Μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε τη φετινή θεατρική σεζόν στο θέατρο Ακροπόλ το εμβληματικό έργο του Παύλου Μάτεσι, «Η Μητέρα του Σκύλου», που συγκαταλέγεται στα 1.001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να διαβάσει κανείς στη ζωή του, ξεκινάει την καλοκαιρινή της περιοδεία, σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη και μουσική-τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη.

Η Υρώ Μανέ ενσαρκώνει την ηρωίδα Ραραού, μια από τις πιο σπαρακτικές και ταυτόχρονα εξαιρετικά δυναμικές προσωπικότητες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Λίγο πριν ξεκινήσει η περιοδεία σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, ο σκηνοθέτης της παράστασης, Κώστας Γάκης, μίλησε στο Newsbeast.

– Μετά από μία πολύ πετυχημένη σεζόν στο Ακροπόλ, «Η Μητέρα του Σκύλου» βγαίνει σε καλοκαιρινή περιοδεία. Πώς είναι η περιοδεία ως αίσθηση για εσένα;

Είχα τη χαρά στη ζωή μου την επαγγελματική να γυρίσω πολύ και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και να ζήσω το κομμάτι αυτό: τα φορτώνουμε όλα σε ένα φορτηγό και φεύγουμε και ταξιδεύουμε από πόλη σε πόλη, είναι ό,τι πιο συγκινητικό μπορεί να συμβεί σε έναν θεατρίνο, με την έννοια ότι συναντάς κοινό που δεν έχεις τη δυνατότητα να επικοινωνήσεις μαζί του. Για εμένα, το κοινό της επαρχίας έχει και μία πιο ανόθευτη και καθαρή ματιά.

– Η περιοδεία έχει και μία σύνδεση με την παράσταση, καθώς η ηρωίδα η Ραραού συμμετέχει σε μπουλούκι που ταξιδεύει από πόλη σε πόλη.

Ναι, πράγματι. Τον χειμώνα στο Ακροπόλ είχαμε τη χαρά να ζούμε το ταξίδι όπως οι θεατρίνοι. Λέγαμε για παράδειγμα ότι τώρα η Ραραού είναι στη Λάρισα, αλλά δεν ήταν. Αυτή η τρέλα των θεατρίνων: όταν κάθονται τρεις έως έξι μήνες σε ένα μέρος, που δημιουργούν ένα καινούριο θεατρικό κέλυφος μέσα στο οποίο ονειρεύονται ότι ταξιδεύουν σε έναν άλλον χωροχρόνο, όλο αυτό είναι ούτως ή άλλως από μόνο του πολύ συγκινητικό. Αλλά τώρα, η θεματική της παράστασης, ένας ουσιαστικά περιοδεύων θίασος φαντασμάτων -μισοπραγματικός και μισοφανταστικός μέσα στο μυαλό της Ραραούς- ταξιδεύει σε όλη την Ελλάδα με ένα σωρό ευτράπελα και πολύ συγκινητικά μάς αφηγείται όλη την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Οπότε, νομίζω ότι σε κάθε τόπο που θα παίξουμε, θα βρεθούνε οι αναλογίες και θα γίνει ένας ωραίος διάλογος με το κοινό.

– Νομίζω ότι είναι επίσης γοητευτικό ότι σε κάθε περιοχή θα διαπιστώσετε και πώς αντιλαμβάνονται την Ελλάδα, πώς βιώνουν τις καταστάσεις, πώς βίωσαν διαφορετικά παλαιότερες καταστάσεις.

