1. Κάθε κρίση αποτελεί, συνήθως, ένδειξη παθογένειας στη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας, η οποία καθιστά επιτακτική την ανάγκη αντιμετώπισής της. Καθώς ζούμε σ’ έναν μη ιδεατό κόσμο, οι κρίσεις θα συνεχισθούν και, κατά καιρούς, θα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σοβαρές προκλήσεις, που θα γεννούν πρόσκαιρους σκοπέλους ( οικονομικούς, υγειονομικούς, κλιματικούς, δημογραφικούς, προσφυγικούς, γεωπολιτικούς, κ.α. )

    Γράφει ο Παύλος Θωμόγλου*

Παλιότερα, τη διαδικασία της εξέλιξης, ανατροφοδοτούσαν οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις.

Σήμερα, το ρόλο αυτό διαδραματίζει, κυρίως, η επαναξιολόγηση πολιτικών που οδηγεί σε μεταρρυθμίσεις, οι οποίες μετασχηματίζουν τις κοινωνίες.

  1. Είναι γεγονός, πως κάθε κρίση, έχει κόστος και μάλιστα υψηλό, αφήνει, δε, ανεξίτηλα για πολλά χρόνια σημάδια καταστροφών, αλλά και διδάγματα που, εάν ̋διαβαστούν̋ σωστά, μπορούν να οδηγήσουν σε έγκαιρη αναθεώρηση νοοτροπιών, αξιών, σχέσεων, δράσεων:
  • Στην οικονομία, βασικά, δεν υπάρχουν θέσφατα, δόγματα μοναδικές αλήθειες. Υπάρχουν, πάντοτε, υποθέσεις και σχεδιασμοί, που δοκιμάζονται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και πολιτικές επιλογές , οι οποίες αξιολογούνται από το αποτέλεσμά τους.

Η επικράτηση, τη δεκαετία του ’90, του νεοφιλελευθερισμού και της υπερπαγκοσμιοποίησης – και, μάλιστα, χωρίς ισχυρό ιδεολογικό αντίπαλο – σηματοδότησε την εδραίωση της πρωτοκαθεδρίας των αγορών, τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και τη σταθερή επιδίωξη ισοσκελισμένων κρατικών προϋπολογισμών.

Οι κρίσεις, όμως, που ακολούθησαν , απέδειξαν ότι οι αγορές δεν μπορούν να ρυθμίζουν, πάντοτε μόνες τους, τις σύγχρονες ανισορροπίες, ότι ένας ισχυρός δημόσιος τομέας είναι αναγκαίος σε κρίσιμα θέματα (υγεία, παιδεία, έρευνα, άμυνα ) και ότι , οι κρατικές δαπάνες και τα δημοσιονομικά ελλείματα , κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, σώζουν ανθρώπινες ζωές και επιχειρήσεις, αλλά και την ίδια την οικονομία.

Η πεισματική εμμονή, γενικά, σε ξεπερασμένες αντιλήψεις δείχνει θεωρητική ένδεια και άγνοια της σημασίας των συγκλίσεων και των συνεργασιών στην υλοποίηση εθνικών και διακρατικών στόχων.

  • Η επιχείρηση είναι ένας θεσμός συνεργασίας για την επίτευξη κοινών στόχων, η βιωσιμότητα και η κερδοφορία της οποίας προϋποθέτει, ικανοποιημένη εργασία για συνεχή βελτίωση της παραγωγικότητας και άνοδο της ζήτησης ,αλλά και ικανοποιητική απόδοση του κεφαλαίου, για διεύρυνση των επενδύσεων και της απασχόλησης.

Η άναρχη, όμως, παγκοσμιοποίηση των τελευταίων δεκαετιών έχει ανατρέψει τη συνεργασία αυτή, με συνέπεια, κατακόρυφη μείωση των επενδύσεων , άνθιση των φορολογικών παραδείσων, ακόμη και στο κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στροφή στη χρηματαγορά που εμφανίζει περισσότερα κέρδη, με λιγότερους κινδύνους, περιορισμό του κοινωνικού κράτους και καταστροφή της βιοποικιλότητας.

  • Σε κάθε δημοκρατική κοινωνία υπάρχουν πάντοτε, συμφέροντα – πολλές φορές, μάλιστα, αλληλοσυγκρουόμενα – που διεκδικούνται με όλους τους τρόπους.

