Η δήλωση του Σισέ ότι αποχωρεί αηδιασμένος στο τέλος της χρονιάς από την Ελλάδα, θα μπορούσε να ήταν το τελευταίο κροσέ πριν ο παραμορφωμένος από το ξύλο μποξέρ πέσει με γδούπο πάνω στο ρινγκ. Στο άκουσμα της δήλωσής του με έπιασε ένα σφίξιμο στο στομάχι και το κεφάλι μου μηχανικά έσκυψε, λες και ξαφνικά έχασε τη μάχη με τη βαρύτητα.

Δεν είναι ότι ένας σούπερ σταρ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου παίρνει τη λάμψη του και φεύγει από την Ελλάδα. Σάμπως αυτό μας μάρανε τώρα; Εξάλλου, όπως λένε αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα από μένα, πιθανότατα να έψαχνε και ευκαιρία. Το θέμα είναι ότι του τη δώσαμε. Όπως ακριβώς δώσαμε την ευκαιρία σε κάποιους Γερμανούς να μας λένε απατεώνες, σε κάποιους Βρετανούς να μας «κάνουν διαφήμιση» στο μετρό του Λονδίνου, στους τροϊκανούς να μας κουνάνε το δάχτυλο, στις αγορές να μας θεωρούν αναξιόπιστους, σε κάποιους άλλους να λένε ειρωνικά: «Πουλήστε κανένα νησάκι».

Κάνω, λοιπόν, αυτήν την παρομοίωση με τον εξουθενωμένο και ματωμένο μποξέρ, γιατί ειλικρινά, αδέρφια, νιώθω ότι ως Ελληνίδα έχω φάει πολύ ξύλο και πια έχει αρχίσει να μην αντέχεται.

Τα όσα συμβαίνουν στα ποδοσφαιρικά μας γήπεδα δεν είναι αποκομμένα από τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία μας. Αντιθέτως, πιστεύω ότι είναι απολύτως αντιπροσωπευτικά: Κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, χωρίς καμία επίπτωση, κι όποιον πάρει ο χάρος! Το ίδιο συμβαίνει και με τους γνωστούς αγνώστους που τα σπάνε κάθε τόσο στην Αθήνα, το ίδιο συμβαίνει και με τους φοροφυγάδες, το ίδιο συμβαίνει με τα πολιτικά σκάνδαλα, το ίδιο με τη διαφθορά στις δημόσιες υπηρεσίες.

Η ιστορία, όμως, δυστυχώς επαναλαμβάνεται μονότονα. Κάθε φορά που ένα γεγονός ξεφεύγει από τα «αποδεκτά» για την κοινωνία όρια, έρχεται η Πολιτεία να παρέμβει «δυναμικά». Το ποια είναι τα «αποδεκτά» για την κοινωνία όρια σηκώνει πολύ συζήτηση, καθώς όλοι έχουμε γίνει λίγο – πολύ κυνικοί. Έχουμε συνηθίσει και τη βία, και την παρανομία και τη διαφθορά. Επομένως, τα αντανακλαστικά μας αρχίζουν πια να λειτουργούν στην ΠΟΛΛΗ βία, στη ΜΕΓΑΛΗ παρανομία και στην ΚΡΑΥΓΑΛΕΑ διαφθορά.

Με την προϋπόθεση, λοιπόν, ότι τηρούνται τα παραπάνω κριτήρια και ένα τέτοιο θέμα φτάνει τελικά να απασχολεί τη δημόσια σφαίρα, έρχεται η Πολιτεία να διαμηνύσει διά των αρμοδίων οργάνων της ότι τέτοια φαινόμενα δεν γίνονται ανεκτά. Εκτοξεύει μερικές αποφασιστικές και αυστηρές δηλώσεις, συνήθως συγκαλεί μία έκτακτη σύσκεψη και τις περισσότερες φορές φέρνει και ένα νομοσχέδιο, υποσχόμενη ότι το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο. Μέχρι την επόμενη φορά…

Αυτό συνέβη και στην περίπτωση του δραματικού αυτού ντέρμπι. Δευτέρα πρωί – πρωί διαβάζω στα φύλλα: «Μέσα στο Μάρτιο, η κυβέρνηση φέρνει νομοθετική ρύθμιση με αυστηρότατες ποινές και με στόχο την πάταξη της γηπεδικής βίας. Ενοχλημένη από τα νέα έκτροπα στο ντέρμπι του Σαββάτου, η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία. Τηλεφώνημα Παπούλια, πρωϊνή σύσκεψη στο ΥΠΠΟ.»