Έτσι, ακριβώς. Και το έργο μιλάει σε κάποιο σημείο για το φαινόμενο της αστυφιλίας, όπου οι άνθρωποι λόγω του Εμφυλίου, αλλά και λόγω οικονομικών παραγόντων αναγκάστηκαν να φύγουν από τις εστίες τους και να πάνε στα μεγάλα αστικά κέντρα. Και αυτό νομίζω θα συνομιλήσει πολύ ωραία με το κοινό. Κι έχει ενδιαφέρον το πώς έγραψαν οι διάφορες ιστορικές φάσεις, με πολύ διαφορετικό τρόπο στα μεγάλα αστικά κέντρα και στην επαρχία, δηλαδή ο Εμφύλιος αλλιώς ήταν στα χωριά και στις μικρές πόλεις και αλλιώς στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως και η Κατοχή. Ουσιαστικά, το πρώτο μέρος του έργου, το οποίο τοποθετείται κάπου στην Πελοπόννησο, μας περιγράφει την άγρια φτώχεια, τους δωσίλογους και μέσα σε αυτό πώς φυτρώνει η ελπίδα, η σχέση της Ραραούς με τους αντάρτες, με έναν αφελή και κωμικό τρόπο. Τα μεγάλα τραύματα της χώρας, στην παράσταση γλυκαίνουν μέσα από το αφελές -θα έλεγα- πρίσμα της Ραραούς.

– Ενώ δεν είναι ένα πολιτικοποιημένο πρόσωπο, έχει έναν πολιτικό λόγο, χωρίς να το επιδιώκει. Σωστά;

Θα έλεγα ότι η Ραραού εμπεριέχει όλη τη σύγχυση που ενσωματώνει κάθε πρόσωπο στη νεότερη Ελλάδα, με όλο αυτό τον χαμό που έγινε, ας πούμε, και με τον Εμφύλιο κι αργότερα στη Μεταπολίτευση, η κρίση ταυτότητας ουσιαστικά που έχει κάθε νεοέλληνας πολίτης. Και πράγματι η Ραραού είναι ένα τέτοιο πρόσωπο. Φυσικά, θα λέγαμε με πιο απλά λόγια ότι είναι η «τρελή του χωριού». Να ανοίξω εδώ μια παρένθεση πως σε κάποια σεμινάρια που κάνω, ένα από τα πρώτα πράγματα που λέω στους μαθητές που μπορεί να είναι διαφόρων ηλικιών, αφετηριών και προσλαμβανουσών, είναι ότι ένα από τα πρόσωπα που πρέπει να κοιτάξουν πρώτα στην κοινότητα, αν πρέπει να μιλήσουμε για τον θεατρίνο, είναι ο λεγόμενος «τρελός του χωριού». Αυτός τον οποίο κάποιο μεγάλο τραύμα τον οδήγησε στο να συμπεριφέρεται με έναν τρόπο που είναι πολύ σπαρακτικός, πολύ δηλωτικός για το τι είναι η κοινότητά μας. Και το αν τον αγκαλιάζει ή όχι η κοινότητά μας φανερώνει και την ποιότητά της. Έχω τη χαρά να είμαι από την Ικαρία και στα δικά μας τα μέρη η κοινότητα αγκάλιαζε πολύ αυτούς του ανθρώπους. Η Ραραού, λοιπόν, έχει τραυματιστεί άγρια, επειδή διαπόμπευσαν τη μητέρα της ως υποτιθέμενη δωσίλογη και το πώς της φέρεται η κοινότητα είναι πολλών αναγνώσεων και ο Μάτεσις έχει γράψει ένα έργο συγκλονιστικό. Και χωρίς να παίρνει θέση με άγριο τρόπο, κλείνει το μάτι -φυσικά- προς τη δημοκρατική πλευρά των πραγμάτων και πολύ μακριά από το μαύρο, αφήνει την ηρωίδα να λέει διάφορες μικτές ατάκες και με έναν θεοπάλαβο τρόπο.

– Και πιο ενωτικό. Γιατί στην Ελλάδα, εδώ που τα λέμε, διχαζόμαστε πολύ εύκολα ως λαός. Διχαζόμαστε στα πάντα: από ομάδες, κόμματα…

Από αρχαιότατων χρόνων. Νομίζω, πάντως, ότι αξίζει να έχει κάποιος μια ψύχραιμη σχέση με τα πράγματα, αλλά και πάλι βλέποντας το άδικο κάπως πρέπει να αντιδρά. Και νομίζω η τέχνη είναι ένα τέτοιο εργαλείο, να μιλάς για τα πράγματα.

– Δεν ξέρω αν συμφωνείς, αλλά και το κοινό δεν πρέπει να είναι σε θέση να θέλει να ακούσει και να δει;

Έτσι είναι. Και θα πρέπει, μέσα στη θεατρική αίθουσα ή στον ανοιχτό χώρο, να γεννάς ερωτήματα και να δημιουργείς συνθήκες γόνιμου διαλόγου, γιατί νομίζω ότι η πόλωση δεν μας πηγαίνει πουθενά. Πιστεύω ότι σε κάθε δόγμα, κόμμα, θρησκεία, υπάρχουν πολύ δημιουργικά μέλη, τα οποία μπορούν να συνομιλήσουν με τα αντίστοιχα μέλη του υποτιθέμενου αντίπαλου στρατοπέδου, με πολύ γόνιμο τρόπο και να συμβεί κάτι αξιόλογο κοινωνικά.

– Πρέπει να είσαι ο τρελός του χωριού για να πιστεύεις ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα του σήμερα.

Εγώ παραμένω αισιόδοξος, γιατί η συνάντηση με τους θεατές, αλλά και η δημιουργική συνεργασία με τους ηθοποιούς, οι οποίοι και αυτοί ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτικούς χώρους σίγουρα, μου βγάζει μία σύμπλευση των ιδεών με έναν γόνιμο διάλογο. Είμαι αισιόδοξος ότι οι μικρές αυτές κοινότητες μπορούν να βγάλουν μία άκρη.

– Στην παράσταση τη μουσική υπογράφει ο Σταμάτης Κραουνάκης. Δίνεις βάση στη μουσική στις παραστάσεις που ανεβάζεις; Επιδιώκεις να μιλάει στην ψυχή του θεατή;

Η Υρώ Μανέ και εγώ ξεκινήσαμε τις συζητήσεις πέντε μήνες πριν έρθουν οι ηθοποιοί στην πρόβα και σκεφτόμασταν όλο αυτό να μοιάζει με ένα τσίρκο, με ένα μπουλούκι το οποίο θα περιφέρεται σε όλη την Ελλάδα. Οπότε, απαραίτητα σκεφτόμασταν μουσικούς ή ηθοποιούς που και αυτοί παίζουν μουσική. Και όταν καταφέραμε να είναι ο Κραουνάκης μαζί μας, χοροπηδάγαμε, με την έννοια ότι είναι ο ιδανικός, ένα διονυσιακός τύπος, ο οποίος μπορεί πολύ καλά να καταλάβει και αυτό το ανοιχτόψυχο που έχει η μεσογειακή ομάδα θεατρίνων που «οργώνει» τις πόλεις και τα χωριά, αλλά και τα μηνύματα τα κρυμμένα, τα πολιτικά που έχει ο Μάτεσις, αλλά και τα ποιητικά και φιλοσοφικά και βαθιά ανθρώπινα. Ο Σταμάτης μάς έγραψε 20 τραγούδια και δεν ξέραμε τι να πρωτοβάλουμε. Έγραψε εκτός από τη μουσική και τους υπέροχους στίχους, όπως το «Μια μάνα Ελλάδα» που είναι σαν εθνικός ύμνος της παράστασης.

