Το γεγονός που περίμενε με αγωνία όλη η φίλαθλη Ελλάδα είναι εδώ! Η διοργάνωση που κανείς δεν γνωρίζει με σιγουριά πότε, πώς, με ποιες συνθήκες και εάν θα αρχίσει και φυσικά πότε, πώς, με ποιες συνθήκες και εάν θα τελειώσει, κρατώντας σε αγωνία τους πάντες, έκανε σέντρα αυτό το Σαββατοκύριακο. Ο λόγος φυσικά για το πρωτάθλημα της Super League, που άπαντες οι «κολλημένοι» αγαπούν να μισούν, αλλά δεν μπορούν να ξεκόψουν από την ευλαβική παρακολούθησή του και την ενασχόλησή του με αυτό. Μεταξύ αυτών και ο συντάκτης του κειμένου…

Άλλωστε, το ελληνικό πρωτάθλημα ήταν πάντα ένα από τα αγαπημένα θέματα συζήτησης του λαού, ειδικά των λεγόμενων μεσαίων στρωμάτων της κοινωνίας μας. Όχι ότι η high class αποκλείεται από αυτήν την ιδιότυπη κάστα. Δεν είναι λίγες οι φορές που άνθρωποι της υψηλής κοινωνίας βγάζουν έναν άλλο, διαφορετικό εαυτό, όταν ξεχειλίζει το πάθος τους για όσα βλέπουν να συμβαίνουν μέσα στις τέσσερις γραμμές του πράσινου σκηνικού, εκεί όπου 22 -κατά κανόνα- άνθρωποι κυνηγούν μια μπάλα. Το πεδίο του debate αυτού επεκτείνεται από τα γήπεδα, σε καφενεία, μπαλκόνια σπιτιών, γραφεία εταιρειών, προαύλια σχολείων, social media και πάει λέγοντας, με τις κουβέντες να μην έχουν σε πολλές περιπτώσεις τελειωμό. Όσο για το βασικό συμπέρασμα, αυτό είναι το «συμφωνούμε πως διαφωνούμε».

Για την οικονομία του κειμένου δεν θα επεκταθούμε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά θα περιοριστούμε στις πιο χαρακτηριστικές, εκείνων των ανθρώπων που πηγαίνουν στο γήπεδο και δίνουν το δικό τους «χρώμα» στις εξέδρες. Οι κατηγορίες είναι αρκετές, ίσως να μας διέφυγαν και κάποιες, αλλά σίγουρα ο καθένας από εμάς τις έχει συναντήσει. Ας τις δούμε λοιπόν…

Ο «προπονητής»

Πιθανότατα η πιο συχνή κατηγορία οπαδού που συναντάς στα ελληνικά γήπεδα. Έχει γνώση για όλα τα συστήματα που επιλέγει ο άνθρωπος που έτυχε -αντί για εκείνον- να βρίσκεται στον πάγκο της αγαπημένης του ομάδας. Εάν δει στον αγωνιστικό χώρο 4-3-3, θα διαμαρτυρηθεί για το γεγονός ότι δεν επιλέχθηκε το 3-5-2, για να γίνει πιο «σφιχτή» η αμυντική λειτουργία. Εάν κατά τη διάρκεια του αγώνα τύχει και η διάταξη αλλάξει σε αυτήν που είχε στον νου του, οι συνηθισμένες απαντήσεις του είναι: «Τώρα που το έκανε ο… μυρωδιάς είναι αργά» και «Έπρεπε να το γυρίσει σε 4-4-2». Έχει παίξει Football Manager, άλλωστε, αυτός και ξέρει.

