«Η Ομάδα Υψηλού Επιπέδου (ΟΥΕ), δεν είναι ένας τρόπος για να επινοήσουμε νέους φόρους, όπως έγραψαν διάφορα έντυπα. Είναι ένας τρόπος για να βρεθούν νέες ιδέες και αντιλήψεις και είναι σημαντικό να αδράξουμε την ευκαιρία αυτή για να βοηθήσουμε την ΕΕ» τόνισε ο Ιταλός πρ. πρωθυπουργός, Μάριο Μόντι, αποδεχόμενος, σήμερα στο Στρασβούργο, την προεδρία της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου για τη διαχείριση των ιδίων πόρων της ΕΕ.

Ο κ. Μόντι ευχαρίστησε, στο πλαίσιο της κοινής συνέντευξης Τύπου, τους παρόντες προέδρους των τριών θεσμικών οργάνων, τον Έλληνα πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά ως προεδρεύοντα του Συμβουλίου, τον Μάρτιν Σουλτς του ΕΚ και τον Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Αναφερόμενος στις δυσκολίες που τον περιμένουν ως επικεφαλής της Ομάδας, τις οποίες του επισήμανε ήδη ο κ. Σουλτς, λόγω των δυσκολιών για την εξεύρεση συμβιβαστικών λύσεων με τα κράτη-μέλη, ο κ. Μόντι δήλωσε: «Αποφάσισα να δεχθώ την πρόταση για την προεδρία αυτή, για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι διαθέτω τη διανοητική περιέργεια για θέματα, που μοιάζουν ότι είναι δύσκολο έως αδύνατο να επιλυθούν. Ο άλλος είναι ότι πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα για το μέλλον της ΕΕ».

Ο κ. Μόντι πρόσθεσε πως «μία ομάδα, που να είναι προϊόν διαθεσμικής συνεργασίας, δεν έχει ξανασυσταθεί στο παρελθόν. Αυτό που χρειαζόμαστε απεγνωσμένα και αυτό που μας κάνει να είμαστε εξαιρετικά κινητοποιημένοι, είναι το ότι η Ομάδα θα πρέπει να κάνει πάρα πολλά, ώστε να προσεγγίσει τους πάντες. Θα είμαστε στον πυρήνα της δραστηριότητας, αλλά θα γινόμαστε και αποδέκτες. Θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να συνεργασθούμε στενά με τα εθνικά κοινοβούλια».

Παίρνοντας τον λόγο ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζ. Μ. Μπαρόζο, δήλωσε ότι επικροτεί τη δημιουργία της ΟΥΕ, καθώς «είναι πολύ σημαντική». Ανέφερε ότι ήδη κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο, η Κομισιόν ήταν υπέρ της μεταρρύθμισης, ώστε το σύστημα ιδίων πόρων να ευθυγραμμισθεί καλύτερα με τις διατάξεις της Συνθήκης.

Πρόσθεσε ότι η ΟΥΕ «θα εξετάσει τώρα νέους τρόπους για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της ΕΕ, καθώς και για το πώς θα γίνει πιο απλή, πιο δίκαιη, πιο διαφανής και με μεγαλύτερη δημοκρατική λογοδοσία η συγκέντρωση των εσόδων».