Η δυνατότητα ικανοποίησης των συμφερόντων αυτών εξαρτάται απ’ την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής, που εφαρμόζεται από τον παραγόμενο πλούτο, τους καταβαλλόμενους φόρους και τον τρόπο κατανομής τους, αλλά και την τήρηση της νομιμότητας.

Προϋπόθεση επιτυχίας της πολιτικής αυτής, είναι η κατανόηση και αποδοχή της από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, η ενεργός, δηλαδή συμμετοχή του, στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της.

Η ύπαρξη διαφάνειας και αξιοπιστίας, η οργάνωση διαδικασιών ουσιαστικού διαλόγου για την εξέλιξή της, και η θεσμοθέτηση οργάνων για ειρηνική επίλυση των αναφυόμενων διαφορών, αποτελούν τις καλύτερες εγγυήσεις μεγιστοποίησης του παραγόμενου εθνικού προϊόντος και ελαχιστοποίησης εντάσεων, συγκρούσεων, και απωλειών.

  • Η μείωση των καταστροφικών επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο περιβάλλον και η αντιμετώπιση των, συνεχώς διευρυνόμενων, ανισοτήτων αποτελούν, σήμερα, τις δύο σοβαρότερες παγκόσμιες προκλήσεις, που απαιτούν διακρατική συνεννόηση για δομικό μετασχηματισμό της παγκόσμιας οικονομίας.
  • Η αναζήτηση, με νηφαλιότητα, σύνεση και χωρίς εθνικιστικές ̋κορώνες ̋ μιας αποτελεσματικότερης παγκόσμιας διακυβέρνησης, στον τομέα αυτόν, αποτελεί το διακύβευμα της εποχής, όπου θα δοκιμασθεί η ικανότητα των σημερινών ηγεσιών να υπηρετήσουν ορθολογικά, τη βιωσιμότητα του πλανήτη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
  1. Οι κρίσεις θέτουν σε λειτουργία εθνικούς και διεθνείς μηχανισμούς επανεξέτασης προβληματικών οικονομικών πολιτικών για λιγότερες αβεβαιότητες, αντιφάσεις, αδικίες, κ.α.
  • Ασφαλώς, οι έκτακτες περιστάσεις απαιτούν και έκτακτα μέτρα. Μήπως , όμως, σε κοινοτικό επίπεδο, ορισμένα, τουλάχιστον, από τα έκτακτα μέτρα ( αμοιβαιοποίηση χρέους μελών, αναστολή δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου σταθερότητας κ.α.) θα πρέπει να αποτελέσουν οργανικά στοιχεία μιας νέας αναπτυξιακής στρατηγικής προκειμένου η Ευρώπη με συνοχή, να ισχυροποιήσει τη θέση της στη μάχη για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία και να αποκλείσει το ενδεχόμενο, να ξαναβρεθεί, μέλος της σε έκτακτες καταστάσεις ; Μάλιστα, μετά τη διαπίστωση της υποβάθμισής της , με την τριμερή σημαντική συμφωνία ΗΠΑ, Αγγλίας και Αυστραλίας.
  • Η σημερινή Ευρώπη προκαλεί δυσφορία και κόπωση. Ο διάλογος για το μέλλον της έχει ξεκινήσει και στον διάλογο αυτό , η χώρα μας πρέπει να έχει ισχυρή φωνή, προσπάθεια που είναι έντονα εμφανής, πλην όμως απαραίτητο είναι να συμβάλει προς τούτο ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος και βέβαια σύσσωμος ο ελληνισμός. Είναι γεγονός πως, στην αντιμετώπιση κάθε μεγάλης κρίσης, όπως π.χ. της υγειονομικής, με τους αρνητές της πανδημίας και των εμβολίων, απαραίτητη είναι και εδώ, η ύπαρξη συναίνεσης και νηφαλιότητας όλων. Γιατί , δεν νοείται πράξη εθνικής ευθύνης η συμμετοχή βουλευτών της αντιπολίτευσης, σε διαδηλώσεις αρνητών της επιστήμης, όπως δυστυχώς υπήρξαμε  μάρτυρες πρόσφατων παρόμοιων καταστάσεων.

    *Παύλος Θωμόγλου, Επιχειρηματίας, Μέλος Δ.Σ. ΕΒΕΑ, π. Αντιπρόεδρος ΕΒΕΑ