Η 19χρονη, σήμερα, Βασιλική μίλησε για τη φρίκη που έζησε πριν από τρία χρόνια, όταν έπεσε θύμα βιασμού. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εκπομπή «Mega Stories» και τη δημοσιογράφο Δώρα Αναγνωστοπούλου, που προβλήθηκε μετά τα μεσάνυχτα της Τετάρτης (22/11) από τον τηλεοπτικό σταθμό Mega, η νεαρή γυναίκα έδειξε θάρρος «γιατί τα προβλήματα πρέπει να τα πολεμάς και όχι να τα προσπερνάς».

Τον Μάρτιο του 2020, η 16χρονη τότε μαθήτρια βιάστηκε από ένα άτομο το οποίο γνώριζε, καθώς επισκεπτόταν συχνά το σπίτι του λόγω της μητέρας του. Για καιρό εκείνος επιχειρούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της μέχρι που της επιτέθηκε και την κακοποίησε σεξουαλικά.

Η οικογένεια της Βασιλικής στάθηκε στο πλευρό της. Η μητέρα της και οι αδερφές της την πίστεψαν και ήταν στο πλάι της στον αγώνα της. Αυτό δεν ίσχυε για όλο το περιβάλλον της. Στο σχολείο, ανέφερε η ίδια, της έλεγαν πως εκείνη έφταιγε για ό,τι της συνέβη.

Πέρασαν τρεισίμιση χρόνια από το περιστατικό ωσότου να γίνει η δίκη κι ο δράστης να καταδικαστεί σε 20 χρόνια φυλάκισης.

«Θέλω να αποδείξω στους ανθρώπους ότι τα προβλήματα πρέπει να τα πολεμάς και όχι να τα προσπερνάς. Αύριο μεθαύριο μπορεί να σου στοιχίσει. Θέλω να δώσω δύναμη και σε άλλους ανθρώπους, όσο μπορώ», είπε η γυναίκα.

«Με πλησίασε με το να κάνουμε βαθιές κουβέντες, να μου δίνει λογοτεχνικά βιβλία, φαινόταν σαν να νοιάζεται για μένα. Μια μέρα με πλησίασε περισσότερο από ότι θα έπρεπε. Δεν μπορούσα να βγάλω καθόλου μιλιά. Ένιωσα σαν να ανοίγει η γη και να πέφτω μέσα. Σαν να μην μπορεί κανείς να με βοηθήσει και αυτό ήταν χειρότερο», πρόσθεσε.

«Θυμόμουν τα πάντα, κάθε λεπτομέρεια»

Έπειτα, αφηγήθηκε τα όσα έζησε. «Ξύπνησα γυμνή το πρωί. Είχα σοκαριστεί, αλλά δεν μπορούσα και να αντιδράσω. Φοβόμουν κιόλας. Το σκέφτηκα κιόλας ότι δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει. Ντύθηκα, αυτός μου πρότεινα να σηκωθώ όσο πιο γρήγορα μπορούσα και μου ζήτησε να μην το ομολογήσω πουθενά. Πάνω στην ταραχή μου του είπα όχι, αλλά έκανα το αντίθετο τελικά.

Οι δικοί μου απόρησαν, γιατί τέτοιες ώρες έβγαινα έξω. Όταν με είδαν έτσι σκέφτηκαν να με ρωτήσουν τι έχω. Ξυπνάω το πρωί και δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτό που έγινε ήταν όνειρο ή έγινε στα αλήθεια. Άρχισα να κλαίω, να το σκέφτομαι πολύ. Θυμόμουν τα πάντα, κάθε λεπτομέρεια παρότι ήμουν ναρκωμένη. Τα ένιωθα όλα», ανέφερε.

«Ήρθε η αδερφή μου στο δωμάτιο και με ρωτούσε επίμονα τι έχω. Στην αρχή ντρεπόμουν και δεν ήξερα αν θα με πιστέψουν κιόλας. Της το είπα, ενημέρωσε τη μητέρα μου και μετά προχώρησε η μητέρα μου σε μήνυση», συμπλήρωσε.

«Με έβλεπε με μίσος»

Παρακάτω στη συνέντευξη μίλησε και για τη διαδικασία που ακολούθησε. «Πήγαμε σε ιατροδικαστή. Ήταν πολύ αγχωτικό όλο αυτό. Και στο αστυνομικό τμήμα όταν τον είχα δει, όταν έγινε ότι ήταν απαραίτητο να γίνει», είπε και επανέλαβε: «Ήταν πολύ αγχωτικό… Να τον βλέπω πίσω από εκείνα τα κάγκελα. Με κοιτούσε με αυτό το μίσος, με μια ματιά…». Τόνισε, δε, πως όταν άκουσε τη φωνή του δράστη στο δικαστήριο ένιωσε αηδία.

«Ήταν πολύ άσχημα», συνέχισε με την περιγραφή των πρώτων μηνών της ζωής της μετά τον βιασμό. «Έβλεπα εφιάλτες, δεν έβγαινα, δεν έτρωγα. Ούτε στο μπαλκόνι δεν έβγαινα. Σιγά σιγά άρχισαν να με βγάζουν έξω. Έπειτα φύγαμε και από εκείνο το χωριό – δεν μπορούσαμε να μένουμε στο ίδιο μέρος», είπε.

Μιλώντας για την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας, θυμήθηκε: «Όταν πήγαινα στο σχολείο και είχε μαθευτεί το συμβάν παντού, πολλά παιδιά με έδειχναν με το δάχτυλο. Εκεί φάνηκε ποιοι ήταν οι πραγματικοί φίλοι μου. Έπιανα άτομα και τα ρωτούσα, τι πίστευαν. Απαντούσαν πως εγώ έφταιγα που τον εμπιστεύτηκα, ήταν λάθος μου».