Οι συζητήσεις για τον ακριβή προσδιορισμό της, μετά Covid, κοινοτικής δημοσιονομικής πολιτικής δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, τα μηνύματα, όμως, για επιστροφή σε έλεγχο των κρατικών δαπανών έχουν, ήδη, αποσταλεί: οι πιέσεις της Γερμανίας και των άλλων «φειδωλών» του Βορρά για επαναφορά των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που έχουν ανασταλεί, λόγω πανδημίας, εκπέμπονται, παρά την επικείμενη λήξη τον Αύγουστο, της αυξημένης εποπτείας μας από την Ε.Ε., τη θετική συμφωνία της για το μηχανισμό στήριξης των καταναλωτών ρεύματος και τις διαδοχικές έκτακτες επιχορηγήσεις από την πολιτεία, σε διάφορους επαγγελματικούς κλάδους και νοικοκυριά.

Για την Ελλάδα, το χρέος της οποίας – το υψηλότερο της Ευρωζώνης – ανήλθε, στο τέλος του 2021, στα 350 δισ. Ευρώ (197% του ΑΕΠ) τα μηνύματα αυτά αποκρυσταλλώθηκαν, ήδη, στον κρατικό προϋπολογισμό του 2022: το πρωτογενές έλλειμμα προβλέπεται να περιορισθεί, στο τέλος της χρονιάς αυτής, στα 2,3 δισ. Ευρώ, από 12,9 δισ. Ευρώ που ήταν στο τέλος του 2021, ώστε η χώρα να οδηγηθεί το 2023, σε πρωτογενή πλεονάσματα.

  • Το πρώτο ερώτημα που τίθεται καθώς φαίνεται ότι η λιτότητα ενδεχομένως επανέρχεται και η δημοσιονομική χαλαρότητα της πανδημικής περιόδου, που κατέστησε εφικτό τον περιορισμό των σχετικών απωλειών, δεν αποτελούσε παρά πρόσκαιρη εξαίρεση μιας διαφορετικής διαχρονικής οικονομικής «ορθοδοξίας», έχει σχέση με το κατά πόσον η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί τονώνουν την οικονομική δραστηριότητα ή πλήττουν την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, σε μια Ένωση κρατών, με μέλη διαφορετικών οικονομικών επιπέδων. Τα δημοσιονομικά, όμως, ελλείμματα και τα κρατικά χρέη αποτελούν δομικά στοιχεία της αναπτυξιακής διαδικασίας των ασθενέστερων, τουλάχιστον, κρατών και επιχειρήσεων, η, δε, δαιμονοποίησή τους, αισθητή, ήδη, από την εποχή της υιοθέτησης του Ευρώ, αποτελεί σοβαρή τροχοπέδη στο ξεπέρασμα συγκυριακών κρίσεων, στην προσπάθεια ανασυγκρότησης και εκσυγχρονισμού του παραγωγικού ιστού, στον αγώνα για βελτίωση της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και του βιοτικού επιπέδου.

Όταν, μάλιστα, το ύψος των ανεκτών δημοσιονομικών ελλειμμάτων τοποθετείται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και, κυρίως, όταν επιβάλλονται εξωπραγματικά, για μια καχεκτική οικονομία, πρωτογενή πλεονάσματα προκειμένου να εξασφαλισθεί η βιωσιμότητα του κρατικού χρέους (αφαίμαξη από την πραγματική οικονομία πολύτιμων πόρων και μεταφορά τους στους δανειστές), υποθάλπεται η δημιουργία ενός μηχανισμού διαιώνισης της ύφεσης ή σταθεροποίησης της μεγέθυνσης σε χαμηλά επίπεδα.

Και οι καταστάσεις αυτές, ούτε την εμβάθυνση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης υπηρετούν, ούτε την ισχυροποίηση του παραγωγικού δυναμικού για την αντιμετώπιση κρίσεων ενισχύουν, ούτε τις απαιτήσεις των πιστωτών μπορούν, μεσομακροπρόθεσμα, να ικανοποιούν, ούτε την κοινωνική ειρήνη εδραιώνουν.

Το πιο αξιόπιστο κριτήριο για τη λήψη απόφασης προσφυγής, ιδιωτικής επιχείρησης ή κράτους, σε δανεισμό είναι η σύγκριση του κόστους χρηματοδότησης, με την απόδοση της νέας επένδυσης: όταν η μεσομακροπρόθεσμη απόδοση μιας νέας ιδιωτικής επένδυσης ή ενός δημόσιου έργου αναπτυξιακού χαρακτήρα (παιδεία, υγεία, υποδομές, έρευνα, παραγωγή κρίσιμων ειδών) είναι υψηλότερη του κόστους εξυπηρέτησης του αναγκαίου για την υλοποίησή τους δανεισμού, τότε η προσφυγή σε ξένα κεφάλαια είναι οικονομικά σκόπιμη, δημοσιονομικά ανεκτή και κοινωνικά επωφελής.

  • Το δεύτερο ερώτημα που, η εμμονή της Ε.Ε. στις περιοριστικές δημοσιονομικές πρακτικές γεννά, αφορά στο εάν η πολιτική λιτότητας αποτελεί παράγοντα αποκλιμάκωσης του κόστους δανεισμού από τις αγορές.

Η πορεία των επιτοκίων δανεισμού τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι, στον προσδιορισμό του ύψους τους, βαρύνουσα σημασία έχει, όχι τόσο το ποσόν του συνολικού δημόσιου χρέους, όσο οι αναπτυξιακές προοπτικές της κάθε οικονομίας (γεωστρατηγική θέση, παραγωγικό πρότυπο, όγκος και ποιότητα επενδύσεων, συγκριτικά πλεονεκτήματα παραγωγής, εγχώρια ζήτηση, εκπαίδευση εργατικού δυναμικού, κοινωνική ηρεμία).