Για τη δε επιλογή προσώπων, εκεί είναι που βγαίνει από τα ρούχα του. «Μα καλά, τι το έβαλες αυτό το κρέας; Δεν βλέπεις ότι δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του;» και «Πότε έπαιξε καλά αυτός για να παίξει τώρα;», είναι οι ατάκες που συνήθως ξεστομίζονται από τα χείλη του. Εάν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και αυτός που έκραζε στείλει την μπάλα στα δίχτυα ή κάνει μια τρομερή ενέργεια, οι αντιδράσεις του συνήθως είναι οι εξής: «Έβαλε ένα γκολ και κάτι έγινε, το θέμα είναι να παίζει όλη τη χρονιά έτσι» και «Δεν έκανε και τίποτα φοβερό». Υπάρχουν, βέβαια, και οι λίγο πιο ξετσίπωτοι, αυτοί που φωνάζουν «Μπράβο ρε παικταρά μου», έχοντας κάνει κυβίστηση ανάλογη του Ιωάννη Μελισσανίδη στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα. Πάντως, συνήθως είναι καλά παιδιά, που ξέρουν και λίγη μπαλίτσα, οπότε συγχωρούνται…

Ο «πρόεδρος»

Ο άνθρωπος που θα ήθελε να ήταν επικεφαλής της διοίκησης του αγαπημένου του συλλόγου σε όλα τα σπορ, αλλά κυρίως στο πιο λαοφιλές ποδόσφαιρο. Με αυτόν η ομάδα θα είχε φέρει τον Κριστιάνο Ρονάλντο (σιγά τη Γιουβέντους τώρα…) και θα τον πλαισίωνε με τον Λιονέλ Μέσι, θα είχε πείσει τον Γιούργκεν Κλοπ για να κάτσει στον πάγκο, φέρνοντάς του ως βοηθό τον Πεπ Γκουαρδιόλα και θα είχε χτίσει ένα γήπεδο 80.000 θέσεων για να προσέρχεται μαζικά ο «πύρινος» κόσμος της ομαδάρας.

Επίσης, με αυτόν τιμονιέρη η Ελλάδα θα είχε κατακτήσει τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο σε επίπεδο συλλόγων, συνήθως το Europa League, γιατί είναι ταπεινός και το Champions League είναι… λιγάκι πιο δύσκολος στόχος. Φυσικά, το Σούπερ Καπ Ευρώπης είναι δεδομένο. Κατά κανόνα η συζήτηση μαζί του τελειώνει στο «μα, Μήτσο μου, δεν έχεις τα λεφτά για όλα αυτά» και εκείνος παρακολουθεί το υπόλοιπο του αγώνα βλοσυρός και χωρίς πολλές άλλες κουβέντες. Από τις συμπαθείς μορφές των εξεδρών, πάντως…

Ο «προεδρικός»

Αυτός που αγαπά τον πρόεδρο της ομάδας πιο πολύ και από ό,τι τη γυναίκα του (αυτό είναι σίγουρο), ή από ό,τι ο Ιντερφίξ τον Οβελίξ. Μάλιστα, είναι πιθανό να φιλά περισσότερες φορές τη φωτογραφία του παράγοντα που τυγχάνει να βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στην ηγεσία της αγαπημένης του ομάδας, από τη Φλώρα Μπαρμπαρίτσα το εικόνισμα με τη μορφή του τέως.

Μπορεί να έχει περάσει από την ομάδα του ο Αρμαγεδώνας, αλλά αυτός θα είναι πιστός στον «άρχοντα, που χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχαμε». Τα επιχειρήματά του για να στηρίξει ακόμη και τα λάθη του ανθρώπου που λατρεύει, είναι: «Μα, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, έτσι είναι το σύγχρονο ποδόσφαιρο» και «Δεν θυμάσαι τι προβλήματα είχαμε το 1824, όταν την ομάδα είχε αναλάβει ο δευτεροξάδελφος του Κολοκοτρώνη; Να σταματήσει ο πόλεμος…». Συνήθως είναι μέσα στους υποψήφιους για καυγά, οπότε από μακριά.

