Όταν ο γνωστός βρετανός συγγραφέας Τζον Λε Καρέ εξέφρασε κι αυτός τη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο που μεταφέρονται τα βιβλία του στη μεγάλη οθόνη, έριξε απλώς περισσότερο λάδι σε μια φωτιά που δεν λέει να σβήσει.

Αναρίθμητοι λογοτέχνες έχουν διαμαρτυρηθεί για τις κακές προσαρμογές των πονημάτων τους για το σινεμά, κι όμως υπάρχουν κι αυτές οι φορές που το ακριβώς αντίθετο συνέβη.

Εδώ είναι βέβαια η μαστοριά του σκηνοθέτη και τα αστέρια της υποκριτικής που ζωντανεύουν βιβλία με τρόπο που δεν φαντάστηκε ποτέ ο συγγραφέας. Ή το αναγνωστικό κοινό.

Οι ταινίες χάνουν συνήθως όταν αναμετριούνται με τη μεγάλη λογοτεχνία, στα μάτια τουλάχιστον του κοινού, καθώς αλλιώς έντυσε ο κόσμος το βιβλίο με εικόνες και αλλιώς το είδε τελικά στο πανί.

Η μάχη, ας πούμε, Στάνλεϊ Κιούμπρικ και Στίβεν Κινγκ, δύο ογκόλιθων στην κατηγορία τους, για τη μετατροπή της «Λάμψης» του 1977 στην ταινία του 1980 παραμένει εμβληματική.

Ο «βασιλιάς της ανατριχίλας» εμφανίστηκε εντελώς αποκαρδιωμένος από το όραμα του σκηνοθέτη των αριστουργημάτων για το υλικό του, καθώς του αφαίρεσε από το πανί τα περισσότερα μεταφυσικά στοιχεία. Κάνοντας έτσι τον τρόμο πιο «γήινο», πιο οικείο.

Κι αν τελικά το ερώτημα αν η ταινία είναι καλύτερη από το βιβλίο παραμένει εν πολλοίς θέμα προσωπικού γούστου, ας δούμε μερικές που οι περισσότεροι θεώρησαν καλύτερες από τα βιβλία…

«Ψυχώ» (1960)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ, σενάριο: Joseph Stefano, βιβλίο: Ρόμπερτ Μπλοχ

Η νουβέλα «Ψυχώ» του 1959 ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο πόνημα που έγινε τελικά μπεστ-σέλερ μόνο αφότου μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον «μετρ του σασπένς». Και καθώς ήταν μετρ ο Χίτσκοκ, υπονομεύει τις προσδοκίες του κοινού ξεκινώντας τη δική του ιστορία όχι με τον Νόρμαν Μπέιτς, όπως κάνει ο Μπλοχ, αλλά με τη Μάριον Κρέιν, κάνοντας τον θάνατό της σωστή έκπληξη.

Το μυστήριο και το σασπένς της ταινίας δεν υπάρχουν πουθενά στο βιβλίο, πόσο μάλλον που το φιλμ κάνει τον Μπέιτς πολύ πιο περίπλοκο χαρακτήρα. Ακόμα και συμπαθητικό σε κάποιες στιγμές! Είχε βέβαια κι έναν Άντονι Πέρκινς να χαρίζει στον χαρακτήρα βάθος και τραγικότητα, εκεί που για τον Μπλοχ ήταν απλώς ένας ρηχός και απλοϊκός μεθύστακας.

Αν το μέτριο «Ψυχώ» κυκλοφορεί ακόμα έξι δεκαετίες αργότερα, το χρωστά αναμφίβολα στο αριστουργηματικό «Ψυχώ» της μεγάλης οθόνης. Εκεί που ο φόνος στο ντους είναι στο βιβλίο μόλις μία πρόταση, για τον Χίτσκοκ ήταν μια ιεροτελεστία που παραμένει στις κολοσσιαίες σεκάνς της έβδομης τέχνης

«Ο Νονός» (1972)

Σκηνοθεσία: Φράνσις Φορντ Κόπολα, σενάριο: Μάριο Πούζο και Φράνσις Φορντ Κόπολα, βιβλίο: Μάριο Πούζο

Ο Μάριο Πούζο έγραψε το 1969 το μυθιστόρημα για τον Βίτο Κορλεόνε, τον «πατριάρχη» της ιταλο-αμερικανικής μαφίας, ένα βιβλίο που θα περνούσε ενδεχομένως στα ψιλά αν δεν μετατρεπόταν σε μια από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου.