Η τόνωση, κατά συνέπεια, με δημοσιονομικά μέτρα, εκσυγχρονιστικών πρωτοβουλιών μιας χώρας με όχι ισχυρό παραγωγικό ιστό, αποτελεί την καλύτερη εγγύηση, για τις αγορές, επανείσπραξης των δανείων τους, δεδομένου ότι η σταθερή και ταχύρρυθμη ανάπτυξη βελτιώνει τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ και καθιστά πιο εύκολη την πληρωμή των συμφωνημένων τοκοχρεολυσίων, χωρίς να υποθηκεύεται η κοινωνική συνοχή και ειρήνη.

Οι αγορές γνωρίζουν ότι, τόσον οι αυξήσεις των φόρων, όσο και οι μειώσεις των κρατικών δαπανών επηρεάζουν αρνητικά την εγχώρια ζήτηση και δημιουργούν εστίες έντονων κοινωνικών προστριβών, δυσχεραίνοντας την όλη αναπτυξιακή προσπάθεια, αυξάνοντας τον κίνδυνο απώλειας των δανειακών τους απαιτήσεων.

Και, πάντως, σκόπιμο είναι να επισημανθεί ότι οι αγορές, όπως αποδείχθηκε και τα τελευταία χρόνια, ούτε αλάνθαστες στις κρίσεις τους, ούτε αυτορρυθμιζόμενες είναι, ενώ οι δυνατότητες της Ευρωζώνης για κοινό δανεισμό που περιορίζει τις κερδοσκοπικές τάσεις, μπορεί να αξιοποιηθεί ευρύτερα και αποτελεσματικότερα.

  • Ένα τρίτο, τέλος, ερώτημα επικεντρώνεται στο γενικότερο προβληματισμό για το εάν, μια ενιαία, για όλα τα μέλη, κοινοτική πολιτική λιτότητας και βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής συμβάλλει ή όχι στη σύγκλιση των οικονομιών των χωρών της Ευρωζώνης.

Στον ευρωπαϊκό χώρο, με τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς και, ιδιαίτερα, μετά την υιοθέτηση του ευρώ, διαμορφώθηκαν δύο, περισσότερο ή λιγότερο ομοιογενείς, ομάδες κρατών: ο Βορράς (Γερμανία, Γαλλία, Δανία, Ολλανδία, Αυστρία, Ηνωμένο Βασίλειο, πριν από την αποχώρησή του) και ο Νότος (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Μάλτα, Κύπρος), με διακριτές αναπτυξιακές δομές και οικονομικές προτεραιότητες:

  • Αναπτυξιακός μοχλός των κρατών του Βορρά είναι οι εξαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών υψηλής τεχνολογίας, απαραίτητων στην αναπτυξιακή διαδικασία των κοινοτικών τους εταίρων, του τρίτου κόσμου και των ανερχόμενων νέων οικονομικών δυνάμεων, ενώ στον Νότο, η εγχώρια κατανάλωση και οι εξαγωγές γεωργικών και απλών βιομηχανικών προϊόντων που αντιμετωπίζουν έντονο διεθνή ανταγωνισμό, στηρίζουν, κατά κύριο λόγο, την όλη παραγωγική διαδικασία τους.
  • Τα κράτη του Βορρά, λόγω της ανελαστικότητας της ζήτησης των προϊόντων τους που προορίζονται για τις διεθνείς αγορές, συνεχίζουν να εξάγουν ακόμη και με ανατιμώμενο, λόγω των εμπορικών τους πλεονασμάτων, ευρώ , ενώ οι γερμανικές ιδεοληψίες για χαμηλό πληθωρισμό υπηρετούνται καλύτερα με αυστηρή δημοσιονομική πολιτική. Για τα κράτη του Νότου, όμως, ένα ασθενέστερο ευρώ και μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με έναν πληθωρισμό, ακόμη και πάνω από το 2%, που «μειώνει» το χρέος, αποτελούν προϋπόθεση σταθερής ανάπτυξης (άνοδος επενδύσεων, εξαγωγών και εγχώριας ζήτησης). Ήταν προφανές ότι, με την ακολουθούμενη πολιτική αυστηρής λιτότητας, οι ενδοκοινοτικές ανισότητες, έντονες και πριν από το 2008, θα διευρύνονταν ακόμη περισσότερο την περίοδο των διαδοχικών κρίσεων, που ακολούθησε.

Οι αντοχές, όμως, των ασθενέστερων ευρωπαϊκών κοινωνιών (επιχειρήσεων και νοικοκυριών) δεν έχουν άλλα περιθώρια συμπίεσης και η αναζήτηση μιας διαφορετικής αναπτυξιακής στρατηγικής (υιοθέτηση πολιτικών ουσιαστικής σύγκλισης και μεταφοράς πόρων από τον κοινοτικό Βορρά, στον Νότο) αποτελεί σήμερα επιτακτική προτεραιότητα για την Ε.Ε. Ιδιαίτερα μάλιστα, σήμερα , με τη νέα τάξη πραγμάτων και απειλών, που διαμορφώθηκε κατά τον πλέον τραγικό τρόπο, με το συνεχιζόμενο Ρωσοουκρανικό πόλεμο και τις συνέπειές του, είναι αδιαπραγμάτευτο καθήκον, να επανέλθει στις ρίζες της, των οραματιστών και ιδρυτών της.