Το βράδυ της 9ης Φεβρουαρίου 1957, μία ολόκληρη γειτονιά στη Λειβαδιά βγήκε στο δρόμο από τις εκκλήσεις για βοήθεια που ακούστηκαν από το σπίτι του γείτονά τους και επιστάτη στο κοντινό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας. «Πω, πω τι πάθαμε…» φώναζαν ο Γ.Μ. και η σύζυγός του.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Όταν η αστυνομία έφτασε στο σπίτι του ζευγαριού βρήκε νεκρό το φίλο τους Ε.Κ., ο οποίος ήταν εργάτης στο εργοστάσιο.

Στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία και η γυναίκα είχε αποσυρθεί σοκαρισμένη στο δωμάτιο της. Ο Γ.Μ. ζήτησε τη βοήθεια γιατρού ο οποίος όταν έσπευσε στο σπίτι του ήταν ήδη αργά. Ο άνδρας είχε πεθάνει από αιμορραγία η οποία είχε προκληθεί από μαχαιριά στην κοιλιά. Ο Γ.Μ. και η σύζυγός του μίλησαν για ένα τραγικό δυστύχημα αλλά ο γιατρός, ο οποίος εξέτασε τη σωρό του άτυχου άνδρα, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο της εγκληματικής ενέργειας. Σε βάρος του Γ.Μ. ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και, παρά το γεγονός ότι ο εισαγγελέας εισηγήθηκε την απαλλαγή του, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο τον παρέπεμψε σε δίκη κατηγορούμενο για την δολοφονία του φίλου του.

ΜΑΧΑΙΡΙ ΕΓΚΛΗΜΑ ΦΟΝΟΣ

Το καλοκαίρι του 1957 στην αίθουσα του Κακουργιοδικείου της Αθήνας αναβίωσε, μέσα από τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της, η μοιραία βραδιά της 9ης Φεβρουαρίου.

Ένας κοινός φίλος κατηγορούμενου και θύματος κατέθεσε πως, λίγο πριν γίνει το κακό, ήταν όλοι μαζί στην κοντινή ταβέρνα και έπιναν: «Όταν χωρίσαμε οι δυο άνδρες πήγαν στο σπίτι και συνέχισαν να πίνουν…». Ο μάρτυρας εκτίμησε πως η λογομαχία του κατηγορούμενου με τη γυναίκα του ήταν η αιτία για να γίνει το κακό. Μάλιστα, σημείωσε ότι «το μαχαίρι ήταν το ίδιο μ’ εκείνο που ο κατηγορούμενος έκοβε τους μεζέδες στην ταβέρνα».

Ο γιατρός ο οποίος διαπίστωσε το θάνατο του άτυχου άνδρα εκτίμησε από τη θέση που βρήκε το πτώμα ότι επρόκειτο για έγκλημα. «Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν μ’ εμποδίζει να πιστεύω πως υπάρχει και ενδεχόμενο να πρόκειται για τυχαίο συμβάν» συμπλήρωσε ο γιατρός.

Η σύζυγος του θύματος εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι ο Γ.Μ. διέπραξε φόνο χωρίς, ωστόσο, να είναι σε θέση να εξηγήσει τι ήταν αυτό που όπλισε το χέρι του: «Ο άντρας μου έκανε παρέα με τον κατηγορούμενο γιατί ήταν επιστάτης στο εργοστάσιο που δούλευε… Έχω μάθει, μάλιστα, πως ο κατηγορούμενος εκβίαζε τις εργάτριες». Για έναν οξύθυμο άνθρωπο, ο οποίος στο παρελθόν τον είχε απειλήσει, έκανε λόγο ο γαμπρός του θύματος. Ωστόσο, φίλοι του κατηγορούμενου μίλησαν για έναν καλό άνθρωπο ο οποίος ήταν ευγενικός τόσο με τη γυναίκα του, όσο και με τους εργάτες του εργοστασίου στο οποίο εργαζόταν.  Επιπλέον, μία γειτόνισσα του ζευγαριού υποστήριξε, καταθέτοντας στο δικαστήριο, πως πριν το τραγικό περιστατικό δεν ακούστηκε κανένας καυγάς από το σπίτι. «Μόνο οι εκκλήσεις τους για βοήθεια, ακούστηκαν» είπε.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΔΙΚΗ

Η σύζυγος του κατηγορούμενου Γ.Μ. περιέγραψε πως εκείνο το βράδυ ο σύζυγός της επέστρεψε στο σπίτι τους μαζί με το φίλο του. Νωρίτερα, είπε, ήταν στο καφενείο και είχαν πιει λίγο παραπάνω. «Έστρωσα τραπέζι για να φάνε αλλά δεν κάθισα μαζί τους» υποστήριξε και συνέχισε την αφήγηση της: «Κάποια στιγμή ο σύζυγός μου με φώναξε να καθίσω μαζί τους στο τραπέζι αλλά εγώ δε δέχτηκα και τότε εκείνος μ’ έβρισε. Ο Ε.Κ. θύμωσε και είπε στον άντρα μου: “Εγώ ήλθα για να πιούμε, όχι να τσακωθούμε”. Σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε να φύγει. Ξαφνικά γλίστρησε και έπεσε στο πάτωμα. “Μαχαιρώθηκα” φώναξε κι έπεσε σχεδόν σκοτωμένος. Τρέξαμε να δούμε τι είχε γίνει. Είδαμε πως είχε πέσει πάνω σ’ ένα μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του».

Στην απολογία του ο Γ.Μ. αρνήθηκε ότι σκότωσε τον φίλο του και περιέγραψε, λεπτό προς λεπτό, όπως κι η σύζυγός του, όσα έγιναν το μοιραίο βράδυ στην τραπεζαρία του σπιτιού του. «Βγαίνοντας από το σπίτι γλίστρησε κι έπεσε πάνω στο μαχαίρι που κρατούσε στα χέρια του» είπε

Ο εισαγγελέας της έδρας εισηγήθηκε την ενοχή του κατηγορούμενου για πρόκληση θανατηφόρων τραυμάτων κι έστρεψε τα βέλη του στον συνάδελφό του ο οποίος είχε προτείνει την απαλλαγή του, κρίνοντας πως δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία σε βάρος του.

Τελικά, μετά από πολύωρη διάσκεψη οι ένορκοι με την ετυμηγορία τους αθώωσαν τον κατηγορούμενο κρίνοντας ότι, από την ακροαματική διαδικασία, δεν προέκυψε η ενοχή του.