Η Kiki de Montparnasse και η Colette, οι δύο εμβληματικές περσόνες των Παρισινών «Αnnées Folles» (Τρελών Χρόνων) της δεκαετίας του 1920, μαζί με τη μυστηριώδη φιγούρα του Χρόνου, συναντιούνται στη χοροθεατρική παράσταση-τριλογία με τίτλο «Kiki et Colette / The Age of Time».

Οι δύο γυναίκες, που άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους τόσο ως καλλιτέχνιδες όσο και ως πρωτοποριακές προσωπικότητες, έναν αιώνα μετά, αποτέλεσαν έμπνευση για τις ερμηνεύτριες Αλίκη Γερμανού και Νικολέτα Ξεναρίου για να δημιουργήσουν την χοροθεατρική παράσταση-τριλογία «Kiki et Colette / The Age of Time». Βασικός άξονάς τους αποτελεί η έννοια του αέναου κύκλου του Χρόνου ως κρίκου διασύνδεσης με το παρελθόν που επανέρχεται στο Τώρα ως νέα εκδοχή.

Λίγο πριν την πρεμιέρα, η Αλίκη Γερμανού και η Νικολέτα Ξεναρίου μίλησαν στο Newsbeast για την παράσταση που θα ανέβει στο θέατρο ΡΟΕΣ, στις 24 και 25 Οκτωβρίου.

– Πώς προέκυψε η ιδέα αυτής της παράστασης;

Α.Γ.: Με τη Νικολέτα θελήσαμε να ερευνήσουμε τη σχέση ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη μέσα από τα σώματα δύο γυναικών που υπήρξαν σύμβολα ελευθερίας, πρωτοπορίας και αυθεντικότητας. Η Kiki και η Colette υπήρξαν δύο εκφράσεις της ίδιας ανάγκης: της ελευθερίας μέσα από τη δημιουργία.

Ν.Ξ.: Όταν εγκαταστάθηκε η Αλίκη στην Αίγινα γνωριστήκαμε ανταλλάσσοντας μαθήματα κι έτσι γεννήθηκε η ανάγκη για καλλιτεχνική σύμπραξη. Το ένα έφερε το άλλο και μπήκαμε σ’ αυτήν την περιπέτεια που από το 2023 μας «μεγαλώνει».

– Γιατί επιλέξατε τις Kiki de Montparnasse και Colette; Τι είναι αυτό που σας εμπνέει σε αυτές τις δύο εμβληματικές περσόνες;

Ν.Ξ.: Η δεκαετία του ’20 στο Παρίσι με γοητεύει έτσι κι αλλιώς. Έκρηξη των πρωτοποριακών ιδεών, της Τέχνης, με το Μεγάλο πόλεμο και τις απώλειες του να έχουν παρέλθει. Οι συγκεκριμένες προσωπικότητες αποτέλεσαν αφορμή για μας, έναυσμα. Μπήκαμε στις ζωές και το έργο τους αντικατοπτρίζοντας τις δικές μας ζωές. Σε μια αναδρομή στο δικό μας παρελθόν. Δεν υπάρχουν στοιχεία για το αν συναντήθηκαν ποτέ. Με τη δική μας συνάντηση τις φέραμε μαζί.

Α.Γ.: Η Kiki υπήρξε για μένα σύμβολο της αφοπλιστικής αλήθειας του σώματος. Δεν προσποιήθηκε ποτέ κάτι άλλο πέρα από αυτό που ήταν. Ζούσε τη ζωή της σαν έργο τέχνης. Η Colette, από την άλλη, εκφράζει τη δύναμη του λόγου και της συνείδησης, τη γυναίκα που γράφει τη δική της ιστορία. Ανάμεσά τους υπάρχει μια πολύτιμη συνενοχή· κάτι ανείπωτο που μοιράζονται μέσα από πόνο, χαρά, χιούμορ, απόσταση και σύγκρουση, και τελικά, αποδοχή.

