Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία, έναν προσφυγικό συνοικισμό τότε, στις 14 Μαρτίου του 1934. Παιδί πόντιων μεγάλωσε αρκετά φτωχικά. Ο πόλεμος τον βρήκε στη φυλακή μαζί με τη μητέρα του αφού ο πατέρας του ήταν αντιστασιακός. Εργαζόταν όμως και ως ψαράς και τσαγκάρης.

Η μητέρα του προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της καθώς ο σύζυγός της εξαφανιζόταν – έτσι συνήθιζε- για περιόδους. «Μια μέρα πήγε να φέρει κρασί και έκανε έξι μήνες να γυρίσει», έχει γράψει ο ηθοποιός στο βιβλίο του.
Στην εφηβεία υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ στο «σωματείο των προσφύγων». Λάτρευε όμως τα βιβλία. Από μικρός διάβαζε ότι έπεφτε στα χέρια του. Τα αγάπησε χάρη σε ένα γείτονά του, τυπογράφο, που του δάνειζε βιβλία, καθώς αυτά εκείνη την εποχή θεωρούνταν είδος πολυτελείας.

Μεγαλώνοντας, αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο. Σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ίνδαλμά του υπήρξε ο Μάνος Κατράκης. Ήταν ηθοποιός της σκηνής από το 1957 έως το 1963 και τελικά αποφάσισε να ασχοληθεί και να αφοσιωθεί στον κινηματογράφο. Όνειρό του όμως ήταν να γίνει φιλόλογος αλλά τελικά τον κέρδισε η υποκριτική. Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στο θέατρο, έγινε με το θίασο Κατερίνας, στην κομεντί «Βιργινία». Από εκεί και πέρα, ασχολήθηκε με το θέατρο, ερμηνεύοντας διάφορους ρόλους.

Η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο έγινε το 1958, στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού, «Το εισπρακτοράκι», και έπαιξε στο πλευρό του Βασίλη Αυλωνίτη και του Νίκου Ρίζου. Ως πρωταγωνιστής του κινηματογράφου, καθιερώθηκε από το σκηνοθέτη – παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο με τον οποίο άρχισε αποκλειστική συνεργασία από το 1964 μέχρι το 1971, σε μουσικές δραματικές ταινίες.

Το 1963 έπαιξε στην ταινία «Πληγωμένες Καρδιές» στην οποία υποδύθηκε τον κακό κουνιάδο. Η αρχή των τυποποιημένων ρόλων του έγινε ένα χρόνο αργότερα, στην ταινία «Αγάπησα και Πόνεσα». Έτσι, ο Ξανθόπουλος καθιερώθηκε στη συνείδηση του κόσμου ως το παιδί του λαού.

Για τις ανάγκες των ταινιών, στις οποίες πρωταγωνιστούσε, έγινε τραγουδιστής και τον καθοδηγούσε ο Απόστολος Καλδάρας και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Το 1970 ίδρυσε δικό του θίασο και περιόδευσε την Ελλάδα. Η τελευταία του κινηματογραφική παρουσία ήταν το 1995 όταν συμμετείχε στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο».
Μετά το 1971, σταμάτησε τις εμφανίσεις του στον κινηματογράφο και μεταπήδησε στο λαϊκό τραγούδι.

Κυκλοφόρησε συνολικά 9 άλμπουμ και 55 σινγκλς. Η δισκογραφία του περιλαμβάνει περίπου 300 τραγούδια. Ακολούθησε μία μεγάλη περίοδος που απείχε από τον κινηματογράφο και τον «εχθρό» του, όπως χαρακτήριζε την τηλεόραση. Γύρισε όλο τον κόσμο και τραγουδούσε. Εμφανίστηκε περίπου 15 φορές στην Αμερική, 5 φορές στην Αυστραλία και περίπου 25 χρόνια σε όλη την Ευρώπη.

Η πρωταρχική του βιοποριστική ενασχόληση ήταν το τραγούδι. Οι μεγάλες τουρνέ στο εξωτερικό, από τα περίεργα χρόνια της δικτατορίας μέχρι πολύ αργότερα, τον έκαναν ευρέως γνωστό. Οι Έλληνες του εξωτερικού σχημάτιζαν ουρές για να τον δουν.

Στην τηλεόραση εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973 παίζοντας στη σειρά «Αγρίμια». Οκτώ χρόνια αργότερα, έπαιξε στο «Ημερολόγιο ενός θυρωρού». Σε αυτή τη σειρά, λόγω του ρόλου του, άρχισε να καπνίζει ξανά αφού το είχε κόψει. Το 1994 έπαιξε στην τηλεοπτική δραματική σειρά «Στην Κόψη του Ξυραφιού».

Λίγα χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 1989 συνεργάστηκε με τον Απόστολο Τεγόπουλο και τον Πάνο Κοντέλη στο «Μινόρε μιας καρδιάς», που κυκλοφόρησε σε 3 κασέτες και στη συνέχεια παίχτηκε στην ΕΡΤ σε 16 επεισόδια. Στη συνέχεια προέκυψε το «Η αγάπη που δε γνώρισε σύνορα». Τα γυρίσματα  έγιναν στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι και κυκλοφόρησε σε δύο κασέτες. Αργότερα προβλήθηκε σε μορφή οκτώ επεισοδίων στο MEGA. Ακολούθησαν άλλες δύο βιντεοπαραγωγές.

Εκείνος όμως, δεδομένης της αγάπης του για τα βιβλία, το 2005 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του που τιτλοφορείται «Όσα Θυμάμαι και Όσα Αγάπησα» για τις εκδόσεις «Άγκυρα» και άρχισε εμφανίσεις στην Ελλάδα προκειμένου να προωθήσει το βιβλίο του.

Το βιβλίο του, στους 3 πρώτους μήνες κυκλοφορίας του, ξεπέρασε τα 20.000 αντίτυπα ενώ την ιδέα για να το γράψει, του την έδωσε μία δημοσιογράφος που του είχε κάνει συνέντευξη για το περιοδικό «Εικόνες».

Τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια έχει διακόψει τις εμφανίσεις του και ασχολείται με αγροτικές δουλειές στο κτήμα που έχει στην Αττική. Όπως λέει στο newsbeast.gr περνάει τον χρόνο του στην Παιανία και δεν του λείπει καθόλου η προβολή. Μάλιστα, απορεί για το τηλεφώνημα που του έγινε, λέγοντας χαρακτηριστικά: «εδώ και πάρα πολλά χρόνια απέχω από όλο αυτό το σύστημα, πώς λοιπόν με θυμηθήκατε;». Για να πάρει την απάντηση ότι «παρά την απουσία σας, κανείς δεν σας έχει ξεχάσει».

Αυτή την περίοδο, όπως αναφέρει, είναι λίγο κρυωμένος, λόγω του καιρού, και γι’ αυτό προτιμά να μένει σπίτι του προκειμένου να ξεκουραστεί. «Είμαι λίγο κρυωμένος», αναφέρει και λέει ότι δεν έπαψε στιγμή να διαβάζει βιβλία και να ενημερώνεται για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα.

Αλλά δε θέλει – σε καμία περίπτωση – να μιλήσει σε κανέναν. Πιστεύει ότι οι νέοι πρέπει να ακολουθούν τα όνειρά τους αν και γνωρίζει ότι είναι αρκετά δύσκολα τα πράγματα και κανείς δεν ξέρει πόσοι θα καταφέρουν στο τέλος να επιβιώσουν.

Και μπορεί να απομακρύνθηκε από το τραγούδι, ωστόσο, συνεχίζει όταν μπορεί να τραγουδά. Πάντως, πιστεύει ότι εάν δεν έπαιζε δραματικούς ρόλους στην πορεία του, δεν θα είχε καθιερωθεί στον ελληνικό λαό. «Αν έπαιζα σε διαφορετικά είδη, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο», καταλήγει.

Δείτε εδώ όλα τα πρόσωπα της στήλης «Πού βρίσκεται σήμερα;».