Προβλήματα ρευστότητας αντιμετωπίζουν σαράντα δύο τράπεζες της ευρωζώνης, τα οποία συνδέονται με ποιοτικά (και όχι ποσοτικά) χαρακτηριστικά του ενεργητικού τους.

Μία εξ αυτών αντιμετωπίζει και ποσοτικό πρόβλημα (διαθέτοντας δείκτες ρευστότητας χαμηλότερους από αυτούς που ορίζει η ΕΤΚ), ενώ δύο τράπεζες αντιμετωπίζουν τόσο ποσοτικό όσο και ποιοτικό πρόβλημα με τη ρευστότητα τους. Τα παραπάνω προκύπτουν από τα αποτελέσματα της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) του 2018 που διενήργησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Σύμφωνα με το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο ειδήσεων, οι συνολικές ανάγκες για κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (common equity tier 1 – CET1) βάσει της SREP αυξήθηκαν σε 10,6% το 2018 από 10,1% το 2017, γεγονός που αποδίδεται στην τελευταία φάση της σταδιακής υλοποίησης του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου.

Οι συνολικές κεφαλαιακές ανάγκες βάσει της SREP δεν περιλαμβάνουν τα συστημικά αποθέματα ασφαλείας και το αντικυκλικό απόθεμα ασφαλείας.

Όπως προκύπτει από τα συνολικά αποτελέσματα της SREP 2018, η δομή διακυβέρνησης και η διαχείριση κινδύνων των τραπεζών επιδεινώθηκε σε σχέση με τον προηγούμενο κύκλο της SREP, ενώ η αξιολόγηση της διαχείρισης από τις τράπεζες των κινδύνων για τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη. Το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων αρκετών τραπεζών εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να βελτιώνεται.

Η ΕΚΤ επέβαλε μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας ως μέρος της SREP, τα οποία μεταξύ άλλων μπορεί να αφορούν τη βελτίωση της διαδικασίας αξιολόγησης των αναγκών τους σε ρευστότητα, τα σχέδια χρηματοδότησής τους ή/και την ενδοημερήσια ρευστότητά τους. Επιπλέον, η ΕΚΤ επέβαλε και μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα σε περισσότερες από 80 τράπεζες, τα οποία καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αδυναμιών από την εσωτερική διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων έως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την ποιότητα δεδομένων.