Ο ΟΗΕ σε έκθεση που δημοσιεύεται σήμερα προειδοποιεί πως έπειτα από την ανάκαμψη μετά τη Covid, η ανθρωπότητα βίωσε μια «απροσδόκητη» και «ανησυχητική» επιβράδυνση στην ανάπτυξή της το 2024, ακόμη και πριν από τις δραστικές περικοπές στη διεθνή βοήθεια.

Πριν από την ανατροπή που προκάλεσε η πανδημία και οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου μείωση του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (ΔΑΑ) το 2020 και το 2021, ο οποίος λαμβάνει υπόψη το βιοτικό επίπεδο, την υγεία και την εκπαίδευση, ο κόσμος βρισκόταν σε ανοδική τροχιά που θα του επέτρεπε να επιτύχει υψηλό επίπεδο ανθρώπινης ανάπτυξης έως το 2030.

Ωστόσο, η ανάκαμψη που είχε επιτρέψει στην οικονομία να επιστρέψει στα επίπεδα προ COVID το 2023 «φαίνεται να χάνει τη δυναμική της» και το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών έχει διευρυνθεί περαιτέρω, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη (UNDP).

Έτσι, «αν η αργή πρόοδος που καταγράφηκε το 2024 γίνει η νέα κανονικότητα», η επίτευξη αυτού του επιθυμητού υψηλού επιπέδου ανάπτυξης «θα μπορούσε να διαρκέσει αρκετές δεκαετίες ακόμη, γεγονός που θα καθιστούσε τον κόσμο μας λιγότερο ασφαλή, πιο διχασμένο και πιο ευάλωτο σε οικονομικά και οικολογικά σοκ», προειδοποιεί ο επικεφαλής του UNDP, Άχιμ Στάινερ.

Ακόμα περισσότερο καθώς αυτή η επιβράδυνση ξεκίνησε ακόμη και πριν από τις πρόσφατες δραστικές περικοπές στη διεθνή βοήθεια που ανακοίνωσαν αρκετές χώρες, ιδίως οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Αν οι πλούσιες χώρες «σταματήσουν να χρηματοδοτούν την ανάπτυξη», «αυτό θα έχει αντίκτυπο στις οικονομίες, τις κοινωνίες και ναι, μπορεί να αντικατοπτριστεί στον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης σε ένα ή δύο χρόνια: μικρότερο προσδόκιμο ζωής, μείωση των εισοδημάτων, περισσότερες συγκρούσεις», λέει ο Στάινερ σε συνέντευξή του στο AFP.

Ενώ οι ειδικοί του UNDP δεν είναι ακόμη βέβαιοι για τις υποκείμενες αιτίες της επιβράδυνσης που παρατηρήθηκε το 2024, έχουν εντοπίσει ως έναν από τους παράγοντες μια επιβράδυνση στην πρόοδο του προσδόκιμου ζωής, πιθανόν συνδεδεμένη με παρενέργειες της Covid ή με τον αυξανόμενο αριθμό πολέμων σε όλο τον κόσμο.

Σε αυτό το πλαίσιο, το UNDP ελπίζει ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να «αναβιώσει την ανάπτυξη».

Η έκθεση εστιάζει στις προκλήσεις και τους κινδύνους των εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης, επικαλούμενη έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 21.000 άτομα σε 21 χώρες το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 2024 και Ιανουαρίου 2025.

Τα αποτελέσματά της δείχνουν ότι περίπου ένας στους πέντε ανθρώπους χρησιμοποιεί ήδη Τεχνητή Νοημοσύνη και τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων αναμένουν να τη χρησιμοποιήσουν το επόμενο έτος για την εκπαίδευση, την υγεία και την εργασία.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη «θα αλλάξει σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής μας», σημειώνει ο Στάινερ, εκτιμώντας ότι η ευκαιρία που αντιπροσωπεύει για την ανθρώπινη ανάπτυξη είναι πλέον «θέμα επιλογής».

«Το μέλλον είναι στα χέρια μας. Η τεχνολογία αφορά τους ανθρώπους, όχι μόνο τα πράγματα… », τονίζει η έκθεση.

Ενώ περίπου οι μισοί από τους ερωτηθέντες αναμένουν ότι τουλάχιστον ορισμένες από τις θέσεις εργασίας τους θα αντικατασταθούν από την Τεχνητή Νοημοσύνη, φαίνονται επίσης έτοιμοι να εκμεταλλευτούν αυτή την ευκαιρία: το 60% των ερωτηθέντων ελπίζει στη δημιουργία θέσεων εργασίας που δεν υπάρχουν.

Το UNDP επισημαίνει επίσης τους κινδύνους που σχετίζονται με την Τεχνητή Νοημοσύνη, συμπεριλαμβανομένων των ανισοτήτων στην πρόσβαση μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, και των «πολιτισμικών προκαταλήψεων» που σχετίζονται με μερικά δεδομένα και τις χώρες όπου αναπτύσσονται τα εργαλεία και σχεδιάζονται τα chatbot.

Μια πρόσφατη μελέτη ερευνητών του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, την οποία επικαλείται η έκθεση, δείχνει ότι οι απαντήσεις του ChatGPT είναι πιο κοντά σε εκείνες ενός ανθρώπου που ζει σε μια πλούσια αγγλόφωνη χώρα παρά σε εκείνες κάποιου κατοίκου φτωχής χώρας.

Ωστόσο, «μπορούμε να επινοήσουμε λύσεις για να μειώσουμε αυτόν τον κίνδυνο», σημειώνει ο Στάινερ, υποστηρίζοντας ότι αυτό δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για να απορριφθούν οι ευκαιρίες που παρέχει η Τεχνητή Νοημοσύνη για παράδειγμα στην ιατρική έρευνα.

Πηγή: ΑΠΕ