Την ιδιαίτερη προτίμηση των ελληνικών νοικοκυριών προς την αποταμίευση σε καταθέσεις και μετρητά αναδεικνύει νέα μελέτη της UBS Global Wealth Management, η οποία καταγράφει ότι η Ελλάδα διατηρεί το υψηλότερο ποσοστό ρευστών διαθεσίμων ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης. Η επιλογή αυτή, όπως σημειώνουν αναλυτές, αντικατοπτρίζει τόσο την κουλτούρα αποταμίευσης που διαμορφώθηκε στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, όσο και την περιορισμένη εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις επενδυτικές αγορές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της UBS, ο συνολικός χρηματοοικονομικός πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών ανέρχεται σε περίπου 329 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 174 δισ. ευρώ βρίσκονται σε καταθέσεις και μετρητά. Το ποσοστό αυτό –περίπου 53% του συνόλου– είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, ξεπερνώντας σημαντικά τον μέσο όρο του 32%.
Η UBS επισημαίνει ότι η υψηλή προτίμηση των Ελλήνων για ρευστά διαθέσιμα συνδέεται με τις εμπειρίες της τελευταίας δεκαπενταετίας: την κρίση χρέους, τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) και τις διακυμάνσεις στο τραπεζικό σύστημα. Οι παράγοντες αυτοί φαίνεται ότι ενίσχυσαν μια πιο «αμυντική» στάση απέναντι στις επενδύσεις, οδηγώντας τα νοικοκυριά να προτιμούν την ασφάλεια της καταθετικής αποταμίευσης έναντι της αναζήτησης αποδόσεων μέσω ρίσκου.

Όπως σημειώνουν οικονομικοί αναλυτές, η εικόνα αυτή υποδηλώνει χαμηλότερη ανεκτικότητα στον επενδυτικό κίνδυνο και περιορισμένη συμμετοχή στη χρηματοπιστωτική αγορά, κάτι που επηρεάζει τόσο τη δυναμική της κεφαλαιαγοράς όσο και την ευρύτερη ανάπτυξη. Παρά τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα και τη βελτίωση των αποδόσεων των προϊόντων σταθερού εισοδήματος, η προτίμηση για καταθέσεις παραμένει ισχυρή.
Επενδύσεις και διαφοροποίηση πλούτου
Πέραν των καταθέσεων, περίπου 36% του χρηματοοικονομικού πλούτου των Ελλήνων βρίσκεται σε μετοχές και επενδυτικά κεφάλαια, ποσοστό που κινείται κοντά στα ευρωπαϊκά επίπεδα, αλλά εξακολουθεί να δείχνει περιορισμένη συμμετοχή σε πιο σύνθετες μορφές επένδυσης.
Ιδιαίτερα χαμηλό παραμένει το ποσοστό συμμετοχής σε ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προϊόντα, το οποίο ανέρχεται μόλις στο 6%. Το ποσοστό αυτό είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη, γεγονός που καταδεικνύει τη μικρή διείσδυση του θεσμικού αποταμιευτικού τομέα στην Ελλάδα και την εξάρτηση των νοικοκυριών από το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

Οι επιπτώσεις για την οικονομία
Η προτίμηση των νοικοκυριών για αποταμίευση σε ρευστά διαθέσιμα, αν και ενισχύει τη σταθερότητα των τραπεζικών καταθέσεων, περιορίζει τη διοχέτευση κεφαλαίων προς παραγωγικές επενδύσεις. Οι οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι η υψηλή συγκέντρωση πλούτου σε μη παραγωγικά μέσα συντηρεί ένα περιβάλλον χαμηλής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, περιορίζοντας τη δυνατότητα της οικονομίας να επιτύχει ταχύτερους ρυθμούς μεγέθυνσης.
Η σταδιακή ενίσχυση της χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης και η ανάπτυξη πιο προσιτών, διαφανών επενδυτικών προϊόντων εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διαφοροποίηση των επιλογών των νοικοκυριών και στη μεγαλύτερη αξιοποίηση των αποταμιεύσεων.
Επιπλέον, η επέκταση του δεύτερου και τρίτου πυλώνα ασφάλισης (επαγγελματική και ιδιωτική ασφάλιση) θεωρείται κρίσιμη για τη μετατόπιση ενός μέρους των αποταμιεύσεων προς μακροπρόθεσμες επενδύσεις, μειώνοντας σταδιακά την εξάρτηση από τις απλές τραπεζικές καταθέσεις.

Το συγκριτικό πλεονέκτημα και η πρόκληση της επόμενης μέρας
Η ισχυρή αποταμιευτική βάση των ελληνικών νοικοκυριών συνιστά, σύμφωνα με τους αναλυτές, πηγή σταθερότητας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και ευκαιρία για τη μετάβαση σε ένα πιο ισορροπημένο επενδυτικό πρότυπο. Το ζητούμενο είναι η ενεργοποίηση αυτών των κεφαλαίων προς κατευθύνσεις που θα στηρίξουν την παραγωγική οικονομία, χωρίς να διαταραχθεί το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.
Η μεταστροφή των αποταμιευτικών συνηθειών, ωστόσο, απαιτεί χρόνο, εμπιστοσύνη και ένα περιβάλλον σταθερής οικονομικής ανάπτυξης. Μέχρι τότε, οι Έλληνες φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να προτιμούν το σίγουρο «μαξιλάρι» των καταθέσεων έναντι των πιο αποδοτικών αλλά και πιο ριψοκίνδυνων επενδυτικών επιλογών.