Εκεί που το βιβλίο είναι αρκετά διασκεδαστικό, ο Κόπολα το μετέτρεψε σε ένα εκπληκτικό κινηματογραφικό επίτευγμα, μια συγκλονιστική εμπειρία που γεύεσαι με όλες τις αισθήσεις σου. Το γκαγκστερικό μυθιστόρημα είναι διανθισμένο με μπόλικο αίμα και σφαγή, συχνά και με ίντριγκα επιπέδου σαπουνόπερας, μένοντας ωστόσο στην απλή εξιστόρηση.

Ο Κόπολα το ανέβασε στο επίπεδο του αριστουργήματος επεκτείνοντας τις θεματικές του, παίρνοντας το γλυκόπικρο μελόδραμα και μεταμορφώνοντάς το σε μια οπτική εμπειρία που όχι μόνο σφράγισε το είδος, αλλά και το ίδιο το σινεμά τελικά. Το βιβλίο ήταν στα μπεστ-σέλερ των «New York Times» για έναν χρόνο, η ταινία στον θρόνο της έβδομης τέχνης για όσο θα υπάρχει η έβδομη τέχνη…

«Τα σαγόνια του καρχαρία» (1975)

Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ, σενάριο: Peter Benchley και Carl Gottlieb, βιβλίο: Peter Benchley

Ήταν το 1974 όταν ο Peter Benchley έγραψε το «Jaws», ένα τυπικό φτηνο-θριλεράκι της σειράς, το οποίο θα έπιανε στα χέρια του ο Σπίλμπεργκ την επόμενη χρονιά κάνοντας τον κόσμο να φοβάται τη θάλασσα! Δύσκολα θυμάσαι δηλαδή πως το πρώτο θερινό blockbuster βασίζεται σε βιβλίο, ένα βιβλίο που εξαφάνισε από προσώπου γης.

Ο Σπίλμπεργκ, πολύ πριν την εποχή των CGI, απέδειξε περίτρανα πως δείχνοντας λιγότερα, πολύ λιγότερα από τη φρίκη του Benchley στο χαρτί, πετυχαίνεις πολύ περισσότερα σε όρους τρόμου. Σε αυτό έπαιξαν σίγουρα ρόλο τα τεχνικά προβλήματα και οι δυσλειτουργίες του μηχανικού καρχαρία, αλλά ας είναι.

Η ταινία έκανε τους χαρακτήρες πιο «ανθρώπινους», έδωσε πραγματική υπόσταση στο δράμα τους, εκεί που το βιβλίο εξαντλήθηκε στο καταδικασμένο ρομάντζο της γυναίκας του αρχηγού και του θαλάσσιου βιολόγου. Όσοι διάβασαν εξάλλου το βιβλίο μετά την ταινία, το μεγαλύτερο ποσοστό του αναγνωστικού κοινού του Benchley δηλαδή, απογοητεύτηκαν οικτρά.

Το βιβλίο είναι περισσότερο για το παράνομο ειδύλλιο παρά για το κυνήγι του καρχαρία. Ήταν ο έμπειρος σεναριογράφος Carl Gottlieb που άλλαξε τη μοίρα της ταινίας, αφαιρώντας τα άσχετα στοιχεία (όπως μια μικρότερη ιστορία με εμπλοκή της Μαφίας!) και σκαρώνοντας μια πλοκή που κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει…

«Το κουρδιστό πορτοκάλι» (1971)

Σκηνοθεσία: Στάνλεϊ Κιούμπρικ, σενάριο: Στάνλεϊ Κιούμπρικ, βιβλίο: Άντονι Μπέρτζες

Άλλη μια φημισμένη κόντρα σκηνοθέτη και συγγραφέα θα γεννιόταν με τη μεταφορά του βιβλίου που έγραψε ο Άντονι Μπέρτζες το 1962 στη μεγάλη οθόνη. Βλέπετε ο μετρ της εικόνας αφαίρεσε κεφάλαια ολόκληρα από το βιβλίο, κρατώντας μόνο όσα εξυπηρετούσαν τους στόχους της δικής του αφήγησης.

Ο Κιούμπρικ έκανε όμως και πολλά ακόμα, Κιούμπρικ καθώς ήταν. Η μοναδική αισθητική του έκανε τη δική του εκδοχή πολύ αποτελεσματικότερη από το μυθιστόρημα στα μηνύματα. Χρησιμοποίησε μάλιστα την αμερικανική έκδοση του βιβλίου, που παραλείπει εντελώς το τελευταίο κεφάλαιο του Μπέρτζες, εκεί όπου ο ήρωας βρίσκει δηλαδή τη λύτρωση αλλάζοντας ρότα στη ζωή.

Όλοι παραδέχονται σήμερα πως το σκοτεινότερο φινάλε του Κιούμπρικ αποθέωσε το φιλμ. Κόβοντας παράλληλα και όλη αυτή την αργκό του βιβλίου, το στριφνό γλωσσικό ιδίωμα αγγλικών και ρωσικών που ξενίζει πολλούς, περιπλέκοντας αχρείαστα την ανάγνωση. Δεν ήταν κακό το βιβλίο, ήταν απλώς αριστούργημα η ταινία…

«Η φωλιά του κούκου» (1975)

Σκηνοθεσία: Μίλος Φόρμαν, σενάριο: Lawrence Hauben και Bo Goldman, βιβλίο: Ken Kesey

Τι δεν είχε το σκληρό, προκλητικό και δυνατό βιβλίο του 1962; Αν πρέπει να το πούμε, τον Τζακ Νίκολσον! Αυτός πήρε τον καβγατζή τρόφιμο Ραντλ ΜακΜέρφι και τον μετέτρεψε στον απόλυτο αντιήρωα του μεγάλου πανιού, στο ίδιο το όχημα μιας ιστορίας που δεν είναι η ίδια χωρίς τη συγκλονιστική ερμηνεία του.

Ο Φόρμαν τόλμησε μάλιστα να αλλάξει ακόμα και το κέντρο βάρους στην ιστορία του. Εκεί που το βιβλίο το αφηγείται ο Αρχηγός Μπρόμντεν, ο φαινομενικά κωφάλαλος τρόφιμος της ψυχιατρικής πτέρυγας, η ταινία λέγεται από την οπτική του ίδιου του ΜακΜέρφι, κάνοντάς τον έτσι κεντρικό μοτίβο στη μάχη του με τη δύστροπη νοσοκόμα.

Για να είμαστε δίκαιοι, το μυθιστόρημα απέσπασε καταπληκτικές κριτικές στον καιρό του. Μόνο που ο Φόρμαν το μετέτρεψε σε μια συγκλονιστική παραβολή για τη μάχη του καλού με το κακό, μια απέλπιδα κραυγή απέναντι στις λογής τυραννίες που μας επιβάλλονται.

Το γεγονός ότι γινόταν μόλις η δεύτερη ταινία στην ιστορία του Χόλιγουντ που αποσπούσε και τα 5 μεγάλα Όσκαρ δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αμφιβολίας για την ολοκληρωτική νίκη της επί του βιβλίου…

«Η σιωπή των αμνών» (1991)

Σκηνοθεσία: Τζόναθαν Ντέμι, σενάριο: Ted Tally, βιβλίο: Τόμας Χάρις

Το 1988 κυκλοφόρησε το ομώνυμο μυθιστόρημά του ο Τόμας Χάρις και έλαβε αμέσως διθυραμβικές κριτικές, παίρνοντας τα εύσημα ακόμα και από τον Στίβεν Κινγκ. Μόνο που η «Σιωπή των αμνών» θα γινόταν τελικά η τρίτη ταινία στην ιστορία του Χόλιγουντ που θα έφευγε ποτέ και με τα 5 μεγάλα χρυσά αγαλματίδια! Αλλά και η πρώτη ταινία τρόμου που έπαιρνε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.

Και υπάρχει λόγος. Ο Ted Tally κουτσούρεψε το μυθιστόρημα, αφαιρώντας όλες τις δευτερεύουσες πλοκές και τους άσχετους χαρακτήρες. Και ο Ντέμι πήρε τον Άντονι Χόπκινς να παίξει τον Χάνιμπαλ Λέκτερ, χαρίζοντας μια σαρωτική ερμηνεία, αλλά και μια εκπληκτική χημεία με την Τζόντι Φόστερ, που δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν σε καμιά σελίδα.

