Για το κράτος και την οικονομία, πριν και μετά την κρίση, μίλησαν οι Τάσος Γιαννίτσης, Νίκος Χριστοδουλάκης, Φίλιππος Σαχινίδης και Βασίλης Ράπανος, στην έναρξη των εργασιών της δεύτερης ημέρας του συμποσίου που συνδιοργανώνουν το ΠΑΣΟΚ και το Ινστιτούτο Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών (ΙΣΤΑΜΕ), για την 39η επέτειο ίδρυσης του Κινήματος.

Ο πρώην υπουργός Εργασίας, Τάσος Γιαννίτσης υποστήριξε ότι «οι επιλογές που έχουμε δεν είναι μονόδρομος, όμως δεν είναι και όποιες θέλουμε». Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Νίκος Χριστοδουλάκης υποστήριξε ότι υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις αντί του πρώτου μνημονίου, τα αποτελέσματα του οποίου και αμφισβήτησε. Αντίθετα, ο πρώην υφυπουργός Οικονομικών Φίλιππος Σαχινίδης υπερασπίστηκε την επιλογή του πρώτου προγράμματος σταθερότητας, δεδομένων των συνθηκών της περιόδου και υποστήριξε πως με βάση εκείνο το πρόγραμμα «έγινε δυνατό σήμερα να μιλάμε για τη δυνατότητα επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος».

Μιλώντας για τη σχέση ιδεολογίας-πολιτικής-πολιτικής οικονομίας, ο Τάσος Γιαννίτσης σημείωσε ότι «οι επιλογές που έχουμε δεν είναι μονόδρομος, αλλά δεν είναι και όποιες θέλουμε». Αφού επισήμανε ότι «η πραγματικότητα διασπά συχνά την ιδεολογία», σημείωσε ότι δεν μπορεί συνεχώς η ιδεολογία να απέχει από την πολιτική γιατί αυτό μπορεί να φέρει «κατάρρευση».

Αναφορικά με την (όποια) αριστερά, τόνισε πως είτε θα μείνει προσκολλημένη σε ιδεοληψίες υποστηρίζοντας λύσεις αδιέξοδες είτε θα ετεροκαθορίζεται από τις συγκυρίες είτε θα αναζητήσει με ανοικτό πνεύμα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον τις λίγες αλλά πραγματικές αξίες με τις οποίες μπορεί να κερδίσει την πολιτική και ιδεολογική της μάχη. Είπε ακόμα ότι πλέον «το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη να καθοδηγήσει την κοινωνία έστω και με πολιτικό κόστος, αλλιώς θα πληρώσει το κόστος της μη επιλογής και της αδράνειας που θα είναι πιο σκληρό».

Ο κ. Γιαννίτσης υποστήριξε πως «έχουμε υποχρέωση να εγκαταλείψουμε την ψευδαίσθηση και την αυταρέσκεια ότι η κεντροαριστερά ξεκινά από εμάς και ότι είμαστε πρωταγωνιστές στο έργο αυτό», για να σημειώσει ότι «αν μας ενδιαφέρει να στηρίξουμε κάτι συλλογικό, οι προσωπικές ατζέντες πρέπει να ισοπεδωθούν».

Εκτίμησε ακόμα ότι «το σκηνικό από εδώ και πέρα θα είναι σκληρά διαφορετικό από τι το γνωρίσαμε», εξηγώντας πως «όταν επανέλθει ο δανεισμός από τις αγορές, έξω από τα μνημόνια, θα είναι πιο περιορισμένος και δύσκολος».

Ο Νίκος Χριστοδουλάκης ανέφερε ότι τρία χρόνια πριν «πολλοί ήταν ευχαριστημένοι με το μνημόνιο», «οι ηγεσίες νόμιζαν ότι έτσι έλυναν το ελληνικό πρόβλημα» και «η επιμονή τους να συμμετέχει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα έκρυβε κάπως τη δική τους ανετοιμότητα», για να συμπληρώσει πως όμως «και η τότε κυβέρνηση βρήκε πολύ βολική την ανάμειξή του, ίσως γιατί πίστευε ότι θα του φόρτωνε την ευθύνη λήψης δυσάρεστων μέτρων» που εκείνη, όπως είπε, δεν θα τολμούσε να πάρει για να μην διαψευσθεί η «αφροσύνη» του «λεφτά υπάρχουν».