Ο «αντι-προεδρικός»

Το ακριβώς αντίθετο του προεδρικού. Συνήθως είναι το next level του «προέδρου», που απηύδησε γιατί βλέπει την ομάδα «να μην προοδεύει» κι ας έχει εκείνη κατακτήσει τρία σερί νταμπλ, πηγαίνει καλά στην Ευρώπη και δίνει ωραίο ποδοσφαιρικό θέαμα. Το ότι δεν έχει καταφέρει να πάει «αυτό το χάλι» σε έναν ευρωπαϊκό τελικό, κάτι πολύ… σύνηθες για τα ελληνικά δεδομένα, είναι για εκείνον θανάσιμο αδίκημα.

Μερικά ακόμη πράγματα που μπορεί να τον πειράξουν είναι… οι άσχημες φανέλες που έχουν οριζόντιες ρίζες και όχι κάθετες, ο χορηγός που είναι πολύ μεγαλύτερος από το σήμα, η κακή εικόνα του βγάζει ο σύλλογος προς τον υπόλοιπο κόσμο -ειδικά σε σχέση με τους μεγάλους αντιπάλους- και ό,τι άλλο άπτεται στις αρμοδιότητες της διοίκησης. Είναι το ίδιο εκδηλωτικός με τον «προεδρικό», με αποτέλεσμα να είναι πιθανό να μπλέξει σε καυγάδες. Συνήθως με εκείνον…

Ο «μπινελίκιας»

Δεν αποτελεί την πλειοψηφία. Είναι ο ένας στους χίλιους, αλλά θα τον βρεις σχεδόν σε κάθε παιχνίδι. Δεν είναι απαραίτητο να αγαπά μόλις μια ομάδα, καθώς αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να «στολίζει» όποιον του κάνει κέφι εκείνη τη στιγμή, αδιαφορώντας ακόμη κι αν δίπλα του κάθεται ένα εξάχρονο παιδάκι, που ο άμοιρος πατέρας έκανε το λάθος να το πάρει μαζί του στο γήπεδο. Εκείνος θέλει να ξεδώσει και να πάει μετά στο σπίτι του με λιγότερα νεύρα. Όχι απαραίτητα, φυσικά…

Μεταξύ των ανθρώπων που θα πιάσει στο στόμα του είναι οι αντίπαλοι ποδοσφαιριστές, οι παίκτες (τα «κρέατα» για την ακρίβεια) της δικής του ομάδας -εάν το ματς δεν πηγαίνει καλά, η μπάλα, τα σημαιάκια και φυσικά ο αγαπημένος του διαιτητής. Συνήθως θα τον βρεις στη γωνία του κόρνερ, όπου μπορεί να έρθει πιο κοντά με τους υποψήφιους «στόχους» του, ενώ μπορεί κάποιες φορές ο κόσμος να γελάσει με μια του ατάκα. Πηγαίνει σε γήπεδα με λίγο κόσμο για να ακούγεται, ενώ μπορεί να διαπληκτιστεί με κάποιον συγγενή από όλους αυτούς που έριξε τα «μπινελίκια» του.

Ο «ξέρω ‘γω»

Είναι ο οπαδός που τα ξέρει όλα. Πραγματικά όλα, όμως… Από το ότι ο Καραμήτσουλας θα βάλει δύο γκολ, κι ας μην ακουμπήσει τελικά μπάλα σε όλο το ματς, τη μεταγραφή του Μαξίμ Αντέεφ στη Γκόμελ της Λευκορωσίας και το παρασκήνιο γύρω από αυτή, μέχρι και… τα θέματα των εισαγωγικών εξετάσεων στο ΕΠΑΛ, για όσους σπουδάζουν ψυκτικοί. Έχει άποψη για οτιδήποτε γίνεται στον αγωνιστικό χώρο, έξω από αυτόν, στα γραφεία της ΕΠΟ και της Super League, ακόμη και σε Κρεμλίνο και Λευκό Οίκο. «Άκουσέ με, ξέρω ‘γω…».

