Απέναντι σε ένα εκτεταμένο κύμα φοροδιαφυγής και ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος βρέθηκαν οι αρμόδιες αρχές το 2024, με το συνολικό ύψος των βεβαιωμένων οφειλών να ανέρχεται τελικά στα 2,4 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ποσά που αφορούν φορολογούμενους και επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε παράνομες δραστηριότητες, όπως η αποφυγή πληρωμής φόρων και η νόθευση των οικονομικών συναλλαγών. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα τελευταία επεξεργασμένα στοιχεία, από τις αρχές του 2024 μέχρι το τέλος του περασμένου έτους, οι φορολογικές αρχές εντόπισαν 1.286 υποθέσεις που χρειάζονται έλεγχο για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα χρημάτων. Από αυτές, οι 376 αφορούν άμεση φοροδιαφυγή και για τις οποίες διερευνάται και το ενδεχόμενο ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος. Οι υπόλοιπες 910 υποθέσεις αφορούν χρέη προς το Δημόσιο που ξεπερνούν τις 50.000 ευρώ και απαιτούν περαιτέρω έλεγχο.
Το ποσό της φοροδιαφυγής στις συγκεκριμένες υποθέσεις ανέρχεται σε 1,17 δισ. ευρώ, ενώ τα χρέη προς το Δημόσιο, που έχουν καταγραφεί από τις ελεγκτικές αρχές, φτάνουν το 1,2 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλος αριθμός φορολογουμένων και επιχειρήσεων δεν εκπληρώνει τις φορολογικές του υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα τη μεγάλη ζημιά στα δημόσια έσοδα.
Πρόστιμα και ποινικές διώξεις για όσους παρανομούν
Αυτά τα ποσά και οι υποθέσεις δεν περνούν απαρατήρητα από τις Αρχές. Ήδη, φορολογούμενοι και επιχειρήσεις που εντοπίστηκαν να παρανομούν, βρίσκονται αντιμέτωποι με βαριά πρόστιμα και, σε πολλές περιπτώσεις, με ποινικές διώξεις. Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (ΑΚΝΕΕΔ) και η ΑΑΔΕ (Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων) συνεργάζονται για να ελέγξουν αυτές τις υποθέσεις και να επιβάλουν τις απαραίτητες ποινές. Ο στόχος είναι ξεκάθαρος: να σταματήσει η παραοικονομία και να προστατευτούν οι συνεπείς φορολογούμενοι. Οι Αρχές εστιάζουν στην ενίσχυση των ελέγχων για να εντοπίσουν όσους παρανομούν και να διασφαλίσουν ότι τα έσοδα του Δημοσίου προστατεύονται.
Πώς γίνονται οι έλεγχοι και ποιοι ελέγχονται
Οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται από τις φορολογικές Αρχές επικεντρώνονται τόσο στη φοροδιαφυγή όσο και στο ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος. Στο διάστημα από Ιανουάριο μέχρι Δεκέμβριο 2024, η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες απέστειλε 355 υποθέσεις για ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος στις φορολογικές αρχές. Αυτές οι υποθέσεις αφορούν άτομα ή επιχειρήσεις που προσπαθούν να καλύψουν παράνομα εισοδήματα ή κέρδη, και συνήθως συνδέονται με φοροδιαφυγή. Το συνολικό ποσό που ανακαλύφθηκε σε αυτές τις υποθέσεις αγγίζει τα 98,3 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο θα ελεγχθεί για να διαπιστωθεί εάν προκύπτουν οφειλές προς το Δημόσιο. Αυτή η διαδικασία είναι σημαντική, καθώς συνδυάζει τον έλεγχο για «ξέπλυμα» χρημάτων και για φορολογικές παραβάσεις, με σκοπό τη διασφάλιση της φορολογικής δικαιοσύνης.
Νέες νομοθετικές αλλαγές και διαδικασίες
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές στη νομοθεσία προκειμένου να ενισχυθούν οι προσπάθειες για την καταπολέμηση της παραοικονομίας. Ο νόμος 4816/2021, που τροποποίησε τον προηγούμενο νόμο για το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος (4557/2018), επέφερε αξιοσημείωτες τροποποιήσεις στις διαδικασίες δίωξης και επιβολής ποινών. Με τις νέες διατάξεις, τα αδικήματα που αφορούν φορολογική αποφυγή, όπως η αποφυγή πληρωμής φόρων εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ και ΦΠΑ, εντάσσονται πλέον στην κατηγορία των «βασικών αδικημάτων» που επιφέρουν ποινικές κυρώσεις. Η νέα νομοθεσία έχει επίσης αναμορφώσει τη διαδικασία δέσμευσης και κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων των παραβατών. Οι Αρχές μπορούν τώρα να κατάσχουν ακίνητα ή άλλες περιουσίες από άτομα ή εταιρείες που εμπλέκονται σε παράνομες δραστηριότητες. Επιπλέον, για τις περιπτώσεις αυτές δεν ισχύουν οι διατάξεις περί απορρήτου, όπως τραπεζικό και φορολογικό απόρρητο, κάτι που διευκολύνει τις έρευνες.
Όπως διατείνεται σε όλους τους τόνους, η κυβέρνηση και οι αρμόδιες αρχές συνεχίζουν να εντείνουν τους ελέγχους και τις προσπάθειες για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και του «ξεπλύματος» χρημάτων. Οι αλλαγές στη νομοθεσία, η στενότερη συνεργασία μεταξύ των ελεγκτικών υπηρεσιών και η αυστηρότερη επιβολή ποινών δείχνουν τη δέσμευση του κράτους να πατάξει τις παράνομες δραστηριότητες που πλήττουν τα δημόσια έσοδα. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων εξαρτάται από τη συνεχιζόμενη εφαρμογή των ελέγχων και τη συνεργασία των διαφόρων κρατικών φορέων. Με την ενίσχυση των ελέγχων και την αυστηροποίηση των ποινών, η κυβέρνηση στοχεύει ακριβώς σε αυτό, στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την αποτροπή της ανάπτυξης της παραοικονομίας στη χώρα, προστατεύοντας ταυτόχρονα τους φορολογούμενους που τηρούν τους κανόνες.