Είπε ακόμα ότι η αποκοπή της ρευστότητας και η κοινωνική εξουθένωση θα μπορούσαν να είχαν ως «μοιραία» κατάληξη την έξοδο από το Ευρώ «ως δήθεν μόνη επιλογή», κάτι που, όπως υποστήριξε, μπορούσε να είχε επισυμβεί «με την ανεκδιήγητη πρόταση για δημοψήφισμα που αποφεύχθηκε με τη συγκρότηση κυβέρνησης Παπαδήμου».

Ανέφερε ότι παρά την άνοδο του ΦΠΑ τα έσοδα είναι λιγότερα, ότι «παρά τις μεγαλεπήβολες διακηρύξεις» δεν έγινε σχεδόν τίποτα στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων και ότι «όλοι σπεύδουν να δηλώσουν ότι κανείς δεν θα απολυθεί, αλλά κανείς δεν είπε και μια κουβέντα για το 1 εκατομμύριο απολυμένους στον ιδιωτικό τομέα».

«Η εμμονή όσων υπερασπίζονται το μνημόνιο σε μέτρα που δεν βγαίνουν είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να δοθούν τα κλειδιά σε όσους επαγγέλλονται ότι θα το ακυρώσουν», σημείωσε και τόνισε ότι «η πιο ρεαλιστική οδός είναι η συντεταγμένη απεμπλοκή από το μνημόνιο» με διαδικασία που αναθεωρεί τον τρόπο διαπραγμάτευσης με την τρόικα, τη φορολογική πολιτική, μεταφέρει την ανακεφαλαιοποίηση στο ευρωπαϊκό ταμείο και ρίχνει το βάρος της ανάπτυξης στην πραγματική οικονομία.

«Οι πολιτικές έτσι θα είναι αντικείμενο μιας νέας συμφωνίας» χωρίς τη «βεβαρημένη» παρουσία του ΔΝΤ. Μεταξύ των προτάσεών του είναι να τεθεί η διαχείριση της λήξης ομολόγων και κρατικών χρεών στην τρόικα και ταυτόχρονα το κράτος να αναλάβει τα έξοδα λειτουργίας του με δεδομένη την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος «όπως πανηγυρικά -ελπίζω και πραγματικά- ανακοίνωσε».

Επεσήμανε ότι «η πιο ρεαλιστική λύση για το χρέος είναι η μακροχρόνια μετακύλισή του και πως για την επανεκκίνηση της οικονομίας «χρειάζεται πρόγραμμα εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, δικό μας χωρίς υπαγόρευση» με κεντρική γραμμή που θα συνδυάζεται στο δίπολο «περισσότερη και καλύτερη αγορά-λιγότερο και καλύτερο κράτος». Στις μεταρρυθμίσεις, είπε, θα πρέπει να περιλαμβάνεται γενναία τομή στο ασφαλιστικό με ενιαίο ταμείο και μεταρρύθμιση στις ΔΕΚΟ. Τέλος, ο κ. Χριστοδουλάκης τάχθηκε υπέρ της «με κάθε τρόπο διαμόρφωσης ενός μεγάλου εθνικού συνασπισμού».

Από την πλευρά του, ο Φίλιππος Σαχινίδης, υποστήριξε ότι με την προϋπόθεση επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013 η χώρα το 2014 μπορεί να έχει μικρή άντληση από τις αγορές και τάχθηκε υπέρ της θέσης ότι η χώρα πρέπει πάντα να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις και να μη χρειάζεται στήριξη από μνημόνιο, προσθέτοντας ωστόσο πως «για να γίνει αυτό πρέπει η χώρα να χρειάζεται να κάνει διαρθρωτικές αλλαγές» και σημειώνοντας ότι «αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα την επόμενη ημέρα, μετά την έξοδο από το μνημόνιο».

