Στο πλαίσιο της προετοιμασίας του οικονομικού πακέτου που θα ανακοινώσει ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης επεξεργάζεται αυτή την περίοδο μια σειρά από σενάρια, προκειμένου να στηριχθούν οικονομικά οι ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, με τη βαρύτητα να δίνεται στους εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχους και στους δικαιούχους αναπηρικών επιδομάτων.
Στο επίκεντρο των συσκέψεων βρίσκεται σύμφωνα με πληροφορίες η δυνατότητα αύξησης του μόνιμου επιδόματος των 250 ευρώ που καθιερώθηκε φέτος, εφόσον δεν καταστεί δυνατή η πλήρης κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, ένα ζήτημα που προκαλεί έντονες αντιδράσεις και δημοσιονομικές ανησυχίες.
Θυμίζουμε πως η προσωπική διαφορά, η οποία αφορά περίπου 600.000 συνταξιούχους, συνιστά την επιπλέον σύνταξη που λαμβάνουν οι δικαιούχοι σε σχέση με το νέο υπολογισμό των συντάξεων, και εάν οδηγηθούμε στην πλήρη κατάργησή της θα δούμε τις κύριες συντάξεις να αυξάνονται από το 2026. Το βασικό σενάριο λοιπόν που διαρρέεται, προβλέπει την ενσωμάτωση αυτής της διαφοράς στις κύριες συντάξει ώστε να ενισχυθεί το εισόδημα των παλαιών συνταξιούχων, αν και υπάρχουν προβληματισμοί για μια τέτοια κίνηση, κυρίως από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, λόγω των μακροπρόθεσμων δημοσιονομικών επιπτώσεων.
Μια άμεση και πλήρης κατάργηση της προσωπικής διαφοράς θα αυξήσει σημαντικά τις συνταξιοδοτικές δαπάνες, καθώς στους ήδη 1,9 εκατομμύρια συνταξιούχους που λαμβάνουν αυξήσεις, θα προστεθούν και άλλοι 600.000 από το 2026, γεγονός που μπορεί να επιβαρύνει το αναλογιστικό έλλειμμα του ασφαλιστικού συστήματος. Το ετήσιο κόστος της κατάργησης δεν αναμένεται πάντως να ξεπεράσει τα 160 εκατομμύρια ευρώ, ωστόσο τα κυβερνητικά στελέχη ανησυχούν για τις επιπτώσεις που μπορεί να υπάρξουν σε βάθος χρόνου.
Τα δύο σενάρια
Εξαιτίας αυτών των αμφιβολιών, η κυβέρνηση εξετάζει δύο εναλλακτικά σενάρια: είτε την μερική κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, όπου μόνο το ήμισυ αυτής θα ενσωματωθεί στις συντάξεις (αφήνοντας ένα υπόλοιπο προσωπικής διαφοράς χωρίς αύξηση για μεγάλο αριθμό συνταξιούχων), είτε την αύξηση του νέου μόνιμου επιδόματος των 250 ευρώ, το οποίο θεσπίστηκε φέτος και αφορά κυρίως συνταξιούχους κάτω των 65 ετών, όπως προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία.
Το επίδομα αυτό, που ήδη δικαιούνται περίπου 1,4 εκατομμύρια συνταξιούχοι και δικαιούχοι αναπηρικών επιδομάτων, από τους οποίους οι 1,1 εκατομμύριο είναι άνω των 65 ετών, κοστίζει στον κρατικό προϋπολογισμό γύρω στα 360 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με τα σχέδια που εξετάζονται, η αύξηση του επιδόματος στα 350 ευρώ θα αυξήσει το δημοσιονομικό κόστος στα 400 εκατομμύρια, ενώ εφόσον το ποσό φτάσει τα 400 ευρώ, το κόστος αναμένεται να εκτοξευθεί στα 570 εκατομμύρια ευρώ. Αν το επίδομα διευρυνθεί ώστε να καλύπτει συνταξιούχους από 62 ετών και άνω, τότε το συνολικό κόστος μπορεί να φτάσει τα 630 εκατομμύρια ευρώ, σε περίπτωση που το επίδομα δοθεί αυξημένο στα 400 ευρώ.
Οι άνω των 65
Σχετικά με τα κριτήρια για τη χορήγηση του επιδόματος των 250 ευρώ, αυτά έχουν ήδη θεσπιστεί με νομοθετική διάταξη και αφορούν αποκλειστικά τους συνταξιούχους άνω των 65 ετών και τους δικαιούχους αναπηρικών επιδομάτων.
Τα βασικά εισοδηματικά κριτήρια που ορίζονται είναι: για έγγαμους, το συνολικό ετήσιο φορολογητέο οικογενειακό εισόδημα να μην υπερβαίνει τις 26.000 ευρώ και η αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας να είναι κάτω από 300.000 ευρώ. Για χήρους ή άγαμους, το εισοδηματικό όριο είναι 14.000 ευρώ ετησίως με ακίνητη περιουσία έως 200.000 ευρώ. Επιπλέον, το ηλικιακό όριο των 65 ετών θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί έως τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους.