Η παρατεταμένη σταθεροποίηση των κρουσμάτων οφείλεται κυρίως στον υψηλό αριθμό τεστ (γύρω στα 440.000 την ημέρα) που γίνονται πανελλαδικά, κάτι που μας επιτρέπει να σταματάμε νωρίς νέες αλυσίδες διασποράς πριν καν φανούν συμπτώματα από την επιμόλυνση, δηλαδή πριν αυξηθεί σημαντικά η μεταδοτικότητα των θετικών φορέων της νόσου.

*Γράφει ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης

Επιπρόσθετα, βοήθησε πολύ ο ιδιαίτερα ζεστός καιρός του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου που σε πολλές περιοχές της χώρας ήταν πολύ πιο ζεστός και με πολύ πιο έντονη ηλιοφάνεια από ό,τι θα περίμενε κανείς με βάση τα στατιστικά δεδομένα των τελευταίων 4 χρόνων για την ίδια περίοδο. Αυτό μας επέτρεψε να περνάμε πολύ πιο πολύ χρόνο σε εξωτερικούς χώρους, με ανοιχτά παράθυρα (άρα πολύ καλύτερο εξαερισμό) και η ηλιακή ακτινοβολία και οι υψηλές θερμοκρασίες (αλλά και η υψηλή σχετικά υγρασία) βοήθησαν στην μείωσης της εγγενούς μεταδοτικότητας του SARS-CoV-2. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη που οδήγησε σε θετικά επιδημιολογικά αποτελέσματα.

Όσον αφορά στα παιδιά έχει ήδη διαφανεί ότι δεν νοσούν ιδιαίτερα σοβαρά στο συντριπτικά μεγαλύτερο τους ποσοστό. Το 2% των παιδιών που επιμολύνονται μπορούν όμως να αναπτύξουν σοβαρή νόσηση που να απαιτήσει νοσοκομειακή φροντίδα. Αυτή τη στιγμή το ποσοστό των νέων κρουσμάτων που αφορούν σε παιδιά ηλικίας από 4 έως και 17 ετών είναι στο 28-30%. Στο βαθμό που δεν αυξάνεται ο εμβολιασμός στους ενήλικους το ποσοστό αυτό μπορεί να ανεβεί μέχρι και στο 40-44% μέχρι το τέλος του χρόνου. Μιλάμε λοιπόν για κάτω από 1% των νέων κρουσμάτων που αναμένεται να αφορά σε παιδιά που θα παρουσιάσουν συμπτώματα σοβαρής νόσησης. Υπό αυτό το πρίσμα, τα σχολεία μπορούν να μείνουν ανοικτά αλλά θα ήταν προτιμότερο να εφοδιαστούν με συσκευές απολύμανσης του αέρα για τις διδακτικές αίθουσες και τα σχολικά λεωφορεία, και αυτές να λειτουργούν τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων, και, ανάλογα με την τεχνολογία και κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, ώστε να μειώνεται το ιϊκό φορτίο στον αέρα της τάξης και κατά συνέπεια η έκθεση του παιδικού πληθυσμού σε αυτό.

Αίθουσα σχολείου την εποχή του κορονοϊού

Από το τέλος του Οκτωβρίου (γύρω στις 25/10) αναμένουμε να παρατηρήσουμε μια καθαρά αυξητική πορεία της διασποράς που θα σηματοδοτήσει την έναρξη του 5ου κύματος. Από τότε κι έπειτα αναμένεται μια συνεχής αύξηση κρουσμάτων στη διάρκεια του Νοεμβρίου με μια κορύφωση της πανδημικής διασποράς μέσα στο 1ο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου.

Το τι θα συμβεί στις ΜΕΘ εξαρτάται από δύο παράγοντες, το τελικό επίπεδο εμβολιασμού και τον αριθμό των τεστ ανίχνευσης του ιού που γίνονται στην κοινότητα. Αν το επίπεδο εμβολιασμού αυξηθεί και φτάσει στο 75% του συνολικού πληθυσμού θα μπορούμε να μιλάμε για έλεγχο της πανδημίας στη χώρα. Αν φτάσουμε στο 65% δεν θα μπορούμε να μιλάμε για έλεγχο, αλλά για μια καλύτερη, ηπιότερη διαχείριση του υγειονομικού κινδύνου.

Γκράφιτι στη Γερμανία, εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού: Οι υγειονομικοί ως ήρωες

Από την άλλη μεριά, σήμερα κάνουμε 440.000 τεστ την ημέρα συνολικά, συμπεριλαμβάνοντας τόσο τεστ του ΕΟΔΥ, μοριακά και rapid, όσο και self test. Με αυτές τις συνθήκες και χωρίς αύξηση του επιπέδου εμβολιασμού δεν μπορούμε να σταματήσουμε την αύξηση της διασποράς τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο, και αυτό θα δημιουργήσει πίεση και στο ΕΣΥ και στις ανάγκες για κλίνες ΜΕΘ για την φροντίδα ασθενών COVID-19. Αν αυξηθούν όμως τα τεστ που γίνονται συνολικά στα περίπου 640.000 την ημέρα (αριθμός που είχαμε επιτύχει τον Μάιο με πολύ θετική επίπτωση στη διαχείριση της πανδημίας) τότε η πίεση στο ΕΣΥ θα είναι διαχειρίσιμη και ο συνολικός υγειονομικός κίνδυνος θα μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο.

Τα ολικά lockdown δεν έχουν νόημα εκτός και αν η κατάσταση ξεφύγει από τον έλεγχο επιδημιολογικά, οπότε και θα πρέπει κάπως να σταματήσει η διασπορά του SARS-CoV-2 άμεσα. Αυτή τη στιγμή δεν είμαστε σε αυτήν την κατάσταση, οπότε είναι απόλυτα δικαιολογημένη η λήψη μέτρων διαφοροποιημένων για τους ανεμβολίαστους συμπολίτες μας σε σχέση με τα μέτρα που αφορούν στους εμβολιασμένους. Στη βάση αυτής της λογικής η αλλαγή μοντέλου διαχείρισης του υγειονομικού κινδύνου από την πανδημία είναι απόλυτα φυσιολογική. Αυτό όμως που θα πρέπει να προσεχθεί όταν δίνονται πολλές περισσότερες ελευθερίες στους εμβολιασμένους ως κίνητρο για να εμβολιαστούν οι ανεμβολίαστοι υπό καθεστώς σχετικά υψηλής διασποράς του ιού στην κοινότητα και πίεσης στο ΕΣΥ όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Β. Ελλάδα, είναι μην οδηγήσει αυτή η στρατηγική σε ανεξέλεγκτη αύξηση κρουσμάτων. Για να αποφευχθεί αυτό και μέχρι να ανεβεί το επίπεδο του εμβολιασμού στον γενικό πληθυσμό θα πρέπει να αυξηθούν κατά 40-50% τα τεστ ελέγχου που γίνονται από τον ΕΟΔΥ και από τον ίδιο τον πληθυσμό με τη μορφή self test.

ΕΟΔΥ RAPID TEST

Επίσης, καθώς βαδίζουμε προς την πιο ψυχρή περίοδο του χρόνου και οι πιθανότητες συγχρωτισμού σε κλειστούς χώρους θα μεγαλώνουν, θα πρέπει να ενισχυθεί ο έλεγχος του κινδύνου με τη χρήση συσκευών απολύμανσης του αέρα ώστε να μειωθεί η πιθανότητα μετάδοσης από την δεύτερη πιο σημαντική οδό μετάδοσης δηλαδή την αερογενή μετάδοση. Τέτοιες συσκευές θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν στα ΜΜΜ, σε χώρους υγειονομικού ενδιαφέροντος όπως εστιατόρια και καφέ, σε πολυπληθείς αίθουσες διδασκαλίας (σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης), σε χώρους πολιτισμού (θέατρα και κινηματογράφους).

Στην ερώτηση του πότε θα μπορέσουμε να δαμάσουμε την πανδημία συνολικά μιλώντας, αυτό εξαρτάται πάρα πολύ από το κατά πόσον θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μεταλλαγές του ιού που θα καταφέρνουν να διαφεύγουν σε σημαντικό βαθμό από την ανοσία που θα έχει επιτευχθεί μέχρι τότε. Αν τα πράγματα παραμείνουν ως έχουν σήμερα, θεωρώ ότι θα σταματήσουμε να έχουμε την ανάγκη λήψης μέτρων από το επόμενο φθινόπωρο το αργότερο. Στην περίπτωση αυτή ο ιός θα έχει μετασχηματιστεί σε ενδημικό.

*O Δημοσθένης Σαρηγιάννης είανι καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο Αριστότελειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης