Ναι μεν συγκέντρωσε τις πιο πολλές ψήφους, αλλά ακόμα κι αυτές δεν είναι αρκετές για την αυτοδυναμία. Ο λόγος για την Άνγκελα Μέρκελ που καλείται ύστερα από μια μεγάλη επιτυχία του κόμματός της να συγκροτήσει κυβέρνηση συνεργασίας, προσεγγίζοντας έναν έναν τους πολιτικούς της αντιπάλους, γεγονός που φαίνεται πιο δύσκολο από ό,τι αρχικά υπολόγιζε.

Η αρχή έγινε από τη Γερμανίδα καγκελάριο με τον Sigmar Gabriel, πρόεδρο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), ο οποίος όμως ζήτησε χρόνο μέχρι την Παρασκευή, όταν και θα πραγματοποιηθεί ένα μικρό συνέδριο του κόμματος του. Ο ίδιος σε συνέντευξή έδωσε το στίγμα του ισχυριζόμενος ότι δεν υπάρχει αυτοματισμός προς την κατεύθυνση ενός μεγάλου συνασπισμού και ότι το κόμμα του δεν θα καθίσει στην ουρά μετά την καταστροφή που προκάλεσε η Μέρκελ στους Φιλελεύθερους. Από ό,τι έδειξαν τα λόγια του Gabriel, οι Σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν ακόμα ανακάμψει από τη συνεργασία τους με τους Χριστιανοδημοκράτες την περίοδο 2005-2009, ενώ φοβούνται και τους σκληρούς συμβιβασμούς που ίσως κληθούν να κάνουν για να μπορέσει να είναι λειτουργική μια τέτοια κυβέρνηση.

Σχετικά με τους Πράσινους και τη δική τους πρόθεση στο ενδεχόμενο κυβέρνησης συνεργασίας, η μια εκ των προέδρων του κόμματος, Claudia Roth δήλωσε ότι «εάν η καγκελάριος επιθυμεί, φυσικά και θα έχουμε πρώτες συνομιλίες, αλλά δεν είμαστε κόμμα που, επειδή λείπουν στην Μέρκελ μερικές ψήφοι, θα “καθαρίσουμε” για έναν κυβερνητικό εταίρο που χάθηκε». Από τη μεριά τους, οι Πράσινοι έχουν τα δικά τους εσωτερικά προβλήματα, καθώς, όπως αναφέρουν τα γερμανικά ΜΜΕ, η Claudia Roth ενδέχεται να αφήσει το τιμόνι του κόμματος, αφού δεν δείχνει να επιθυμεί την ανανέωση της θητείας της.

Όπως δείχνουν τα πράγματα, όλα τα σενάρια είναι ανοικτά, εκτός από αυτό του σχηματισμού κυβέρνησης μειοψηφίας, κάτι που η ίδια η Μέρκελ έχει αποκλείσει από την πρώτη στιγμή της εκλογής της. Σχετικά με την Ελλάδα, μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού στη Γερμανία θα μπορούσε να ευνοήσει τη χώρα μας, καθώς από τον ερχόμενο μήνα ξεκινούν σημαντικές συζητήσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος.