πέραν του αναμενομένου. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του ποσοστού ανεργίας στο 18,3% είναι μάλλον συγκρατημένη για το ύψος της ύφεσης. Η σημαντική μείωση των προσλήψεων φαίνεται να αντισταθμίζεται από τη μείωση των απολύσεων, όσο παραμένουν σε ισχύ οι υποχρεώσεις διατήρησης των θέσεων εργασίας.

Τα δημοσιονομικά στοιχεία καταγράφουν σημαντική επιδείνωση, με το πρωτογενές αποτέλεσμα του επτάμηνου Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020 να διαμορφώνεται σε έλλειμμα 7,7 δις ευρώ, έναντι πλεονάσματος περίπου 1 δις ευρώ στο αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιδείνωσης, δηλαδή σχεδόν τα 8 από τα 8,7 δις ευρώ, προέρχεται από την εφαρμογή των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Με δεδομένο ωστόσο ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών των μέτρων αφορά αναστολές πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, δεν είναι ακόμα εφικτός ο εντοπισμός του μέρους εκείνου της δημοσιονομικής επιδείνωσης που προέρχεται από την ίδια την ύφεση και την επίπτωσή της στα δημόσια έσοδα.

Όσον αφορά στις απαιτούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την επόμενη ημέρα, οπότε θα αρθούν τα ευνοϊκά μέτρα, το ΓΠΚΒ χαρακτηρίζει την Έκθεση Πισσαρίδη ως βάση ενός ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου ώστε να προκύψουν οι αναγκαίες συναινέσεις που θα επιτρέψουν την υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων για την ελληνική οικονομία και κοινωνία και θα βρουν τρόπους να αντισταθμίσουν το πολιτικό και δημοσιονομικό τους κόστος.