– Και γιατί επιλέξατε το Butoh ως μορφή έκφρασης για το συγκεκριμένο έργο;

Α.Γ.: Από τα πρώτα μου βιώματα με τους δασκάλους μου ένιωσα ότι το Butoh δεν είναι τεχνική, είναι τρόπος ύπαρξης – μια πειθαρχία που ανοίγει τον εσωτερικό χώρο και επιτρέπει στο άρρητο να κινηθεί. Δεν προσπαθεί να «εκφράσει» κάτι, αλλά να αποκαλύψει αυτό που ήδη υπάρχει, θαμμένο στο σώμα, στη μνήμη, στην ύλη. Στο συγκεκριμένο έργο, το Butoh λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο ορατό και στο αόρατο· μια διαδικασία μεταμόρφωσης που επιτρέπει στο εσωτερικό βίωμα να γίνει «ποιητική» κίνηση.

Ν.Ξ.: Πριν γνωρίσω την Αλίκη είχα μικρή εμπειρία στο Butoh. Πάντα με γοήτευε και έβρισκα στενή συγγένεια με τον τρόπο που δουλεύω ,ως προς το έντονο στοιχείο της μεταμόρφωσης και της εσωτερικότητας. Δεν επιλέξαμε το Butoh, αλλά μέρα τη μέρα οδηγηθήκαμε σ’ αυτήν την ποιητική χορογραφική γλώσσα παίζοντας με την έννοια του χρόνου και την ψευδαίσθηση που προσδίδει η φαινομενική βραδύτητα και η παράλληλη εσωτερική εγρήγορση.

– Υπάρχει κάτι που να σας δυσκόλεψε;

Ν.Ξ.: Η αναμέτρηση με αυτά τα ζητήματα, Χρόνος, Αιωνιότητα, Θνητότητα, δεν μπορεί να είναι εύκολη. Ωστόσο η συνεργασία μας ρέει ομαλά και εξελισσόμαστε μέσα από αυτήν.

Α.Γ.: Η μεγαλύτερη δυσκολία για εμάς ήταν να αφήσουμε πίσω την εικόνα των δύο εμβληματικών γυναικών όπως τις γνωρίζουμε και να συναντήσουμε την ανθρώπινη, εύθραυστη πλευρά τους. Να αγγίξουμε τη σιωπή πίσω από τη λάμψη. Αυτό απαιτεί εμπιστοσύνη, ευαισθησία και εσωτερική ακρίβεια – στοιχεία που το Butoh αποκαλύπτει με τον δικό του, βαθύ τρόπο.

– Πώς ενσωματώνονται τα εργαλεία των Viewpoints στην παράσταση;

Ν.Ξ.: Ενώ οι φόρμες προκύπτουν μέσα από θέματα του Butoh, η χρήση του χώρου, της ταχύτητας και της διάρκειας καθορίζουν την δραματουργία κι έτσι προκύπτει η ιδιαίτερη αφήγηση.

Α.Γ.: Τα Viewpoints μάς βοηθούν να συνθέσουμε τη σχέση ανάμεσα στα σώματα, στον χώρο και στον χρόνο. Ορίζουν τη ρυθμική και συνθετική δομή του έργου, ενώ το Butoh ανοίγει την εσωτερική του διάσταση. Μέσα από αυτά, εμείς οι δύο, η Kiki και η Colette, συναντιόμαστε, απομακρυνόμαστε, συνυπάρχουμε – σαν πνοές που μοιράζονται τον ίδιο αέρα.

– Η τριλογία χωρίζεται σε τρία μέρη: «Η Αυταπάτη», «Το Όνειρο», «Το Δώρο». Πώς συνδέονται αυτά μεταξύ τους;

Α.Γ. – Ν.Ξ.: Είναι μια εσωτερική διαδρομή που θα μπορούσε να ανήκει σε κάθε άνθρωπο. Η Αυταπάτη είναι η λάμψη, η επιφάνεια – το βλέμμα των άλλων πάνω σου. Το Όνειρο είναι η στιγμή που ο κόσμος διαλύεται και μένει μόνο το βίωμα. Και το Δώρο είναι η συμφιλίωση – η αποδοχή του εφήμερου. Μια διαδικασία λύτρωσης, σαν να επιστρέφεις σπίτι μετά από πολλές ζωές.

