Η Ελλάδα μπορεί να κερδίσει το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας πιο εύκολα από ό,τι εκτιμούν οι αγορές, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει μια συλλογική προσπάθεια εκ μέρους όλων των κοινωνικών εταίρων, επισημαίνεται στο τελευταίο τεύχος της έκδοσης «Οικονομία και Αγορές», το οποίο εξέδωσε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank [EFGr.AT] Σχετικά άρθρα EFG.

Στο νέο τεύχος φιλοξενείται μελέτη του Καθηγητή Δημήτρη Μαλλιαρόπουλου, Σύμβουλου Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας, με τίτλο: «Πόσο υποχώρησε η ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας από την είσοδο στην ΟΝΕ;».

Συγκεκριμένα, από τη μελέτη της Eurobank EFG προκύπτει ότι από το 2000 η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει υποχωρήσει κατά 10%, πολύ λιγότερο απ’ ό,τι εκτιμούν οι διεθνείς οργανισμοί και κεντρικές τράπεζες.

Την μεγαλύτερη απώλεια ανταγωνιστικότητας υπέστη ο κλάδος της γεωργίας (39% σε όρους κόστους εργασίας, 30% σε όρους τιμών) και η βιομηχανία (10% σε όρους κόστους εργασίας και 32% σε όρους τιμών). Αντίθετα, στον κλάδο των υπηρεσιών, ο οποίος αποτελεί το 80% του ιδιωτικού τομέα, η απώλεια ανταγωνιστικότητας περιορίστηκε στο 5% σε όρους κόστους εργασίας. Η ανταγωνιστικότητα στις υπηρεσίες παρέμεινε σταθερή σε όρους τιμών.

Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών και κεντρικών τραπεζών ως προς το μέγεθος της υποχώρησης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά το διάστημα 2000-2009 διαφέρουν σημαντικά, με την ελάχιστη εκτιμώμενη απώλεια ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας στο 9% Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την μέγιστη στο 27% (Τράπεζα της Ελλάδος).

Σύμφωνα με τους δείκτες ανταγωνιστικότητας έξι διεθνών οργανισμών και κεντρικών τραπεζών, η μέση εκτιμώμενη απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 2000-2009 είναι 19% τόσο σε όρους σχετικών τιμών όσο και σε όρους σχετικού κόστους εργασίας.

Όπως επισημαίνει η EFG Eurobank η Ελλάδα μπορεί να κερδίσει το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας πιο εύκολα από ό,τι εκτιμούν οι αγορές. «Η οικονομική πολιτική πρέπει να εστιάσει την προσοχή της στην απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και σε μια αναδιάρθρωση της πολιτικής επιχορηγήσεων στον αγροτικό τομέα. Στοχευμένες ενέργειες στους τομείς αυτούς μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση του κόστους προσαρμογής στην παρούσα κρίση για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας», τονίζει.

Μεταξύ άλλων, οι αναλυτές της Eurobank EFG καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η απαραίτητη «εσωτερική υποτίμηση» για να επανέλθει η ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά είναι μικρότερη απ’ ό,τι πιστεύουν οι αγορές. «Η πρόσφατη υποτίμηση του ευρώ πιστεύουμε ότι έχει ήδη τονώσει την ανταγωνιστικότητα σημαντικά καθώς πάνω από 50% των εξαγωγών κατευθύνεται σε χώρες εκτός ευρωζώνης.»

Εκτιμούν επίσης ότι, καθώς η απώλεια ανταγωνιστικότητας φαίνεται να περιορίζεται κυρίως στον τομέα της γεωργίας και της βιομηχανίας – οι οποίοι αποτελούν μόνο το 15% του ιδιωτικού τομέα – η Ελλάδα μπορεί να αποφύγει μια γενικευμένη «εσωτερική υποτίμηση». Αυτό αυξάνει τις πιθανότητες η χώρα να ξεπεράσει την κρίση χωρίς να προχωρήσει σε οποιαδήποτε μορφή «αναδιάρθρωσης» του δημόσιου χρέους.

Όπως επισημαίνεται, για να επανακτήσει η οικονομία την χαμένη ανταγωνιστικότητά της, δεν επαρκούν μόνο μειώσεις μισθών αλλά είναι απαραίτητες και μειώσεις των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους.

Επίσης, οι αναλυτές της τράπεζας σημειώνουν ότι για να μπορέσει η ελληνική γεωργία να ανακτήσει την απώλεια ανταγωνιστικότητας της τελευταίας δεκαετίας, πρέπει η αγροτική πολιτική να στοχεύσει στην στήριξη της καινοτομίας και της παραγωγικότητας.
Πηγή: nafteboriki.gr