Ένα δυνατό βιβλίο που διαβάζεις σε ένα βράδυ, και δεν κλείνεις κατόπιν ποτέ το φως, μετατράπηκε σε έναν οσκαρικό σίφουνα που έβγαλε τον τρόμο από τα υπόγεια της κινηματογραφίας. Χάνιμπαλ Λέκτερ σημαίνει απλά-απλά Άντονι Χόπκινς

«Forrest Gump» (1994)

Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ζεμέκις, σενάριο: Eric Roth, βιβλίο: Winston Groom

Μια ταινία που απέσπασε 6 Όσκαρ (μεταξύ αυτών και διασκευασμένου σεναρίου), έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς και αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς βασιζόταν σε βιβλίο. Το ομώνυμο βιβλίο του Winston Groom που εκδόθηκε το 1986 και δεν έκανε ακριβώς πάταγο στον κόσμο της λογοτεχνίας.

Ο Roth πετσόκοψε σοφά για το απαστράπτον σενάριό του ένα καλό μέρος του βιβλίου, άπειρες μικρότερες ιστορίες γύρω από τον Forrest δηλαδή, που οι περισσότερες είναι ακόμα πιο τραβηγμένες από τα μαλλιά. Στο βιβλίο, να φανταστείτε, ο ήρωας γίνεται ακόμα και αστροναύτης, πάει στο Διάστημα, μετατρέπεται σε επαγγελματία παλαιστή και πέφτει σε μια ζούγκλα, έτοιμος να φαγωθεί από κανίβαλους. Ευτυχώς, όχι στην ταινία.

Η ταινία έφερε σε πρώτο πλάνο το συναίσθημα και όχι την πλοκή. Εδώ έχουμε ένα μέτριο βιβλίο που μεταμορφώθηκε σε μια πολύ καλή ταινία. Με έναν εξαιρετικό Τομ Χανκς να κλέβει την παράσταση με την απόλυτα σωματική ερμηνεία του.

Ο Groom δεν αγαπούσε τον Forrest, αυτή η αίσθηση σου μένει διαβάζοντας το βιβλίο του. Ο Ζεμέκις, από την άλλη, τον λάτρεψε για όλα τα καλά και τα στραβά του…

«Fight Club» (1999)

Σκηνοθεσία: Ντέβιντ Φίντσερ, σενάριο: Jim Uhls, βιβλίο: Chuck Palahniuk

Τρία χρόνια πριν βγει στη σκοτεινή αίθουσα το φιλμ-σταθμός στο είδος, ο πρωτοεμφανιζόμενος στα λογοτεχνικά πράγματα Chuck Palahniuk περιέγραψε τι ακριβώς συνέβαινε σε υπόγεια και πάρκινγκ, εκεί όπου νεαροί άντρες βγάζουν πουκάμισα και παλεύουν μέχρι τελικής πτώσης.

Ο Τάιλερ Ντέρντεν του τον καθιέρωσε στη λογοτεχνία, έπρεπε να έρθει ωστόσο ο Φίντσερ για να κάνει το «Fight Club» αυτό που είναι σήμερα. Οι διαφορές του σεναρίου με το βιβλίο κι εδώ μεγάλες. Αρκεί να αναφερθεί μόνο πως έχουν διαφορετικό τέλος, ένα εντελώς άλλο φινάλε που αλλάζει όλα όσα παρακολούθησες ως τότε.

Και βέβαια ο Φίντσερ είδε με περισσότερη συμπάθεια τον ήρωά του, παρά την κριτική διάθεση, κάτι που απουσιάζει εντελώς από το απείρως ρηχότερο μυθιστόρημα. Και πάλι ένα καλό βιβλίο που έγινε εξαιρετική ταινία. Ο ίδιος ο Palahniuk λάτρεψε τόσο το φιλμ που δήλωσε «κάπως ντροπιασμένος» για το έργο του, το οποίο ήταν πράγματι μονοδιάστατο σε σχέση με το πολυεπίπεδο της ταινίας…