Είναι πολύ πιθανό να ακούσατε πρόσφατα ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις αναδύονται από την κρίση δυναμικά, ότι έχουν ξεπληρώσει τα χρέη τους, έχουν εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους και ότι στέκονται πάνω σε ογκώδη αποθέματα ρευστού τα οποία είναι έτοιμες να επενδύσουν στην οικονομία.

Είναι φράσεις που παπαγαλίζουν πολλά ειδησεογραφικά πρακτορεία και εφημερίδες και αναμασούν τα στελέχη της Fed και πράγματι, ακούγονται υπέροχες και γεμάτες αισιοδοξία για τους επενδυτές και την οικονομία των ΗΠΑ. Έχουν όμως ένα πρόβλημα: είναι ψέματα.

Οι αμερικανικές εταιρίες ΔΕΝ βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση. Τα στοιχεία της Federal Reserve δείχνουν ότι τα χρέη τους αυξάνονται, δεν μειώνονται. Με βάση κάποιους συντελεστές μάλιστα, έχουν τα περισσότερα χρέη από την εποχή του Μεγάλου Κραχ.

Ένα μεγάλο ψέμα είναι ότι οι εταιρίες έχουν «μεγέθη ρεκόρ σε ρευστό». Πράγματι, αν αφαιρέσουμε τις υποχρεώσεις, τα πράγματα είναι μια χαρά. Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία της ίδιας κεντρικής τράπεζες, οι εταιρίες εκτός τραπεζών δανείστηκαν επιπλέον 289 δισ. δολάρια στο πρώτο τρίμηνο, με αποτέλεσμα τα συνολικά χρέη τους στο εσωτερικό της χώρας να ανέρχονται στο υψηλότερο επίπεδο της ιστορίας, στα 7,2 δισ. δολάρια. Το μέγεθος αυτό είναι δραματικά υψηλότερο από τα 1,1 τρισ. στο πρώτο τρίμηνο 2007 και υπερδιπλάσιο από τα επίπεδα της περασμένης δεκαετίας.

Οι αποπληρωμές χρεών που έγιναν κατά την διάρκεια της κρίσης, ήταν ελάχιστες και σύντομες: πολύ μικρά ποσά, σε σύνολο 100 δισ. δολ. στο δεύτερο και τέταρτο τρίμηνο του 2009. Και να μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τα χρέη εκτός των τραπεζών –δηλαδή έναν ευρύ τομέα που υποτίθεται ότι βρίσκεται σε συγκριτικά καλύτερη κατάσταση. Οι τράπεζες πάλι, όλοι γνωρίζουν ότι έχουν γίνει οι «νεκροζώντανοι» του συστήματος.

Τα μεγέθη της κεντρικής τράπεζας και του υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ, αποκαλύπτουν ότι τα ακαθάριστα εγχώρια χρέη των επιχειρήσεων εκτός τραπεζών αναλογούν σήμερα στο 50% του ΑΕΠ. Πρόκειται για μεταπολεμικό ρεκόρ. Μάλιστα, το 1945, το μέγεθος ήταν μόλις 20% ενώ στους «φούσκες» στα τέλη του 80 και το 2005-06, δεν ξεπέρασε το 45%.

Ο αναλυτής Andrew Smithers αναφέρει ότι ενώ τα επίπεδα χρεών «σε γενικές γραμμές αναγνωρίζονται όσον αφορά τα νοικοκυριά, όμως όσον αφορά τις επιχειρήσεις παραγνωρίζονται.
Κι αυτό γίνεται σχετικά εύκολα, κοιτάζοντας τα ρευστά ενεργητικά και αγνοώντας τις υποχρεώσεις.» Σύμφωνα με την ανάλυση του κ. Smithers, η καθαρή μόχλευση ανάγεται στο σχεδόν 50% της καθαρής αξίας της επιχείρησης, που είναι σύγχρονο ρεκόρ.

Ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις βρίσκονται σε χειρότερη οικονομική θέση απ’όσο μας ενημερώνουν επισήμως, είναι οπωσδήποτε αρνητική εξέλιξη για όσους σκέφτονται να επενδύσουν σε μετοχές ή ομόλογα των ΗΠΑ, γιατί η μόχλευση καθιστά τις επενδύσεις πιο ριψοκίνδυνες. Και είναι οπωσδήποτε αρνητική εξέλιξη για την απασχόληση και την οικονομία.

Γιατί όμως αυτή η εμμονή με τους υγιείς ισολογισμούς; Για τους ίδιους λόγους που ακούμε άλλα ψέματα, άλλους μύθους και άλλες μισές αλήθειες: είναι πάρα πολύ όσοι έχουν συμφέρον στην στρέβλωση και πολύ λίγοι όσοι έχουν συμφέρον στην αλήθεια.

Οι δημοσιογράφοι, για παράδειγμα, που ψάχνουν την ασφάλεια στους αριθμούς και πορεύονται με την ψυχολογία της μάζας. Όταν ένα ψέμα επαναλαμβάνεται, οι άλλοι απλά το θεωρούν ορθό και το επαναλαμβάνουν.

Για την Wall Street, αυτό το παραμύθι του υγιούς προϋπολογισμού είναι ζωτικής σημασίας, αφού βοηθά να πωλούνται μετοχές και ομόλογα. Παραθέτοντας στους πελάτες την στυγνή αλήθεια, δεν βγαίνουν τα bonus.

Και υπάρχει και η πολιτική αναγκαιότητα. Η «δεξιά» έχει συμφέρον να ισχυρίζεται ότι ο «άγιος» ιδιωτικός κλάδος είναι υγιής ενώ ο δαίμονας Μπάρακ Ομπάμα προσπαθεί να αποτρέψει τις επενδύσεις. Και η «αριστερά» έχει να λέει ότι οι επιχειρήσεις είναι τόσο άπληστες που φορτώνουν ρευστό, αντί να κάνουν προσλήψεις.

Όπως πάντα, η αλήθεια είναι πρόβλημα κάποιου άλλου και κανενός ευθύνη.

Όσον αφορά την ίδια την οικονομία, υποθέτουμε ότι οι πολίτες είναι τόσο παστωμένοι στα αναλγητικά και τα αντικαταθλιπτικά, που δεν παίρνουν χαμπάρι. Γιατί αν συνειδητοποιούσαν τι συμβαίνει, θα υπήρχε πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα.

*Ο Brett Arends είναι οικονομικός αρθρογράφος που έχει διακριθεί σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια Cambridge και Oxford κι έχει εργαστεί ως αναλυτής στην McKinsey & Co. Το τελευταίο βιβλίο του «Storm Proof Your Money», δημοσιεύθηκε πολύ πρόσφατα από τον οίκο John Wiley & Co.