«Μαμά, σ’ αγαπώ πάρα πολύ». Αυτά ήταν τα σπαρακτικά τελευταία λόγια της 13χρονης Ομάιρα Σάντσες, η οποία πέθανε με αργό και βασανιστικό τρόπο, ενώ ολόκληρος ο κόσμος παρακολουθούσε από τις τηλεοπτικές του οθόνες.
Για σχεδόν τρεις ημέρες, η μαθήτρια παρέμεινε παγιδευμένη στα ερείπια του σπιτιού της, μετά την έκρηξη του ηφαιστείου Νεβάδο ντελ Ρουίς στην Κολομβία, στις 13 Νοεμβρίου 1985, μια έκρηξη που απελευθέρωσε ένα τείχος λάσπης και εξαφάνισε ολόκληρη την πόλη Αρμέρο από τον χάρτη.
Η έφηβη έμεινε εγκλωβισμένη για 60 ώρες, από τη μέση και κάτω, μέσα σε μια τσιμεντοειδή μάζα λάσπης, ενώ οι διασώστες προσπαθούσαν ασταμάτητα να την απεγκλωβίσουν.
Η τραγική της ιστορία συγκλόνισε γρήγορα την παγκόσμια κοινή γνώμη, όταν οι διασώστες του Ερυθρού Σταυρού αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες διάσωσης, καθώς κατέστη σαφές ότι δεν μπορούσαν να της προσφέρουν σωτήρια φροντίδα.
Όπως αναφέρει η Daily Mail διασώστες, φωτογράφοι και δημοσιογράφοι πέρασαν τις τελευταίες της στιγμές μαζί της, παρηγορώντας την και δίνοντάς της αναψυκτικά και γλυκά για να της κρατούν συντροφιά.
Η τραγωδία καταγράφηκε εκτενώς, με συγκλονιστικά βίντεο και φωτογραφίες της Ομάιρα να μεταδίδονται σε σπίτια σε όλο τον κόσμο.
Πιστεύεται ότι τα τελευταία της λόγια καταγράφηκαν στην κάμερα, όταν ο κολομβιανός τηλεοπτικός σταθμός RCN μετέδωσε βίντεο που έδειχνε την Ομάιρα με κατακόκκινα μάτια, βυθισμένη μέχρι τη μέση στα λασπόνερα.
Απευθυνόμενη στη μητέρα της, μια νοσοκόμα που είχε ταξιδέψει στην πρωτεύουσα Μπογκοτά για δουλειά πριν ξεσπάσει η καταστροφή, η Ομάιρα είπε: «Προσευχήσου να μπορέσω να περπατήσω και για να με βοηθήσουν αυτοί οι άνθρωποι. Μαμά, σ’ αγαπώ πάρα πολύ, μπαμπά σ’ αγαπώ, αδερφέ μου, σ’ αγαπώ».
Μετά από 60 ώρες, τα χέρια της Ομάιρα άρχισαν να ασπρίζουν και τα μάτια της να μαυρίζουν, και λίγο αργότερα άφησε την τελευταία της πνοή.
Την τρίτη και τελευταία ημέρα της, οι διασώστες αναφέρουν ότι η Ομάιρα άρχισε να έχει παραισθήσεις, λέγοντας σε παρευρισκομένους ότι ανησυχούσε μήπως αργήσει στο μάθημα των μαθηματικών της.
Ζήτησε, επίσης, από εκείνους που της κρατούσαν συντροφιά να φύγουν για να ξεκουραστούν.
Μετά τον θάνατό της, διαπιστώθηκε ότι τα χέρια της θείας της ήταν μπλεγμένα γύρω από τα πόδια της Ομάιρα.
Ωστόσο, ήταν μία συγκεκριμένη εικόνα της Ομάιρα, την ώρα που κρατιόταν στη ζωή ενώ οι διασώστες προσπαθούσαν να την απελευθερώσουν από τη λάσπη, που έγινε το εμβληματικό σύμβολο αυτής της τραγωδίας και συνεχίζει να συγκινεί την παγκόσμια κοινότητα.
Ο Γάλλος φωτορεπόρτερ Φρανκ Φουρνιέ απαθανάτισε τις τελευταίες στιγμές της σε μια σπαρακτική φωτογραφία, η οποία τιμήθηκε με το βραβείο World Press Photo της Χρονιάς το 1986.
Ο Φουρνιέ δέχθηκε κριτική από το κοινό, με αρκετούς να αναρωτιούνται γιατί δεν βοήθησε την Ομάιρα την ώρα που πέθαινε.
Σε συνέντευξή του στο BBC, ο Γάλλος φωτογράφος μίλησε για το πώς ήταν αδύνατο να σωθεί η μικρή και υπερασπίστηκε την απόφασή του να τραβήξει φωτογραφίες πριν από τον θάνατό της.
«Ξέσπασε κατακραυγή, συζητήσεις στην τηλεόραση για τον ρόλο του φωτορεπόρτερ, για το αν φέρθηκε ως όρνιο. Αλλά εγώ ένιωσα ότι η ιστορία έπρεπε να ειπωθεί και ήμουν πιο ευχαριστημένος που υπήρξε αντίδραση, θα ήταν χειρότερα αν κανείς δεν νοιαζόταν. Είμαι ξεκάθαρος για το τι κάνω και πώς το κάνω και προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου με όσο περισσότερη ειλικρίνεια και ακεραιότητα μπορώ. Πιστεύω ότι η φωτογραφία βοήθησε να συγκεντρωθούν χρήματα για βοήθεια και να αναδειχθεί η ανευθυνότητα και η έλλειψη θάρρους των ηγετών της χώρας».
Ο ίδιος πρόσθεσε: «Υπήρχε προφανής έλλειψη ηγεσίας. Δεν υπήρχαν σχέδια εκκένωσης, παρότι οι επιστήμονες είχαν προβλέψει την καταστροφική έκταση της έκρηξης».
Θυμήθηκε επίσης τις τελευταίες στιγμές της λέγοντας: «Χάραζε και το καημένο το κορίτσι υπέφερε και ήταν πολύ συγχυσμένο. Όταν τραβούσα τις φωτογραφίες ένιωθα εντελώς ανίσχυρος μπροστά σε αυτό το μικρό κορίτσι, που αντιμετώπιζε τον θάνατο με θάρρος και αξιοπρέπεια. Μπορούσε να αισθανθεί ότι η ζωή της τελείωνε».
Ο Φουρνιέ δήλωσε επίσης: «Οι άνθρωποι εξακολουθούν να βρίσκουν τη φωτογραφία ενοχλητική. Αυτό δείχνει τη διαρκή δύναμη αυτού του κοριτσιού. Ήμουν τυχερός που μπόρεσα να γίνω η γέφυρα που τη συνέδεσε με τον κόσμο. Είναι κάτι μαγικό».
Μιλώντας για την Ομάιρα, ο Φουρνιέ θυμήθηκε ότι ήταν «μια απίστευτη προσωπικότητα».
«Μιλούσε στους ανθρώπους που προσπαθούσαν να τη σώσουν με απόλυτο σεβασμό, τους έλεγε να πάνε σπίτι να ξεκουραστούν και μετά να επιστρέψουν», συμπλήρωσε.
Η Ομάιρα ζούσε με τον πατέρα της, τον μικρότερο αδερφό της και τη θεία της τη στιγμή της τραγωδίας, όλοι τους πέθαναν ακαριαία, παρασυρμένοι από τη φονική λάσπη.
Η μητέρα της, Μαρία Αλεΐδα Σάντσες, που είχε μεταβεί στην Μπογκοτά για να εργαστεί ως νοσοκόμα, παρακολούθησε αβοήθητη από την πρωτεύουσα την επιδείνωση της κατάστασης της κόρης της.
Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο της κόρης της, το 2015, η Μαρία μίλησε με αγάπη για την Ομάιρα σε συνέντευξή της:
«Η Ομάιρα λάτρευε το διάβασμα. Ήταν πολύ ξεχωριστή για μένα και λάτρευε τον αδερφό της. Είχε τις κούκλες της, αλλά τις είχε κρεμασμένες στον τοίχο. Δεν της άρεσε να παίζει με κούκλες, ήταν αφοσιωμένη στο σχολείο της».
Το ηφαίστειο, το οποίο δεσπόζει πάνω από την πόλη Αρμέρο στην ανατολική Κολομβία, είχε παραμείνει ανενεργό για 69 χρόνια, γι’ αυτό και οι κάτοικοι και οι αρχές δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα, αποκαλώντας το «κοιμισμένο λιοντάρι».
Οι επιστήμονες είχαν προειδοποιήσει για μια θανατηφόρα έκρηξη επί μήνες, αλλά κανένα σχέδιο αντιμετώπισης δεν είχε εκπονηθεί.
Όταν το Νεβάδο ντελ Ρουίς εξερράγη, έλιωσε μέρος του παγοκαλύμματός του, δημιουργώντας ένα τείχος λάσπης ύψους 45 μέτρων, που κατέκλυσε τον ποταμό Λαγκουνίγια.
Περίπου 23.000 από τους 28.000 κατοίκους του Αρμέρο πέθαναν ή αγνοούνται, καθώς η λάσπη ξερίζωσε δέντρα και σκέπασε ολόκληρα σπίτια.
Άλλοι 2.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν ή αγνοούνται στην απέναντι πλευρά του ηφαιστείου.
Χρειάστηκαν 12 ώρες για να φτάσουν τα σωστικά συνεργεία στο Αρμέρο μετά την καταστροφή, γεγονός που σήμαινε ότι πολλοί τραυματίες είχαν ήδη πεθάνει.
Η πόλη, γνωστή άλλοτε ως «η λευκή πόλη», γέμισε με πεσμένα δέντρα, ανθρώπινα σώματα και σωρούς από ερείπια.
Το Αρμέρο παραμένει μέχρι σήμερα μια πόλη-φάντασμα, καθώς οι επιζώντες μετεγκαταστάθηκαν στις κοντινές πόλεις Γουαγιαμπάλ και Λέρδα.
Αυτό που απομένει από το Αρμέρο είναι κατεστραμμένα κτήρια, οχήματα και νεκροταφεία για να τιμούν τις χιλιάδες ζωές που χάθηκαν.