– Η συνεργασία σου με την Υρώ Μανέ πώς είναι;

Σε αυτήν εδώ την περιπέτειά μου τη θεατρική ως σκηνοθέτης, με την Υρώ Μανέ βρήκα μία πολύ ωραία συνεργασία γιατί ήμασταν στο τιμόνι σε όλες τις αποφάσεις που παίρναμε -κάναμε μαζί και τη διασκευή και την επιλογή των ηθοποιών- και στην πρόβα τα συζητούσαμε όλα. Και βρήκα ότι αυτή η λαϊκή ψυχή που έχει η Υρώ, για εμένα ήταν φτιαγμένη να παίξει αυτόν τον ρόλο, το ήθελε και εκείνη 20 χρόνια, εγώ άλλα 10, ήταν κάτι καταπληκτικές συμπτώσεις. Μου έμαθε πολλά πράγματα, ειδικά όταν ο ηθοποιός, ο οποίος είναι επικεφαλής ενός θιάσου, έχει τόσο βαθύ όραμα και αγαπάει τόσο πολύ τον ρόλο κι έχει τόσα χαρακτηριστικά του, γιατί και η Υρώ έχει τη δική της δημιουργική τρέλα.

– Το βιβλίο έχει γραφτεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και βλέπεις ότι 30 χρόνια μετά δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ούτε καν τα επίθετα των πολιτικών.

Ναι, πράγματι είναι πολύ επίκαιρο. Αυτά που περιγράφει με τη Μεταπολίτευση, η γιαγιά που έχει πεθάνει και διατηρούνται οι ψήφοι κανονικά, ο βουλευτής που κάνει όλα τα ρουσφέτια. Υπάρχει ένα πράγμα πολύ σάπιο από μέσα από την εικόνα, αλλά και πολύ κεφάτο, σαν να έχει μια αυτογνωσία της γελοιότητας του πράγματος και το έργο και η Ραραού η ίδια, ότι δηλαδή ξέρουμε πως είμαστε κάπως στον αφρό. Και αυτό από μόνο του λόγω του Παύλου Μάτεσι είναι πολύ βαθιά ως ματιά.

– Παρατήρησα ότι χρησιμοποιείς πολλές φορές τη λέξη «θεατρίνος». Ο θεατρίνος από τον ηθοποιό έχει διαφορά;

Στη συγκεκριμένη παράσταση ο όρος «θεατρίνος» είναι λίγο πιο κοντά στη ματιά του Μάτεσι. Με το «ηθοποιός» -και αν ακούσουμε και τη φωνή του Χορν… «ηθοποιός σημαίνει φως»- πάμε σε κάτι πιο μαλακό, πιο γλυκό, πιο στρογγυλό, πιο διανοητικό αν θέλεις. Το «θεατρίνος» περιγράφει λίγο πιο πολύ την έννοια αυτή της γελοιότητας και αυτο-γελοιότητας που προσπάθησα να περιγράψω πριν, αλλά και του άσκεφτου και ανεπιτήδευτου, ενός ανθρώπου που από τη σκηνή θέλει να συγκινήσει τον κόσμο, να τον κινήσει από το χιούμορ μέχρι τη συγκίνηση, θέλει να ενωθεί μαζί του. Είναι σαν τον τσαρλατάνο του πανηγυριού περισσότερο και όχι κάποιος άνθρωπος που πουλάει την κουλτούρα του και τη μυτούλα του που δεν θα τη χαμηλώσει για κανένα λόγο και για κανένα κοινό. Οπότε αυτός είναι ένας άλλος τρόπος που δέθηκα με την Υρώ, με τον Σταμάτη και με την Κατερίνα Γιαννάκου, η οποία συνυπογράφει τη διασκευή και φυσικά με όλο τον θίασο. Και να πω ότι είμαστε και ανανεωμένοι, στον θίασο είναι και ο Παναγιώτης Μπουγιούρης και η Τάνια Τρύπη.

– Πάντως, το καλοκαίρι αυτή η αίσθηση του ανοιχτού χώρου και να παρακολουθούμε μια θεατρική παράσταση, είναι ωραία. Σε γυρίζει και πίσω στα παιδικά σου χρόνια, ειδικά αν μεγάλωσες σε επαρχία και περίμενες να έρθει κάποιος θίασος από την Αθήνα για να πας να τον δεις από κοντά.

