Η ροή προς την έξοδο από την αγορά εργασίας εντείνεται το 2025, ασκώντας πολλαπλές πιέσεις στον μηχανισμό του e-ΕΦΚΑ και εγείροντας συζητήσεις για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της επόμενης τριετίας. Ειδικοί ασφαλιστικής πολιτικής εκτιμούν ότι, εάν διατηρηθεί ο σημερινός ρυθμός υποβολής αιτήσεων, το σύνολο των αιτήσεων θα υπερβεί τις 220.000 μέσα στη χρονιά — επίπεδο που θα σημάνει νέο ιστορικό ρεκόρ.
Τους τελευταίους μήνες ο μέσος μηνιαίος όγκος των αιτήσεων κυμαίνεται κοντά στις 17.500, ρυθμός που προδιαγράφει τουλάχιστον 200.000 αιτήσεις στο κλείσιμο του έτους και θέτει υπό αμφισβήτηση την ικανότητα των υπηρεσιών να διεκπεραιώσουν γρήγορα και ορθά τα αιτήματα. Μέχρι τα τέλη Ιουλίου οι νέες αιτήσεις είχαν ήδη αγγίξει τις 123.000, δημιουργώντας ασφυκτικό φόρτο εργασίας και ενδεχόμενες εκτροπές στα έξοδα για καταβολή συντάξεων.
Σύμφωνα με αναλύσεις ασφαλιστικών κύκλων, η σημαντικότερη αιτία της επιτάχυνσης είναι η αναμονή για πιθανή αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας που προβλέπεται να επανεξεταστεί από το 2027. Ο κίνδυνος μελλοντικής ανόδου των ορίων κινητοποιεί ασφαλισμένους που διαθέτουν τα τυπικά προσόντα να υποβάλουν νωρίτερα αίτηση συνταξιοδότησης, εξασφαλίζοντας τα σημερινά δικαιώματα. Επίσης, η ευρεία αξιοποίηση της δυνατότητας εξαγοράς πλασματικών ετών —κυρίως για τη συμπλήρωση 40 ετών ασφάλισης και τη συνταξιοδότηση σε ηλικία 62 ετών— φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο: περίπου το 50% των ασφαλισμένων που αποχωρούν αξιοποιούν αυτή την επιλογή.
Ταυτόχρονα, η νομοθετική πρόνοια που επιτρέπει επανεξέταση των ορίων ηλικίας κάθε τρία χρόνια, με γνώμονα το προσδόκιμο ζωής, λειτουργεί ως πρόσθετος εστιαστής προωθητικής συμπεριφοράς. Η σχετική ανάλυση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, που θα ληφθεί υπόψη στο τέλος του 2026, αναμένεται να καταγράψει αύξηση του προσδόκιμου ζωής και να θέσει στο τραπέζι το ενδεχόμενο ανόδου των ορίων ηλικίας —μια προοπτική που ενθαρρύνει όσους πλησιάζουν τα όρια να προχωρήσουν σε αποχώρηση.
Ιστορικό πλαίσιο και αριθμοί
Η τελευταία πενταετία σημείωσε μαζικές αποχωρήσεις: συνολικά έχουν υποβληθεί περίπου 990.357 αιτήσεις συνταξιοδότησης.
Συγκεκριμένα:
- 2020: 175.705 αιτήσεις
- 2021: 212.151 αιτήσεις (ιστορικό ρεκόρ)
- 2022: 211.133 αιτήσεις
- 2023: 190.368 αιτήσεις
- 2024: περίπου 201.000 αιτήσεις
Η σύγκριση δείχνει ότι οι ροές παραμένουν υψηλές και το 2025 είναι πιθανό να κινηθεί σε παρόμοια ή και υψηλότερα επίπεδα, εξαρτώμενο βεβαίως από τυχόν νομοθετικές εξελίξεις και από την ταχύτητα διεκπεραίωσης των φακέλων από τον e-ΕΦΚΑ.
Επιπτώσεις για τον e-ΕΦΚΑ και τα δημοσιονομικά

Η αύξηση των αιτήσεων έχει άμεσες συνέπειες: οι οργανωτικές ανάγκες για επεξεργασία φακέλων, η διαχείριση εκκρεμοτήτων και οι επιπλέον δαπάνες για την καταβολή συντάξεων αυξάνονται. Αυτό σημαίνει ενδεχόμενη υπέρβαση προϋπολογισμών και ανάγκη για αναπροσαρμογή πόρων ή προσωρινή ενίσχυση του προσωπικού και των ψηφιακών εργαλείων του φορέα. Παράλληλα, μεγαλύτερος αριθμός συνταξιούχων μεταφράζεται βραχυπρόθεσμα σε αυξημένες υποχρεώσεις για τις ασφαλιστικές δαπάνες, ενώ σε μακροπρόθεσμη βάση θα απαιτηθούν πολιτικές που θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του συστήματος.
Προβλέψεις και πολιτικές επιλογές
Εάν η μελέτη της Αναλογιστικής Αρχής συνηγορήσει υπέρ αύξησης των ορίων ηλικίας (π.χ. κατά περίπου 1,5 έτος έως το 2030 όπως προδιαγράφεται σε πρόσφατες εκτιμήσεις), οι μελλοντικές ροές μπορεί να περιοριστούν —αλλά αυτή η ρύθμιση θα έχει πολιτικό και κοινωνικό κόστος. Ως εκ τούτου, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής βρίσκονται αντιμέτωποι με διπλή επιλογή: είτε να προωθήσουν μέτρα που θα καθιστούν τη σύνταξη πιο μακροπρόθεσμα βιώσιμη (ανεβάζοντας σταδιακά τα όρια), είτε να ενισχύσουν τη χρηματοδοτική υποστήριξη του συστήματος μέσω υγιών πηγών εισροής πόρων.
Συμπέρασμα
Η ώθηση των αιτήσεων συνταξιοδότησης το 2025 αποτελεί ουσιαστική δοκιμασία για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης: από τη μία πλευρά, αντανακλά την ανασφάλεια πολλών ασφαλισμένων απέναντι σε πιθανά μελλοντικά μέτρα· από την άλλη, απαιτεί γρήγορη και στοχευμένη διαχείριση από τον e-ΕΦΚΑ και τον δημόσιο προϋπολογισμό. Η επόμενη τριετία αναμένεται κρίσιμη: είτε θα επιβεβαιώσει την ανάγκη δομικών αλλαγών στο καθεστώς συνταξιοδότησης είτε θα οδηγήσει σε μέτρα στήριξης για τη διατήρηση της λειτουργικότητας του συστήματος.