– Πώς παρουσιάζονται η Kiki και η Colette στην παράστασή σας;

Α.Γ. – Ν.Ξ.: Η Kiki είναι σώμα, ένστικτο, παρουσία. Η Colette είναι ο νους, ο στοχασμός, η λέξη. Μέσα στη σκηνή, δεν ανταγωνίζονται· αναπνέουν η μία μέσα στην άλλη. Η σχέση τους είναι σχεδόν μεταφυσική – δύο δυνάμεις που ψάχνουν να συναντηθούν μέσα στον χρόνο και να αναγνωριστούν.

– Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζετε στη διάρκεια μιας τέτοιας παράστασης;

Α.Γ.: Το να παραμείνουμε αληθινές μέσα στην κάθε στιγμή. Το Butoh απαιτεί απόλυτη παρουσία — δεν επιτρέπει τίποτα ψεύτικο. Αν κάτι μέσα μας δεν είναι ειλικρινές, το κοινό το νιώθει αμέσως. Κάθε φορά που βγαίνουμε στη σκηνή, είναι σαν να ξεκινά μια νέα ζωή.

Ν.Ξ.: Ως ερμηνεύτρια καλούμαι να βουτήξω στα βαθιά, να συνδιαλλαγώ με το παρελθόν και να σταθώ στη σκηνή στο εδώ και τώρα, με το σώμα ως δοχείο εμπειριών, ανοιχτή και απόλυτα παρούσα.

– Τι σημαίνει για εσάς ο Χρόνος; Σας τρομάζει;

Α.Γ. – Ν.Ξ.: Ποιος δεν φοβάται τον Χρόνο, τη φθορά, το τετελεσμένο της ύπαρξης; Είναι ανθρώπινο. Ο ρεαλιστικός χρόνος είναι ζωή, ιστορία, ένας άξονας γεγονότων χωρίς τέλος ή αρχή. Γεννιόμαστε μέσα του και κάποια στιγμή βγαίνουμε εκτός του, ενώ εκείνος συνεχίζει να υπάρχει. Κι όμως, την ίδια στιγμή, όλοι μας γοητευόμαστε από το παλιό, το vintage, από καθετί που κουβαλάει ιστορία και μνήμη. Εκεί, ανάμεσα στον φόβο και στη γοητεία, υπάρχει ένας κοινός τόπος. Στο Butoh προσπαθούμε να σταθούμε σ’ αυτόν τον τόπο· εκεί όπου ο Χρόνος γίνεται όχι εχθρός, αλλά συνοδοιπόρος — και μέσα από αυτή τη συμφιλίωση να τον μοιραστούμε με όσους παρακολουθούν.

– Η Τέχνη για εσάς είναι τρόπος ζωής;

Α.Γ.: Αναμφίβολα. Δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στην τέχνη και στην καθημερινότητα. Το σώμα είναι πάντα ο τόπος της αναζήτησης. Η τέχνη είναι το μέσο με το οποίο μπορούμε να υπάρχουμε με επίγνωση και ευαισθησία μέσα στον κόσμο.

Ν.Ξ.: Η Τέχνη είναι το μέσο για να επανασυνδεθούμε με το θείο, το απόλυτο όλον.
Προχωρώ σ αυτό το μονοπάτι παρατηρώντας, παρατηρώντας, παρατηρώντας

– Σε ποιους απευθύνεται η παράστασή σας και τι θα θέλατε να πάρει μαζί του ο θεατής φεύγοντας;

Ν.Ξ.: Απευθύνεται σε όσους δεν διστάζουν να αφεθούν σε μία άλλη χρονικότητα από αυτήν που ορίζει ο ρυθμός της καθημερινότητας. Θα ήθελα να φύγει συμφιλιωμένος με την σκοτεινή του πλευρά, ευδαίμων.

Α.Γ.: Η παράσταση απευθύνεται σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα που έχει μέσα του περιέργεια, συγκίνηση ή ανάγκη για σιωπή. Δεν χρειάζεται να γνωρίζει το Butoh ή την ιστορία της Kiki και της Colette· αρκεί να είναι πρόθυμο να αφήσει τον εαυτό του να νιώσει. Είναι μια παράσταση που ζητά να βιωθεί. Αν φεύγοντας κάποιος έχει αγγίξει για λίγο τη δική του σιωπή ή έχει αισθανθεί πιο κοντά στον εαυτό του, τότε εμείς – η Kiki, η Colette, εγώ και η Νικολέτα – έχουμε ήδη επικοινωνήσει βαθιά.

Λίγα λόγια για την παράσταση

Στο πρώτο μέρος με τίτλο «Η Αυταπάτη», η Kiki και η Colette συναντιούνται για πρώτη φορά σε ένα σπίτι–πάλκο παρέα με προγόνους, φαντάσματα και αλήθειες. Παρελθόν, παρόν και μέλλον συμπυκνώνονται σε μια στιγμή. Η στιγμή διαστέλλεται και πλημμυρίζει τον χώρο δημιουργώντας μια παράδοξη αφήγηση. Στο δεύτερο μέρος με τίτλο «Το Όνειρο», παρασύρονται αυτοβούλως σε ένα κοινό υποσυνείδητο, ενώ στο τρίτο και τελευταίο μέρος με τίτλο «Το Δώρο», θα συντονίζονται απόλυτα σε ένα ρηξικέλευθο δράμα σε παρόντα χρόνο.

O Χρόνος (Χρήστος Καρνάκης), ως μία μυστηριώδης φιγούρα, διατρέχει ολόκληρη την τριλογία καθώς μετασχηματίζεται από οικοδεσπότης–ταξιθέτης του πρώτου μέρους, σε διαρρήκτη-ιχθύ-δωροθέτη στο δεύτερο μέρος, για να φτάσει στην αυστηρή, υψηλού κύρους θεϊκή οντότητα στο τρίτο μέρος.
Οι δύο περσόνες, έρμαια του αμείλικτου Χρόνου, αποκαλύπτουν στον παρόντα χρόνο κάθε πτυχή τους καταλήγοντας μόνες και απογυμνωμένες. Αποδέχονται τα φαινόμενα και την κοινή τους μοίρα βιώνοντας την σπειροειδή φύση του χρόνου και τελικά τη θνητότητα.

Στο έργο κυριαρχεί η χορογραφική γλώσσα του Butoh και χρησιμοποιούνται εργαλεία των Viewpoints. Πηγή έμπνευσης αποτελούν η αλχημιστική ψυχολογία, η φιλμογραφία του David Lynch, κείμενα του T.S Elliot, βιογραφικά στοιχεία των Kiki de Montparnasse και Colette, καθώς και προσωπικά βιώματα.
Στο σύνολό του το έργο αποτελεί ένα παραστατικό φαινόμενο που δε σταματά να αναζητά χορογραφικά νέες δομές και φόρμες καθώς και νέους τρόπους δραματουργικής αφήγησης.
Τα παιχνίδια με τον χρόνο και η ακραία σωματικότητα δημιουργούν την ψευδαίσθηση της διαστολής και συστολής κάθε στιγμής. Οι καταιγιστικές αλλαγές εικόνων πλάθουν μια σουρεαλιστική εικαστικότητα και η διάρκεια των σκηνών με τις συρραφές τους, δημιουργούν μια παράδοξη αφήγηση. Σκηνογραφία, ηχητικό τοπίο, φωτισμοί και video art, συντελούν καθοριστικά στην δραματουργική εξέλιξη.

Συντελεστές
Σύλληψη–Χορογραφία–Κοστούμια–Ερμηνεία: Αλίκη Γερμανού, Νικολέτα Ξεναρίου
Ερμηνεία: Χρήστος Καρνάκης
Σχεδιασμός Ήχου / Video Art / Φωτογραφίες: Άρης Μιχαλόπουλος

Παραστάσεις: Παρασκευή 24 & Σάββατο 25 Οκτωβρίου
Εισιτήρια: από 12
Προπώληση: more.com
ΘΕΑΤΡΟ ΡΟΕΣ: ΙΑΚΧΟΥ 16 ΓΚΑΖΙ