Η Συρία χαιρέτησε την ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ, ότι θα προχωρήσει σε άρση των κυρώσεων που είχαν επιβάλλει οι ΗΠΑ ως αντίποινα στον τρόπο διακυβέρνησης του έκπτωτου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.

Ο Σύρος υπουργός Οικονομικών Μοχάμαντ Γιασίρ Μπαρνίγια δήλωσε την Τρίτη στο επίσημο συριακό πρακτορείο ειδήσεων SANA ότι η απόφαση αυτή «θα βοηθήσει τη Συρία να ανοικοδομήσει τους θεσμούς της, να παράσχει τις βασικές υπηρεσίες στον πληθυσμό και να ανοίξει μεγάλες προοπτικές στις επενδύσεις αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη στο μέλλον της χώρας».

Σύμφωνα με τον Τζιχάντ Γιαζίγκι, διευθυντή του οικονομικού ιστότοπου «The Syria Report», «οι αμερικανικές κυρώσεις ήταν οι πιο δεσμευτικές μεταξύ όλων των δυτικών κυρώσεων».

Η άρση τους αντιπροσωπεύει επομένως μια πολύ ισχυρή πολιτική ένδειξη: ότι απλά όλος ο κόσμος μπορεί εκ νέου να συνεργαστεί με τη Συρία, ότι ξαναρχίζουμε από το μηδέν, κάτι που είναι ζωτικής σημασίας”, εξηγεί στο Γαλλικό Πρακτορείο. Προσθέτει ότι «η πιο ορατή άμεση ισχύς θα είναι η διευκόλυνση της μεταφοράς χρημάτων που προέρχονται από τις χώρες του Κόλπου, καθώς και της αναπτυξιακής βοήθειας γενικότερα».

Οι αμερικανικές κυρώσεις στην πλειονότητά τους επιβλήθηκαν μετά την έναρξη της σύγκρουσης το 2011. Στόχευαν τον πρώην πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ, ο οποίος κατέστειλε αιματηρά αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, αλλά και αρκετά μέλη της οικογένειάς του καθώς και πολιτικούς και οικονομικούς αξιωματούχους. Το 2020 νέες κυρώσεις τέθηκαν σε ισχύ βάσει του «νόμου Καίσαρα», στοχοθετώντας πολλούς συγγενείς του Μπασάρ αλ Άσαντ, όπως τη σύζυγό του Άσμα, με το πάγωμα των περιουσιακών τους στοιχείων στις ΗΠΑ.

Ο νόμος αυτός προβλέπει επίσης αυστηρές κυρώσεις σε βάρος οποιασδήποτε οντότητας που συνεργάζεται με το συριακό καθεστώς. Στοχοποιεί επίσης τους τομείς της κατασκευής, του πετρελαίου και του αερίου και απαγορεύει κάθε αμερικανική βοήθεια στην ανοικοδόμηση, με εξαίρεση τις ανθρωπιστικές μη κυβερνητικές οργανώσεις.

Για τους Σύρους, εκ των οποίων σχεδόν το 90% ζει κάτω από το όριο της φτώχειας σύμφωνα με τον ΟΗΕ, ο αντίκτυπος θα εξαρτηθεί από το χρονοδιάγραμμα της άρσης των τραπεζικών κυρώσεων, «καθώς αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα αλληλεπιδρά με το συριακό τραπεζικό σύστημα», εξηγεί ο Γιαζίγκι και έτσι θα επιτρέπει τις μεταφορές χρημάτων προς και από τη Συρία. Αυτό «θα βελτιώσει την εμπορική δραστηριότητα, θα ενισχύσει τις επενδύσεις, θα δημιουργήσει πολλές θέσεις εργασίας και θα δώσει ώθηση στο οικονομικό περιβάλλον», πρόσθεσε.

Όσο για τη λίρα Συρίας, η οποία έχει χάσει περίπου το 90% της αξίας της από τότε που άρχισε η σύγκρουση, ο Γιαζίγκι εκτιμά ότι η εισροή δολαρίων στη χώρα θα μπορούσε να έχει θετική επίδραση στη σταθεροποίησή της, ίσως και στην ενίσχυσή της.

Ωστόσο, ο πολιτικός οικονομολόγος Καράμ Σάαρ εξηγεί ότι «οι διαδικασίες της άρσης των κυρώσεων είναι μακρές και πολύπλοκες, ακόμη και όταν υπάρχει πολιτική βούληση”. «Θα χρειαστούν αρκετοί μήνες για την άρση αυτών των κυρώσεων, καθώς πρόκειται επίσης για τιμωρητικά νομοθετικά κείμενα, ορισμένες κυρώσεις εμπίπτουν σε νόμους και δεν είναι απλώς εκτελεστικά διατάγματα».

Όσον αφορά τον «νόμο Καίσαρα», ο Σάαρ υπενθυμίζει ότι «ο πρόεδρος μπορεί να αναστείλει τις κυρώσεις, αλλά δεν μπορεί να τις καταργήσει χωρίς ψηφοφορία στο Κογκρέσο». Μετά την άρση των κυρώσεων, ο Γιαζίγκι δηλώνει ότι «μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και να σχεδιάζουμε μια ανοικοδόμηση σε μεγαλύτερη κλίμακα» αλλά ότι «η άρση των κυρώσεων από μόνη της δεν αρκεί».

Ο ΟΗΕ υπολογίζει σε περισσότερα από 400 δισεκατομμύρια δολάρια το κόστος της ανοικοδόμησης έπειτα από 14 χρόνια πολέμου που άφησαν πίσω τους περισσότερους από 500.000 νεκρούς και περισσότερους από 10 εκατομμύρια εκτοπισμένους. Σύμφωνα με τον Τζιχάντ Γιαζίγκι, θα χρειαστεί επίσης «να κινητοποιηθούν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι για να στηριχτεί αυτή η διαδικασία» κυρίως από τις χώρες του Κόλπου και της Ευρώπης.

Πηγή: ΑΠΕ