«Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Όσοι τις προτείνουν, παραπλανούν τους πολίτες και δημιουργούν ψευδαισθήσεις» τονίζουν οι οικονομικοί αναλυτές της Alpha bank στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο με τίτο «Το κόστος της καταγγελίας του μνημονίου».

Σύμφωνα με το τμήμα αναλύσεων της τράπεζας: «Τα κόμματα που προτείνουν αναθεώρηση της δανειακής σύμβασης θα πρέπει να εξηγήσουν πού θα βρεθούν τα χρήματα για να χρηματοδοτηθούν τα ελλείμματα του δημοσίου, που θα μεγαλώσουν εάν αντιστραφούν οι πολιτικές του Μνημονίου. ΄Ηδη, λόγω της πολιτικής αστάθειας, οι ανάγκες χρηματοδότησης μεγαλώνουν λόγω καθυστερήσεων στην είσπραξη των φορολογικών εσόδων και στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων».

Σύμφωνα με την τράπεζα η έξοδος από το Μνημόνιο δεν είναι συνώνυμο της εξόδου από την κρίση. «Αντιθέτως, βάζει την χώρα σε ακόμη μεγαλύτερες περιπέτειες. Τα πολιτικά κόμματα πρέπει να εξηγήσουν στους πολίτες γιατί η υλοποίηση του Μνημονίου θα οδηγήσει στην ανάπτυξη και όχι να προωθούν την απαγκίστρωση από το Μνημόνιο ως συνώνυμο της ανάπτυξης. Μπορεί οι πολιτικές αυτές να δημιουργούν ύφεση μεσοπρόθεσμα αλλά, σε μεγάλο βαθμό, αυτό εξαρτάται από τον τρόπο εφαρμογής του Μνημονίου και την ύπαρξη ή μη συνοδευτικών πολιτικών βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος».

Μάλιστα επισημαίνει ότι η έξοδος από το Μνημόνιο δεν θα μειώσει την ανεργία και ότι αυτό που θα βελτιώσει την κατάσταση είναι οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις μέσω ΕΣΠΑ, η επανεκκίνηση των μεγάλων έργων υποδομής με την συμβολή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και οι αποκρατικοποιήσεις, που μπορούν να φέρουν άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα.

Σχετικά με την ανάπτυξη αλλά και τη ρευστότητα της αγοράς αναφέρει πως: «Η πολυπόθητη ανάπτυξη δεν εξορκίζεται. Δημιουργείται μέσα από προϋποθέσεις σταθερότητας.

Βαυκαλίζονται όσοι νομίζουν ότι θα φέρουν την ανάπτυξη με το έτσι θέλω, με λεφτά από τους πλούσιους, φόρους στον τζίρο των επιχειρήσεων κλπ.

Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να νομοθετήσει αύξηση των εισοδημάτων, εκτός και αν τυπώνει πληθωριστικό χρήμα. Ούτε η ανάπτυξη πρόκειται να ξεκινήσει με τις τράπεζες να διαθέτουν χρήματα που δεν έχουν στην αγορά.

Μόνον η επανάκαμψη των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, που είναι συνάρτηση της αποκατάστασης εμπιστοσύνης μέσω διαφύλαξης ενός πλαισίου σταθερότητος στην λειτουργία της οικονομίας, είναι δυνατόν να οδηγήσει στην χορήγηση νέων δανείων στην αγορά.

Τα λεφτά που δίδονται στις τράπεζες (τα 18 δισ. ευρώ) προέρχονται από την δανειακή σύμβαση που ορισμένοι θέλουν να επαναδιαπραγματευθούν ενώ ταυτόχρονα επιμένουν ότι, ακόμη και αν φύγουμε από το Μνημόνιο, λεφτά υπάρχουν για την ανάκαμψη της οικονομίας.

Τα λεφτά αυτά, βεβαίως, είναι νέα κεφάλαια σε αναπλήρωση των κεφαλαίων που χάθηκαν στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, του PSI plus. Δεν είναι ρευστότητα, όπως είναι οι καταθέσεις.

Τα κεφάλαια μιας τραπέζης δεν μπορούν να γίνουν δάνεια (μακροπρόθεσμη τοποθέτηση που δεν είναι άμεσα απαιτητή).

Πρέπει να είναι τοποθετημένα σε άμεσα ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού υψηλής ποιότητας για να μπορούν να αντιμετωπισθούν δυσμενείς εξελίξεις. Και τα 18 δισ. ευρώ είναι σε μορφή ομολόγων ΑΑΑ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητος.

Ναι, μεν, μπορούν να δοθούν ως ενέχυρο για να πάρουν φθηνότερη ρευστότητα οι τράπεζες από την ΕΚΤ, αλλά σε καμιά περίπτωση η ρευστότητα αυτή δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε δάνεια.

Οι τράπεζες έχουν πρώτιστο καθήκον να προστατεύουν τις καταθέσεις και για να το κάνουν αυτό θα πρέπει να είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες. Και αυτό επιτυγχάνεται με τα 18 δισ. ευρώ σε κεφάλαια με τα οποία ενισχύονται.

H επίκληση της κρατικοποίησης των τραπεζών ως αντίβαρο στην χορήγηση των 18 δισ. ευρώ, δεν πρόκειται να δημιουργήσει από μόνη της ρευστότητα. Οι αρχές της πολιτικής οικονομίας δεν αλλάζουν είτε οι τράπεζες είναι ιδιωτικές είτε είναι κρατικές».