Δεν είναι λίγοι από αυτούς στις εξέδρες, αλλά δεν θα έβγαζαν και κυβέρνηση. Για την ακρίβεια, με δυσκολία θα έμπαιναν στη Βουλή… Συνήθως κάθονται ήσυχοι, αρκεί να μην τους «τσιγκλίσει» κάποιος και αρχίσουν την κουβέντα. Εάν γίνει αυτό το λάθος, αυτός που το έκανε θα παρακαλούσε να βράζει σε ένα καζάνι της κόλασης, όπου θα τον είχαν βάλει με το κεφάλι ανάποδα. Τουλάχιστον δεν θα τον άκουγε…

Ο καχύποπτος

Αυτός που κάθε παιχνίδι το «βλέπει» στημένο. Μπορεί το φαβορί να κερδίζει το αουτσάιντερ με 4-0, αλλά αυτό δεν θα τον πείσει ότι δεν συνέβη κάτι… παράξενο. Κάτι θα βρει να πει για τη «μειωμένη απόδοση» της ομάδας που χάνει. Εάν τύχει και γίνει το 4-1, τότε θα γυρίσει το έργο και θα ξεστομίσει «το είχαν παίξει γκολ-γκολ». Κλασική ατάκα, που σίγουρα την έχουν ακούσει όλοι οι τακτικοί θαμώνες των γηπέδων. Ακόμη και το πόσες φορές έδεσε τα κορδόνια του ένας ποδοσφαιριστής, θα αποτελέσει αντικείμενο ενασχόλησης για εκείνον, ψάχνοντας ως άλλος Ηρακλής Πουαρώ το… έγκλημα πίσω από αυτήν την κίνηση.

Μια από τις αγαπημένες του συνήθεις είναι να παίρνει τηλέφωνο σε αθλητικές εκπομπές -κυρίως ραδιοφωνικές- όπου και θα αναλύσει γιατί το παιχνίδι που είδε ήταν «αβαβά». Ωστόσο, θα αποφύγει επιμελώς να μπει σε λεπτομέρειες. Αποτελεί τον εφιάλτη για κάθε ραδιοφωνικό παραγωγό, καθώς εκείνος σκέφτεται πότε θα σκάσει ο εισαγγελέας να τον μαζέψει, που δεν ανέκοψε το κρεσέντο της προσωποποιημένης έκδοσης της Sport Radar.

Ο «Ταλιμπάν»

Είναι ο πιο πιστός οπαδός της ομάδας. Αυτός που την ακολουθεί εντός και εκτός έδρας, ακόμη κι αν το ματς γινόταν σε γήπεδο που χτίστηκε σε εν ενεργεία ηφαίστειο, πάνω σε ρήγμα που δεν δίνει σεισμό μικρότερο των 7 Ρίχτερ. Για την ακρίβεια, αυτό θα ήταν ιδανικό σενάριο για εκείνον, καθώς «με την ομαδάρα θα πήγαινα και στην κόλαση». Έχει ξενερώσει με την απαγόρευση μετακίνησης οπαδών και νιώθει ευλογία εάν τύχει κάποιο ευρωπαϊκό ταξίδι, ας είναι και στα Νησιά Φερόε Ιανουάριο μήνα.

Δεν είναι απαραίτητο ότι θα συμμετάσχει σε μπάχαλα. Άλλωστε, αυτή η κατηγορία δεν μας αφορά. Ωστόσο, φτιάχνεται εάν πάνω από το κεφάλι του εκσφενδονίζονται πέτρες, τούβλα, καδρόνια, ή μια ολόκληρη οικοδομή. Άλλωστε, αυτό είναι challenge για εκείνον και δεν μασάει. Εκτός γηπέδου μπορεί να είναι ο Γιωργάκης, που θα συζητήσετε ήρεμα μέχρι και για την Τρύπα του Όζοντος, αλλά όταν μπαίνει στον χώρο του, δεν πρόκειται να τον αναγνωρίσεις. Παρόλα αυτά, σέβεται πάντα την ομάδα του και όσους την εκπροσωπούν και δεν βρίζει ποτέ «δικούς» του.

