Η συζήτηση για την πιθανή επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35 επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, προκαλώντας έντονες συζητήσεις τόσο στην Ουάσιγκτον όσο όμως και στην Αθήνα μετά τη συνάντηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Τούρκος πρόεδρος είχε θέσει το θέμα ζήτημα και το 2019, όταν η πρώτη κυβέρνηση του κ. Τραμπ αποφάσισε να αποκλείσει την Άγκυρα λόγω της αγοράς των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S – 400. Έκτοτε, το αίτημα παραμένει στην κορυφή της τουρκικής ατζέντας, με τη γείτονα χώρα να επιδιώκει να αποκαταστήσει τη θέση της στο πρόγραμμα των αμερικανικών μαχητικών πέμπτης γενιάς, κάτι που διεφάνη και στο χθεσινό τετ α τετ που πραγματοποιήθηκε στον Λευκό Οίκο.

Η Ελλάδα δεν αιφνιδιάστηκε πάντως από την επαναφορά του θέματος και διπλωματικές πηγές υπενθυμίζουν ότι ο αποκλεισμός της Τουρκίας δεν ήταν μια απλή πολιτική απόφαση, αλλά νομοθετημένη απαγόρευση. Ο λόγος παραμένει ο ίδιος: οι S-400 εξακολουθούν να βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος, κάτι που θεωρείται ασύμβατο με τη φιλοσοφία του ΝΑΤΟ και απειλή για την ασφάλεια των αμερικανικών αεροσκαφών. Επιπλέον, ακόμη και η πιθανή άρση των κυρώσεων μέσω του νόμου CAATSA δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς απαιτείται έγκριση από το Κογκρέσο, όπου επικρατεί έντονος σκεπτικισμός για την αξιοπιστία της Τουρκίας.

Η εικόνα μάλιστα θα πρέπει να τονιστεί ότι γίνεται πιο σύνθετη αν συνυπολογιστεί η πολιτική διάσταση. Ο Ερντογάν, παρά τις συνεχείς τριβές με τη Δύση, έχει καταφέρει να κρατά ανοιχτή γραμμή με τον Λευκό Οίκο, υποσχόμενος συνεργασίες και αγορές που θα μπορούσαν να διευκολύνουν μια πιθανή αναθεώρηση της αμερικανικής στάσης. Η απελθούσα αμερικανική κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν είχε εγκρίνει ήδη την πώληση νέων F-16 στην Τουρκία, καθώς και την αναβάθμιση μέρους του υπάρχοντος στόλου της τουρκικής αεροπορίας. Επρόκειτο για μια απόφαση που είχε ληφθεί ταυτόχρονα με την προώθηση της συμφωνίας για την πώληση F-35 στην Ελλάδα, με στόχο να διατηρηθεί μια ισορροπία στο Αιγαίο. Το ερώτημα, όμως, είναι αν η Ουάσιγκτον θα παραμείνει σε αυτή τη λογική ή αν θα επιτρέψει στην Άγκυρα να κάνει το μεγάλο βήμα επιστρέφοντας στο πρόγραμμα των μαχητικών πέμπτης γενιάς.

Για την Ελλάδα, το πλεονέκτημα είναι σαφές: ακόμα κι αν η Τουρκία λάβει το «πράσινο» φως, η Αθήνα έχει ήδη εξασφαλίσει σημαντικό χρονικό προβάδισμα. Το πρώτο από τα 20 ελληνικά F-35 αναμένεται να παραδοθεί στην Πολεμική Αεροπορία το 2028, ενώ υπάρχει και η δυνατότητα να ενεργοποιηθεί η προαίρεση για την προμήθεια ακόμη 20 αεροσκαφών. Έτσι, η χώρα μας έχει διασφαλίσει ότι θα βρεθεί μπροστά στον τομέα της αεροπορικής ισχύος, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια.

Η τουρκική πλευρά, βέβαια, δεν κρύβει το ενδιαφέρον της και για τα F-16. Παρά τις δημοσιονομικές περικοπές που έχει εφαρμόσει, η Άγκυρα γνωρίζει ότι ο εκσυγχρονισμός του στόλου της είναι ζωτικής σημασίας για να διατηρήσει επιχειρησιακή ετοιμότητα. Ωστόσο, η μείωση των κονδυλίων για την αγορά αεροσκαφών αποκαλύπτει ότι προτεραιότητα δίνεται σε άλλες αμυντικές δαπάνες, πιθανότατα λόγω των πολλαπλών μετώπων που αντιμετωπίζει η Τουρκία.

Αξιοσημείωτη είναι τέλος και η πολιτική πίεση που ασκείται από το αμερικανικό Κογκρέσο. Είκοσι βουλευτές, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, απέστειλαν επιστολή προς τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας των ΗΠΑ, εκφράζοντας την έντονη ανησυχία τους για την πώληση F-16 και F-35 στην Τουρκία. Στην πρωτοβουλία αυτή πρωταγωνίστησαν βουλευτές ελληνικής καταγωγής, όπως ο Κρις Πάππας, ο Γκας Μπιλιράκης, η Ντίνα Τάιτους και η Νικόλ Μαλλιωτάκη.

Στην επιστολή τους τονίζουν ότι η παρουσία των S-400 στο τουρκικό οπλοστάσιο αποτελεί σοβαρή απειλή για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, αφού το ρωσικό σύστημα μπορεί να παρακολουθεί κρίσιμα δεδομένα των αμερικανικών μαχητικών. Παράλληλα, υπογραμμίζουν ότι οποιαδήποτε έγκριση εξαγωγής χωρίς τη συναίνεση του Κογκρέσου θα συνιστούσε παραβίαση της αμερικανικής νομοθεσίας και υπονόμευση του ρόλου του Κογκρέσου. Κατά συνέπεια, το τοπίο παραμένει θολό. Η Άγκυρα πιέζει για την επιστροφή της στο πρόγραμμα των F-35, η Ουάσιγκτον καλείται να ζυγίσει τις γεωπολιτικές ισορροπίες και η Ελλάδα από τη μεριά της παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις, έχοντας προς το παρόν εξασφαλίσει ένα καθαρό στρατηγικό προβάδισμα ως προς την απόκτηση μαχητικών τελευταίας γενιάς.