Η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε χθες Τετάρτη την επιβολή περαιτέρω τελωνειακών δασμών σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων που εισάγονται από τη Νικαράγουα από το 2027, επικαλούμενη παραβιάσεις εργασιακών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δημιουργούν, κατ’ αυτή, συνθήκες «αθέμιτου ανταγωνισμού».

Μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο για τη δεύτερη θητεία του, ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ μετέτρεψε τους τελωνειακούς δασμούς σε άρμα μάχης της οικονομικής πολιτικής αλλά και της διπλωματικής πρακτικής του, επιβάλλοντας κόστη σε αντιπάλους κι ακόμη και στενούς συμμάχους.

Οι νέοι δασμοί στη Νικαράγουα θα επιβληθούν προοδευτικά, σε δυο χρόνια: 10% από τον Ιανουάριο του 2027, κατόπιν 15% από την αρχή του 2028, ανέφεραν οι υπηρεσίες του αντιπροσώπου των ΗΠΑ για το εμπόριο (USTR).

Θα προστεθούν στους λεγόμενους «ανταποδοτικούς» δασμούς 18% που εφαρμόζονται ήδη από νωρίτερα φέτος στο κράτος αυτό της κεντρικής Αμερικής με απόφαση του αμερικανού προέδρου, στο πλαίσιο της νέας δασμολογικής επίθεσής του προς κάθε κατεύθυνση.

Η απόφαση αυτή ακολουθεί έρευνα που διενεργήθηκε την περασμένη χρονιά από τις υπηρεσίες του USTR για τις συνθήκες εργασίας και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Νικαράγουα.

Καρά την έρευνα αυτή, η Μανάγουα διαπράττει «ολοένα πιο εκτεταμένες παραβιάσεις των εργασιακών δικαιωμάτων, καθώς επίσης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών», ενώ κατεδαφίσει «τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου έναντι των αυθαίρετων κυβερνητικών αποφάσεων».

Κατά συνέπεια ο USTR συμπέρανε πως η κατάσταση στη Νικαράγουα, όπου ο πρόεδρος Ντανιέλ Ορτέγα και η συμπρόεδρος και σύζυγός του Ροσάριο Μουρίγιο κατηγορούνται ότι επέβαλαν οικογενειακή δικτατορία, προκαλεί πλήγμα για την αμερικανική οικονομία λόγω του «αθέμιτου ανταγωνισμού» που βασίζεται στην «άρνηση θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων».

Οι νέοι δασμοί θα εφαρμοστούν σε αγαθά που δεν συμπεριλαμβάνονται στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου των ΗΠΑ, της Δομινικανής Δημοκρατίας και χωρών της κεντρικής Αμερικής.