Στην παραδοχή ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι έτοιμος να δημιουργήσει δικό του κόμμα, το οποίο μάλιστα θα κατέλθει και στις επόμενες εθνικές εκλογές, προχωρά ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία κι ας μην το έχει παραδεχτεί ακόμη ευθέως ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός. Γι’ αυτό και ο πρόεδρος του κόμματος της ελάσσονος αντιπολίτευσης, Σωκράτης Φάμελλος, στη χθεσινή συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας τάχθηκε ανοικτά υπέρ της εκλογικής συμπόρευσης μαζί του, κι ας έχουν περάσει ελάχιστες εβδομάδες από τότε που παραιτήθηκε από μέλος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.
Παράλληλα, όμως, στη συνεδρίαση του κομματικού οργάνου αποκαλύφθηκε και κάτι ακόμα: πως η Κουμουνδούρου αντιλαμβάνεται εμμέσως ότι χωρίς τον Αλέξη Τσίπρα στις επόμενες κάλπες διατρέχει εμφανή κίνδυνο πολιτικής επιβίωσης, λαμβάνοντας ποσοστά αρκετά κάτω από το 17,83% που είχε λάβει τον Ιούλιο του 2023. Αν μάλιστα πιστέψουμε την τελευταία δημοσκόπηση της Metron Analysis, το κόμμα λαμβάνει στην πρόθεση ψήφου μόλις 4,9%, χωρίς να συνυπολογίζεται στις μετρήσεις το ποσοστό που θα λάβει το επικείμενο κόμμα Τσίπρα.
Ο κ. Φάμελλος παραδέχεται ότι στο τρέχον πολιτικό περιβάλλον, η παραίτηση του προκατόχου του, πάλαι ποτέ προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί ένα σημαντικό και κρίσιμο γεγονός που αντικειμενικά παράγει ισχυρά αποτελέσματα και δημιουργεί νέα δεδομένα και ερωτήματα που κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει. Αναγνωρίζει ότι με επικεφαλής του κόμματος τον Αλέξη Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ δόμησε χαρακτηριστικά και θέσεις κυβερνώσας παράταξης, κυβέρνησε τη χώρα και ανέτρεψε τους πολιτικούς συσχετισμούς τεσσάρων δεκαετιών που είχαν διαμορφωθεί μετά τη Μεταπολίτευση. Άλλωστε, ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ήταν που του είχε δώσει κυβερνητική θέση (ως αναπληρωτή υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας την περίοδο 2016-2019).
Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε στα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας πως, ακόμα και αν υπάρχουν διαφορετικές οπτικές, η σχέση του κόμματος με τον Αλέξη Τσίπρα δεν μπορεί να είναι αντιπαραθετική. «Οι παράλληλες πορείες μας οφείλουν να συγκλίνουν στον κοινό στόχο ενός ισχυρού προοδευτικού πόλου, με συγκρότηση προγραμματικής πρότασης και υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών συνολικά στον προοδευτικό χώρο, με γνώμονα τα συμφέροντα της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας και στη βάση των Αριστερών ιδεών και αξιών», όπως είπε.

Και πρόσθεσε: «Στις επόμενες εκλογές είναι αναγκαίο οι πολίτες να έχουν ισχυρή εναλλακτική επιλογή απέναντι στη ΝΔ. Σε αυτή τη μεγάλη υπόθεση ανασύνθεσης του προοδευτικού χώρου, ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ είναι και οφείλει να συνεχίσει να είναι δημιουργικός, συνθετικός και ρόλος επιταχυντή εξελίξεων σε όλα τα πεδία άσκησης πολιτικής και κοινωνικής διεκδίκησης. Στη Βουλή, στην αυτοδιοίκηση, στους μαζικούς χώρους, στις τοπικές κοινωνίες, στα κινήματα. Με κοινές πρωτοβουλίες, δράσεις, παρεμβάσεις, που θα ενισχύουν τις προοδευτικές θέσεις απέναντι στις δεξιές πολιτικές και θα τις καθιστούν πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία. Για να γυρίσει επιτέλους η χώρα σελίδα με μια προοδευτική κυβέρνηση μακράς πνοής και πλατιάς λαϊκής νομιμοποίησης».
Αυτή η διατύπωση ήταν που προκάλεσε και τη δριμεία αντίδραση του Παύλου Πολάκη, που φέρεται να είπε πως «αυτό είναι διάσπαση» και τον κ. Φάμελλο να του απαντά πως είναι κάθετα αντίθετος πως κάτι τέτοιο αποτελεί διάσπαση.
Σε αυτό το ρευστό και συνεχώς αναδιαμορφούμενο πολιτικό περιβάλλον, ιδίως όσον αφορά το κομμάτι της κεντροαριστεράς, το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ κρέμεται από τη λεπτή ισορροπία μεταξύ αναγκαστικής προσαρμογής και υπαρξιακής ανασυγκρότησης. Η πιθανότητα δημιουργίας νέου κόμματος από τον Αλέξη Τσίπρα, σε συνδυασμό με τα ήδη απογοητευτικά δημοσκοπικά ευρήματα, επιβάλλει στον ΣΥΡΙΖΑ μια στρατηγική επιλογή: είτε θα επιλέξει τον ρόλο ενός αυτόνομου, αλλά αποδυναμωμένου πόλου της Αριστεράς, είτε θα επιχειρήσει έναν δύσκολο, αλλά ενδεχομένως σωτήριο, επαναπροσδιορισμό του ως πυλώνα ενός ευρύτερου προοδευτικού μετώπου, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται συνεργασία ή σύμπλευση με τον πρώην ηγέτη του.
Για να παραμείνει πολιτικά βιώσιμος, θα χρειαστεί να ανακτήσει την κοινωνική του απήχηση, να επαναπροσδιορίσει το ιδεολογικό του αφήγημα και να απαντήσει πειστικά στα ζητήματα αξιοπιστίας και ηγεσίας που ταλανίζουν τη βάση του. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι πλέον αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να επιστρέψει στα ποσοστά του παρελθόντος, αλλά αν διαθέτει την πολιτική ωριμότητα και τη στρατηγική διορατικότητα να μετασχηματιστεί σε φορέα που θα εκφράσει τη δυσαρέσκεια απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χωρίς να εγκλωβιστεί σε εσωκομματικές αντιπαραθέσεις ή εσωστρέφεια.