Πείτε μου, σας παρακαλώ, πόσες φορές νιώθετε ότι αυτά τα έχετε ξανακούσει, να θυμηθώ κι εγώ πόσες φορές σας τα έχω πει όσα χρόνια συναντιόμαστε στις 9 το βράδυ στη συχνότητα του ΣΚΑΪ. Ας σκεφτούμε, επίσης, πόσες φορές μας έχουν πει, σας έχω πει και έχετε ακούσει, ότι το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο για μία σειρά από πράγματα, τα οποία στη συνέχεια βλέπουμε ένα – ένα να ξεχαρβαλώνονται. Ή το μαχαίρι κάτι έχει πάθει και δεν κόβει ή έχουμε γίνει πια τόσο χοντρόπετσοι που, όσο κι αν το ζουλάμε μέσα στη σάρκα, δε θα φτάσει στο κόκκαλο ποτέ.

Ζούμε τη «Μέρα της Μαρμότας», λοιπόν. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία όσοι έχουν δει τη γνωστή ταινία έχουν λίγο πολύ νιώσει να ταυτίζονται με τον εκπληκτικό Μπιλ Μάρρεϊ. Έναν άνθρωπο που έχει παγιδευτεί στην ίδια, φρικτά βαρετή μέρα. Τη ζει, την ξαναζεί και την ξαναματαζεί, εκνευρίζεται, καταθλίβεται, απελπίζεται, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι είναι ο ίδιος που πρέπει να αλλάξει τη ζωή του.

Ειλικρινά απορώ πώς κανείς δε σκέφτηκε να γυρίσει αυτήν την ταινία στην Ελλάδα. Ούτε λεφτά για σκηνικά, ούτε για κοστούμια, ούτε για κομπάρσους ούτε για τίποτα! Οι κάμερες θα ακολουθούσαν τον Μπιλ Μάρρεϊ σε μία τυπική μέρα στην Αθήνα. Μέχρι σήμερα να συνεχίζονταν τα γυρίσματα, θα επαναλαμβάνονταν γύρω του καθημερινά ακριβώς τα ίδια πράγματα.

Μοιάζουμε να είμαστε παγιδευμένοι σε έναν ατσαλένιο ιστό αράχνης, σε ένα λαβύρινθο χωρίς φωτεινές ενδείξεις «Έξοδος», χαμένοι στην επανάληψη, στην εναλλαγή του ίδιου καρέ, σα να μην πέρασε ποτέ ο άνθρωπος από τη φωτογραφία στον κινηματογράφο. Κι ενώ ξέρουμε ότι η ζωή εκεί έξω τρέχει, εμείς κάνουμε σημειωτόν στην ίδια πλάκα του πεζοδρομίου. Βλέπουμε το ίδιο τοπίο, με τον ίδιο περαστικό, τον ίδιο σκύλο να κατουράει την κολώνα, το ίδιο αυτοκίνητο να κορνάρει, τον ίδιο τύπο να μιλάει στην τηλεόραση του καφενείου για το ίδιο θέμα καθημερινά.

Χαμένοι στην εθνική μας ρουτίνα, στα ίδια και τα ίδια, στις ίδιες παραστάσεις, στα ίδια προβλήματα, στα ίδια λόγια. Ανακύκλωση ωρών, ημερών, χρόνων. Με τη διαφορά ότι τώρα μας δέρνουν κιόλας.

Πρέπει να ξεκολλήσουμε. Έστω να προχωρήσουμε μερικές πλάκες παρακάτω. Και για να γίνει αυτό πρέπει, όπως ο Μάρρεϊ, να συνειδητοποιήσουμε πως όλο αυτό που ζούμε δε μας κάνει. Το ζούμε επειδή κατά βάθος το έχουμε αποδεχτεί, το έχουμε συνηθίσει, συμμετέχουμε σε αυτό έστω και παθητικά.

Τα πράγματα θα αλλάξουν μόνο αν αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο τα βλέπουμε. Δύο επιλογές έχουμε: Ή να αποφασίσουμε από μόνοι μας να απεγκλωβιστούμε από τη «Μέρα της Μαρμότας» ή να μείνουμε εκεί για πάντα υποκύπτοντας είτε στην ανία είτε στο ξύλο.

Επαναλαμβάνω. Δεν είναι που φεύγει ο Σισέ. Απλά όταν είσαι ήδη βαριά τραυματισμένος, ένα ελαφρύ χαστουκάκι αρκεί για να σε κάνει να σωριαστείς κάτω.

Της Σίας Κοσιώνη από την aixmi.gr