Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, παρουσίασε την Πέμπτη (9/3) την πρόταση προϋπολογισμού της κυβέρνησής του για το οικονομικό έτος 2024.

Οι προτεραιότητες του Δημοκρατικού προέδρου σε ό,τι αφορά τις δαπάνες και τα έσοδα θα είναι βασικοί παράγοντες στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις με τους Ρεπουμπλικάνους για την αύξηση του ανώτατου ορίου χρέους.

Ο Μπάιντεν υπόσχεται κοινωνικές παροχές και φορολόγηση των πλουσίων, προαναγγέλλοντας επί της ουσίας το προεκλογικό πρόγραμμά του ενόψει των προεδρικών του 2024. Οι αναλυτές επισημαίνουν όμως ότι πολλά από τα μέτρα αυτά δεν έχουν καμία πιθανότητα να εγκριθούν από το Κογκρέσο.

Ο προϋπολογισμός του 2024 προβλέπει τη μείωση του χρέους κατά περίπου 3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε βάθος 10ετίας, όπως ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος. Για να γίνει αυτό, ο Αμερικανός πρόεδρος θέλει να εισάγει έναν ελάχιστο φόρο 25% για τους δισεκατομμυριούχους, δηλαδή για το 0,01% των πλουσιότερων Αμερικανών.

Προτείνει επίσης την αύξηση του φορολογικού συντελεστή των μεγάλων επιχειρήσεων στο 28%, από 21% σήμερα. Το ποσοστό αυτό παραμένει πάντως χαμηλότερο από το 35% που ήταν ο φορολογικός συντελεστής μέχρι τη φορολογική μεταρρύθμιση του Ντόναλντ Τραμπ, το 2017.

Ταυτόχρονα, ο Μπάιντεν θέλει να περιορίσει δραστικά ορισμένες «άχρηστες» δαπάνες, στοχεύοντας συγκεκριμένα στη Big Pharma, δηλαδή τον φαρμακευτικό τομέα, και την Big Oil, τη βιομηχανία πετρελαίου.

«Ο προϋπολογισμός μου θα απαιτεί από τους πλούσιους να πληρώνουν το μέρος που τους αναλογεί ώστε οι εκατομμύρια εργαζόμενοι που συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού του πλούτου να μπορέσουν να συνταξιοδοτηθούν, έχοντας την ασφάλιση υγείας για την οποία πλήρωσαν», ανέφερε ο ίδιος ο Μπάιντεν σε ανάρτησή του στο Twitter.

Ο 80χρονος πρόεδρος, που επισήμως δεν έχει ανακοινώσει ακόμη την υποψηφιότητά του για τις εκλογές του 2024 αλλά φαίνεται σαν να βρίσκεται ήδη σε προεκλογική εκστρατεία, θα παρουσιάσει την πρότασή του αργότερα σήμερα στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνιας, μια κρίσιμη Πολιτεία από εκλογική άποψη.

Ο προϋπολογισμός προβλέπει δαπάνες ύψους 6,883 τρισεκ. δολαρίων και έσοδα 5,036 τρισεκ. για το οικονομικό έτος 2024, που ξεκινά την 1η Οκτωβρίου. Αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα θα ανέλθει στο 1,846 τρισεκ. Προβλέπεται επίσης ότι το ετήσιο έλλειμμα θα ξεπερνά το 1 τρισεκ. δολάρια κάθε χρόνο μέχρι το 2033.

Ο Λευκός Οίκος ζητά επίσης 842 δισεκ. δολάρια για τον αμυντικό προϋπολογισμό, από τα 816 δισεκ. που ήταν φέτος. Για την προστασία των συνόρων ζητείται αύξηση του προϋπολογισμού των υπηρεσιών μετανάστευσης και φύλαξης κατά σχεδόν 800 εκατομμύρια, κάτι που σημαίνει ότι η συνολική χρηματοδότηση αγγίζει τα 25 δισεκ. δολάρια.

Στο πλαίσιο της προσπάθειας μείωσης των εξόδων η κυβέρνηση λέει ότι θα προωθήσει πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση της απάτης σε ό,τι αφορά τις δαπάνες σε προγράμματα που εφαρμόστηκαν την περίοδο της πανδημίας και άλλα. Ο Μπάιντεν θέλει επίσης να αυξηθούν τα πρόστιμα για τις εταιρείες που καταπατούν την εργατική νομοθεσία.

Ο Αμερικανός πρόεδρος θεωρεί ότι μπορεί να διασφαλίσει για άλλα 25 χρόνια τη χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης υγείας από το οποίο επωφελούνται οι Αμερικανοί άνω των 65 ετών, το Medicare. Σχεδιάζει επίσης να αυξήσει τους μισθούς των ομοσπονδιακών υπαλλήλων κατά 5%.

Ο Μπάιντεν δεν θα πρέπει πάντως να έχει αυταπάτες για τη δυνατότητά του να υλοποιήσει τις προτάσεις του: από τις αρχές του έτους δεν ελέγχει πλέον τη Βουλή των Αντιπροσώπων και οι Ρεπουμπλικάνοι δηλώνουν αποφασισμένοι να μην εγκρίνουν καμία αύξηση φόρων.

Η άλλη αντιπαράθεση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων είναι πιο πιεστική και αφορά την αύξηση του ορίου του χρέους. Οι ΗΠΑ είναι η μοναδική βιομηχανική υπερδύναμη στον κόσμο που αναγκάζεται να ζητά την έγκριση του Κογκρέσου της για να δίνεται στην κυβέρνηση η δυνατότητα να αυξάνει το χρέος της. Η ψηφοφορία αυτή ήταν για πολύ καιρό κάτι το τυπικό, όμως τα τελευταία χρόνια έχει πολιτικοποιηθεί έντονα.

Ο επικεφαλής της Βουλής, ο Ρεπουμπλικάνος Κέβιν Μακάρθι, διαβεβαιώνει ότι το κόμμα του δεν θα εγκρίνει την αύξηση του ορίου του χρέους όσο ο Μπάιντεν δεν συγκρατεί τις δημόσιες δαπάνες.

Ο Δημοκρατικός πρόεδρος αρνείται προς το παρόν να διαπραγματευτεί, θεωρώντας ότι το χρέος που έχει συσσωρευτεί όλα αυτά τα χρόνια είναι ευθύνη και των δύο κομμάτων.

Το διακύβευμα δεν είναι ήσσονος σημασίας: αν παραταθεί το μπρα-ντε-φερ οι ΗΠΑ θα βρεθούν αντιμέτωπες με την απειλή μιας στάσης πληρωμών από τον Ιούλιο, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει.

Το χρέος της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου έφτασε στις 19 Ιανουαρίου τα 31,4 τρισεκ. δολάρια και η υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, ανακοίνωσε τότε ότι ενεργοποιεί έκτακτα, προσωρινά μέτρα, ώστε να συνεχιστεί η λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών μέχρι τον Ιούλιο.