Ο «δεν πατάω»

Η κατηγορία οπαδών του καναπέ. Αυτός που εάν τον ρωτήσεις πώς είδε την ομάδα, θα σου πει «τι να κάτσω να δω;», κι ας έχει αναλύσει από την αναπαυτική του θέση μέχρι και το γιατί ο τερματοφύλακας έβγαλε κόρνερ ένα εύκολο σουτ και δεν μπλόκαρε την μπάλα. Θα σου πει ότι προτιμά να δει Μάντσεστερ Σίτι-Τότεναμ, επειδή «εκεί παίζεται μπάλα», ενώ στο… οπλοστάσιό του έχει τουλάχιστον δύο τηλεοράσεις, για να μην χάνει φάση.

Στη σπάνια εμφάνισή του στο γήπεδο, θα έρθει με ένα σνομπ ύφος, του στιλ «μα, πώς με έβγαλε η άτιμη η μοίρα εδώ πέρα», αλλά θα… λυσσάξει να πιάσει κουβέντα με τους γύρω του, για να τους πείσει ότι αυτό που βλέπουν είναι ένα ποταπό θέαμα και πως θα προτιμούσε να δει το Κόλτσεστερ-Κιντενμίνστερ, που το τόπι δεν σταματάει να κυλά…

Ο «πανηγυρτζής»

Θα τον συναντήσει κανείς στο γήπεδο όταν η ομάδα πάει καλά και ΜΟΝΟ. Είναι persona non grata για τον «Ταλιμπάν», καθώς του λείπει ο οπαδική κουλτούρα, ή για την ακρίβεια δεν δίνει μια γι’ αυτήν. Σε περίπτωση που τα παιδιά σέρνονται, τότε εξαφανίζεται και φροντίζει να μην τον βρει ούτε η Αγγελική Νικολούλη. Θα ψάξει να κάνει ποδοσφαιρική κουβέντα μετά από νίκη, αλλά εάν το ματς στραβώσει, τότε θα πάει να κρυφτεί… στη σπηλιά του Νταβέλη και ακόμη βαθύτερα.

Αγαπημένα του παιχνίδια είναι αυτά στα οποία «κλειδώνει» ο τίτλος, ενώ είναι πρώτη μούρη στις φιέστες. Θα ψάξει να μπει στη μικτή ζώνη με κάθε τρόπο για να βγάλει μια selfie με τον παικταρά, ενώ θα στηθεί από τους πρώτους στις ουρές για εισιτήριο, σε περίπτωση που η «ομαδάρα παίζει τελικό». Γενικά, όπου δείτε πολύ κόσμο σε εξέδρα που μαζεύει αρκετά λιγότερο, αυτός θα αποτελείται κυρίως από «πανηγυρτζήδες», ιδίως σε μεγάλα γήπεδα.

Ο «δεν βλέπεται»

Το αντίθετο του «Ταλιμπάν», αν και δεν προκαλεί τα ίδια συναισθήματα… λατρείας προς το πρόσωπό του όσο ο «πανηγυρτζής». Δεν ικανοποιείται σχεδόν με τίποτα, ακόμη κι αν η ομάδα του κερδίσει με 7-0, γιατί «κακώς έκατσε μετά το 67’ και δεν το έκανε 10-0». Ο Γκρινιάρης από τα Στρουμφάκια είναι μπροστά του ένας easy going χαρακτήρας, στον οποίον μπορείς να εξομολογηθείς ό,τι κι αν σε απασχολεί. Με τον «δεν βλέπεται», όμως, τέτοιο λάθος δεν κάνεις.

Είναι συχνός θαμώνας στο γήπεδο, αγαπάει τη φανέλα και το σήμα παθολογικά, αλλά αυτό που λατρεύει είναι να παραπονιέται για οτιδήποτε, ακόμη και για το γεγονός ότι… ο Σπανοβαγγελοδημήτρης δεν κοίταξε λοξά έναν αντίπαλο που τον έπαιξε λίγο παραπάνω δυνατά από το συνηθισμένο. Εκτός γηπέδου γίνεται άλλος άνθρωπος, μπορείτε να ανταλλάξετε και μια-δύο κουβέντες, αλλά από τη γκρίνια του δεν θα απαλλαχτείτε.