Σε διευκρινίσεις σχετικά με το ενεργειακό κόστος της χώρας μας δεδομένου του ελλείμματος του ΛΑΓΗΕ και του New Deal που ετοιμάζει το υπουργείο Περιβάλλοντος για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, οι οποίες έχουν ήδη υποστεί σκληρές περικοπές στις ταρίφες και έκτακτη εισφορά επί του τζίρου της παραγωγής ΑΠΕ που ξεπερνά το 40%, προχώρησε ο Σωκράτης Κωνσταντινίδης από τον Αναπτυξιακό Σύνδεσμο Παραγωγών Ηλεκτρισμού Ελλάδας (ΑΣΠΗ).


Όπως τόνισε ο ίδιος, σύμφωνα με ανακοίνωση του Συνδέσμου:

– «Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, η πραγματική λειτουργία των ιδιωτικών μονάδων φυσικού αερίου από την αρχή του φετινού έτους έως σήμερα διαμορφώνεται σε 21% κατά μέσο όρο για τις έξι αυτές μονάδες, σε σχέση με τη διαθέσιμη ισχύ τους.

Διερωτάται κανείς πόσο θα λειτουργούν οι μονάδες αυτές κατά τις περιόδους χαμηλού φορτίου (άνοιξη, φθινόπωρο) όταν μέσα στο χειμώνα λειτουργούν τόσο λίγο.

– Όσο για την ευελιξία που προσέφεραν στο σύστημα, εδώ τα στοιχεία είναι εξίσου αποκαλυπτικά. Από τις 580 ώρες επί του συνόλου 1.056 ωρών από την αρχή του έτους έως σήμερα, στις οποίες δεν επαρκούσε η λιγνιτική παραγωγή (συν ΑΠΕ, “υποχρεωτικά νερά” και εισαγωγές) και τέθηκε υψηλότερη τιμή στο σύστημα, μόνο στις 330 ώρες έδωσε επιπλέον ενέργεια έστω και μία από τις ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου, ενώ τα υδροηλεκτρικά έδωσαν επιπλέον ενέργεια σε 461 ώρες.

Συμπεραίνει επομένως κανείς ποιες είναι οι πραγματικά ευέλικτες μονάδες του συστήματος».

Σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντινίδη, «αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι λόγω της διείσδυσης των φωτοβολταϊκών και της μείωσης του φορτίου κατά τις μεσημεριανές ώρες οι υδροηλεκτρικές μονάδες είναι αυτές οι οποίες παρέχουν την αυξομείωση της παραγωγής κατά τις ώρες αυτές, παρέχοντας την απαραίτητη ευελιξία στο σύστημα». Ο ίδιος επισήμανε: «Οι ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου (και μάλιστα όχι όλες αφού δεν χρειάζονται) εισέρχονται σε λειτουργία συνήθως κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες χωρίς όμως να παρέχουν μεγάλη ευελιξία αφού στο ρόλο αυτό καλούνται και πάλι πολλές φορές οι υδροηλεκτρικές μονάδες».

Όπως ανέφερε, «η μονάδα Ήρων Ι (ανοικτού κύκλου) εδώ και πολλούς μήνες δεν λειτουργεί καθόλου και πληρώνεται κανονικά τα Αποδεικτικά Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ). Η παραπάνω χαμηλή λειτουργία των μονάδων αυτών είναι προφανής σε ένα σύστημα όπως το ελληνικό με 16.000 MW εγκατεστημένης ισχύος εξαιρουμένων των επιπλέον 2.200 MW των ιδιωτικών αυτών μονάδων, μέση ζήτηση κάτω από 6.000 MW και μέγιστη ισχύ που δεν ξεπερνά τα 9.500 MW».

«Επομένως ποια πραγματική ανάγκη κάλυψης του φορτίου εξυπηρετεί η πληρωμή τους για διαθεσιμότητα (ΑΔΙ) στα πρωτοφανή ευρωπαϊκά επίπεδα των 90.000 €/MW, που σημαίνει πληρωμή στις ιδιωτικές αυτές μονάδες φυσικού αερίου στα 200 εκατομμύρια € ετησίως;», διερωτάται ο κ. Κωνσταντινίδης.

Χαρακτήρισε δε ως «παραμύθι» ότι και «η ΔΕΗ λαμβάνει αντίστοιχες πληρωμές για ΑΔΙ – η ΔΕΗ, ως σχεδόν αποκλειστικός προμηθευτής, πληρώνει όλο το ποσό για τα ΑΔΙ και λαμβάνει πίσω για τις μονάδες της το 65% του συνολικού αυτού ποσού». «Το υπόλοιπο 35%, δηλαδή τα 200 εκατομμύρια € ετησίως, αποτελούν καθαρές εκροές της ΔΕΗ προς τους ιδιώτες παραγωγούς», πρόσθεσε.