Ναι, ναι και ήταν κι ένα γεγονός της κοινότητας. Ήταν υπέροχο. Αν και υπάρχουν κάποια έργα που δεν ταιριάζουν και πολύ να παίζουν σε εξωτερικό χώρο, αλλά αυτό είναι ένα έργο που λες ότι πρέπει οπωσδήποτε να βγει έξω. Και η δική μου σκηνοθεσία εμπεριέχει πολύ περισσότερο και τους χώρους που κινούνται οι θεατές. Για παράδειγμα ο Σπύρος Μπιμπίλας, που κάνει τον πολικάντη Μανώλαρο, θα βγαίνει μέσα στον κόσμο και θα πολιτικολογεί. Και φυσικά το τραγούδι τα «Σκαμνάκια» του Σταμάτη Κραουνάκη, που θα βγαίνει μέσα στην πλατεία ο κάθε ηθοποιός με ένα σκαμνάκι και θα προσπαθεί κάτι να κάνει για να έλξει το βλέμμα. Εδώ, να υπενθυμίσω ότι τα μπουλούκια δεν είχαν σταθερούς χώρους, έπαιζαν σε κάτι κακορίζικα ερείπια, σε καφενεία που δεν ήταν κατάλληλα. Φυσικά, υπάρχουν στιγμές διανοητικές από τον Μάτεσι που έχουν κρατηθεί αυτούσιες, οπότε δεν είναι μόνο ένα πανηγύρι στον αφρό. Αλίμονο, δηλαδή, αν ήταν μόνο έτσι, δεν θα μπορούσαμε να «κουνήσουμε» το μυαλό μας και την ψυχή μας.

– Η παράσταση περνάει τα μηνύματα χωρίς να κουνάει το δάχτυλο και με διδακτικό τρόπο. Σωστά;

Ακριβώς και χωρίς να είναι πομπώδης και περισπούδαστη, ένα πράγμα το οποίο δεν με ενδιαφέρει καθόλου, να βγαίνω δηλαδή και να κάνω τον κάποιον ή τα πτυχία που έχω πάρει στη Φιλοσοφική, τη μυσική και το θέατρο, να πρέπει να τα ανακοινώνω. Πιστεύω πάρα πολύ ότι μία παράσταση είναι επιτυχημένη, αν καταφέρει να συγκινήσει συνολικά τη σύγχρονη ψυχή, ανεξαρτήτως ηλικίας, κοινωνικής τάξης και μόρφωσης. Γι’ αυτό και σε κάποια θεάματα που είναι πολύ δυσνόητα, ο κόσμος φεύγει από την αίθουσα αποξενωμένος, δεν έχει καταλάβει, δεν έχει συγκινηθεί. Έτσι, διώχνεις τον κόσμο από το θέατρο. Εμένα με ενδιαφέρει πολύ η κατανόηση και η κοινή συγκίνηση με τον θεατή.

– Να μην είναι είναι ελιτίστικο το θέατρο.

Να σου πω, σε ένα -τρία πέντε- σημεία βάλε και τον ελιτισμό σου μέσα στην παράσταση. Αλλά μην κάνεις μιάμιση ώρα παράσταση που δεν κατανοεί κανείς τίποτα, με κάτι παράξενα πράγματα, με κάτι μικρόφωνα που δεν ακούγονται, με κάτι τρέλες στη σκηνή. Αν θέλεις να βάλεις στοιχεία, όπως το μεταμοντέρνο, ο σουρεαλισμός, βάλ’ τα αλλά σε ποσόστωση μέσα στην παράσταση. Η Τέχνη μπορεί να έχει και την ιδιομορφία της και την τρέλα της και τη λόξα της, άντε και λίγο τον ελιτισμό της, αλλά όχι αυτή την επιτηδευμένη αποστασιοποίηση από το κοινό, το οποίο πάει σε αυτό το «η Tέχνη για την Tέχνη» που εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρει.