Απαντώντας στον κ. Χριστοδουλάκη, είπε, μεταξύ άλλων, ότι η ύφεση προϋπήρχε της επιβολής του μνημονίου και ξεκίνησε το 2008 και πως δεν έχει ακούσει και κάποια εναλλακτική για το πώς θα μπορούσε να μειωθεί ένα πρωτοφανές πρωτογενές έλλειμμα. Παράλληλα, υποστήριξε ότι οι μεταρρυθμίσεις έπρεπε να συνεχιστούν με την ίδια ένταση όπως πριν την ένταξη στην ΟΝΕ. Σημείωσε ότι η σημερινή προοπτική υπάρχει χάριν των θυσιών του λαού και των αποφάσεων του πρώτου προγράμματος προσαρμογής, σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη ήταν ηττοπαθής και προσκάλεσε το ΔΝΤ, αλλά και στη χώρα υπήρχε έλλειψης πολιτικής συναίνεσης. «Με το πρόγραμμα μειώθηκε το έλλειμμα το 2010 κατά 5%. έτσι έγινε δυνατό σήμερα να μιλάμε για τη δυνατότητα επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος», τόνισε.

Ο κ. Σαχινίδης υπογράμισσε ότι η συζήτηση, στα μέσα του Σεπτέμβρη, με τους εταίρους για την αξιολόγηση, δεν πρέπει να εξαντληθεί στο θέμα της δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά να επικεντρωθεί στα ζητήματα του μετασχηματισμού της οικονομίας και της οργάνωσης «της επόμενης ημέρας», μετά το μνημόνιο. «Το ΠΑΣΟΚ έχει τη δυνατότητα να πιέσει στην κατεύθυνση αυτή», είπε.

Ακόμα, τόνισε ότι «το νέο ΠΑΣΟΚ, το ΠΑΣΟΚ μετά την κρίση για να διεκδικήσει το ρόλο του οφείλει να επαναπροσδιορίσει ποιους θέλει να εκφράσει και πως πρέπει να συνεχίζει την πορεία του ως ο πολιτικός φορέας των πολιτικών αλλαγών αλλά και των μεταρρυθμίσεων. Είπε ακόμα ότι πρέπει να προσδιορίσει με ποιους μπορεί και πρέπει να συνεχίσει, με ποια στόχευση και ποιες προγραμματικές συμφωνίες, για να σημειώσει ότι «οι συμμαχίες όμως δεν μπορούν να ακυρώνουν το λόγο ύπαρξής μας» και πως αυτή η επισήμανση «αφορά συμμαχίες και προς τις δύο κατευθύνσεις».

Παίρνοντας το λόγο στη συνέχεια, ο κ. Χριστοδουλάκης απάντησε στο ερώτημα του κ. Σαχινίδη για το τι θα μπορούσε να γίνει εναλλακτικά αντί του μνημονίου, παραπέμποντας στο παράδειγμα της Ισπανίας που χωρίς το ΔΝΤ «πήρε το κόστος πάνω της για τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται» και στο παράδειγμα της Ιρλανδίας του 2009 που «είχε υψηλότερα σπρεντ από τα ελληνικά ομόλογα αλλά έκανε σφιχτό προϋπολογισμό με περικοπές και αναδιοργάνωση του κοινωνικού κράτους».

Στο θέμα, μεταξύ άλλων, των πλειστηριασμών αναφέρθηκε ο Βασίλης Ράπανος, χαρακτηρίζοντας «πρώτο αναξιόπιστο εταίρο» το κράτος, εξηγώντας πως δεν έχει καταλάβει γιατί το κράτος απαγορεύει στις τράπεζες τους πλειστηριασμούς, ενώ το ίδιο κάνει πλειστηριασμούς.

Για τις αλήθειες που πρέπει να ενστερνιστεί το πολιτικό σύστημα ώστε να επέλθει ανάπτυξη, μίλησε ο οικονομολόγος Αρίστος Δοξιάδης, αναφέροντας ότι χρειάζονται οι μεγάλες παραγωγικές επιχειρήσεις, ότι η ανάπτυξη χρειάζεται διαφοροποίηση και όχι εξειδίκευση και πως οι μικρές επιχειρήσεις είναι το μέλλον.