Έθεσε, επίσης, τα εξής τέσσερα ερωτήματα:

– «Γιατί λοιπόν εν μέσω της σημερινής οικονομικής συγκυρίας, με τη ρευστότητα στην ενεργειακή αγορά σε κρίσιμα επίπεδα και ενόσω η ζήτηση ηλεκτρισμού έχει σημειώσει πτώση και υπάρχει υπερεπάρκεια ισχύος στο ελληνικό σύστημα, η ΡΑΕ αποφάσισε το διπλασιασμό του ποσού που καταβάλλεται για τη διαθεσιμότητα των μονάδων αυτών φυσικού αερίου και πληρώνονται σήμερα 90.000 Ευρώ ανά MW ετησίως, όταν π.χ. στη Γερμανία οι ιδιώτες παραγωγοί θερμικών μονάδων προσπαθούν να πετύχουν να εισπράττουν το 1/6 του ποσού αυτού και δεν το έχουν κατορθώσει;

– Ποια η τεκμηρίωση της απόφασης αυτής η οποία αποτελεί μία ακόμα ετήσια επιμήκυνση των μεταβατικών διατάξεων του κώδικα ηλεκτρικής ενέργειας, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη τίθενται σε ισχύ κανόνες αγοράς (δημοπρατήσεις) για τα Αποδεικτικά Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ), ενώ όπου ακόμα εφαρμόζεται σταθερή πληρωμή αυτή είναι εξαιρετικά χαμηλότερη της ελληνικής;

– Γιατί συνεχίζονται οι επιδοτήσεις στις ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου, οι οποίες αθροιστικά (με τον περιβόητο Μηχανισμό Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους πλέον 10%) ξεπέρασαν τα 1,1 δισεκατομμύρια ευρώ τα τελευταία χρόνια;

– Γιατί στοχοποιείται ο κλάδος των ΑΠΕ της χώρας μας και υπόκειται σε τεράστιες περικοπές, κλάδος με επενδύσεις αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ και εν λειτουργία ισχύ σχεδόν 5.000 MW και δύο σύγχρονα εργοστάσια παραγωγής φωτοβολταϊκών πάνελ, συνολικά απασχολώντας δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους κυρίως στην Ελληνική Περιφέρεια, ενώ την ίδια ώρα επιδοτούνται σε υπέρμετρο βαθμό ιδιωτικές μονάδες παραγωγής με καύσιμο το φυσικό αέριο, η παραγωγή των οποίων μάλιστα δεν είναι απαραίτητη στο σύστημα, και οι οποίες απασχολούν πολύ μικρό αριθμό εργαζομένων (150 – 200 άτομα για το σύνολο των ιδιωτικών μονάδων) απειλώντας σε κατάρρευση όλη την ενεργειακή αγορά της χώρας μας;


Και υπογράμμισε πώς δεν χρειάζεται να ειπωθεί ότι:

– «Τουλάχιστον το 70% του συνολικού κόστους παραγωγής των μονάδων φυσικού αερίου αφορά στην προμήθεια εισαγόμενου καυσίμου, που σημαίνει σημαντικές εκροές συναλλάγματος.

– Το κράτος ουδεμία υποχρέωση έχει ή είχε προς τους ιδιοκτήτες των μονάδων φυσικού αερίου ώστε να δοθούν οι υπέρογκες αυτές κρατικές επιδοτήσεις που συνεχίζουν να δίδονται. Αντιθέτως οι παραγωγοί έργων ΑΠΕ έχουν επενδύσει διαχρονικά βάσει ενός συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου (Ν.2244/1994, Ν.3468/2006, Ν.3734/2009, Ν.3851/2010, κλπ.), το οποίο ήταν απολύτως σύμφωνο με την πολιτική και την νομοθεσία της Ε.Ε. (Οδηγίες 2001/77/ΕΚ και 2009/28/ΕΚ).

– Οι ΑΠΕ είναι ένας ζωτικός τομέας της εθνικής μας οικονομίας αντιπροσωπεύοντας άνω του 10% του ΑΕΠ, ο οποίος πρέπει να στηριχθεί λαμβάνοντας επίσης υπόψη τα περιβαλλοντικά οφέλη, το γεγονός ότι η χώρα μας είναι ιδιαίτερα πλούσια σε ανανεώσιμες πηγές καθώς και το στόχο 20-20-20 που έχει τεθεί από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και την Ελληνική κείμενη νομοθεσία».

«Άρα ας ρίξουμε μια ματιά στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας για να δούμε γιατί δεν έρχονται οι επενδυτές και η ανάπτυξη και γιατί δεν πέφτει το κόστος του ρεύματος στη βιομηχανία και στα νοικοκυριά. Οι ΑΠΕ είναι ο μόνος τομέας που μπορεί να φέρει νέες και μεγάλες επενδύσεις, οι οποίες μάλιστα στο τέλος της ημέρας θα μειώσουν και το κόστος του ρεύματος», κατέληξε ο κ. Κωνσταντινίδης.