Λίγα λόγια για την παράσταση

Η Ραραού, με λόγο παραληρηματικό σχεδόν και αναπάντεχα χιουμοριστικό, μια ψυχή τραυματισμένη με ένα τραύμα που αδυνατεί να επουλώσει, αφηγείται την Οδύσσεια της ύπαρξής της, ακροβατώντας πάνω στη λεπτή γραμμή μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Μέσα από το πρίσμα της μοναδικής αυτής ηρωίδας, το κοινό παρακολουθεί τη δραματική, αλλά και γεμάτη ευτράπελα, ζωή της –από την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση– όπως περνά μέσα από το παραμορφωτικό της φίλτρο.

Η Ραραού, η θεατρίνα, θα ανέβει στο πάλκο της φαντασίας της, με την επιθυμία να λάμψει επιτέλους σαν πραγματική πρωταγωνίστρια, να ζήσει την προσωπική της καταξίωση και αναγέννηση. Η παράσταση ταξιδεύει τους θεατές σε ένα κόσμο γεμάτο από απρόσμενες, αλλά και εξαιρετικά ανθρώπινες στιγμές.

Στη «Μητέρα του Σκύλου», η Ραραού, μέσα από τον ιδιότυπο προσωπικό της λόγο, ζωντανεύει στιγμές από τη διαδρομή του βίου της. Γύρω της, ένας πολύχρωμος δυναμικός και αεικίνητος θίασος «φαντασμάτων» φέρνει με τρόπο μαγικό στο φως πρόσωπα της καθημερινότητας, που χαράχτηκαν στην ψυχή της, για να προσφέρει στο κοινό συγκίνηση και γέλιο. Το κρυμμένο τραύμα που έχει σημαδέψει τη ζωή της μετουσιώνεται, μέσα από μουσικές, χορογραφίες και εικόνες, σε κάτι φωτεινό και αισιόδοξο!

Διασκευή: Υρώ Μανέ – Κατερίνα Γιαννάκου
Σκηνοθεσία: Κώστας Γάκης
Μουσική – τραγούδια: Σταμάτης Κραουνάκης
Την Ραραού ερμηνεύει η Υρώ Μανέ
Πρωταγωνιστούν: Παναγιώτης Μπουγιούρης, Σπύρος Μπιμπίλας, Τάνια Τρύπη, Γιάννης Βασιλώτος, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Ειρήνη Θεοδωράκη, Νατάσα – Φαίη Κοσμίδου, Στράτος Νταλαμάγκος, Γιώργης Παρταλίδης, Μαριαλένα Ροζάκη
Μουσικοί επί σκηνής: Δημήτρης Κίκλης, Γρηγόρης Λάζογλου, Γιάννης Αλαγιάννης
Προβολή – Επικοινωνία: Μαρκέλλα Καζαμία
Καλλιτεχνική επιμέλεια: Υρώ Μανέ

Προπώληση: more.com

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑΣ:
Έναρξη παραστάσεων: 10 Ιουλίου – ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
10/7 ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ (ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ)
11/7 ΡΕΘΥΜΝΟ ΚΡΗΤΗΣ
12/7 ΧΑΝΙΑ ΚΡΗΤΗΣ
17/7 ΘΕΑΤΡΟ ΒΡΑΧΩΝ ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ
18/7 ΠΑΠΑΓΟΥ
19/7 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ
27/7 ΛΑΡΙΣΑ
28/7 ΔΙΟΝ
29 ΤΡΙΚΑΛΑ
30/7 ΒΟΛΟΣ
31/7 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
2/7 ΜΟΥΔΑΝΙΑ
3/8 ΓΙΑΝΝΕΝΑ
4/8 ΝΕΜΕΑ
5/8 ΠΑΤΡΑ
6/8 ΚΑΒΑΣΙΛΑ
7/8 ΑΙΓΙΟ
31/8 ΠΕΙΡΑΙΑΣ – ΒΕΑΚΕΙΟ
2/9 ΚΑΛΑΜΑΤΑ