Μια γενιά υψηλού μορφωτικού επιπέδου, αλλά παγιδευμένη σε καθεστώς οικονομικής αβεβαιότητας και περιορισμένων προοπτικών, αναδεικνύει η νέα έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Τα στοιχεία καταγράφουν μια ελληνική αγορά εργασίας που αδυνατεί να αξιοποιήσει το ανθρώπινο κεφάλαιο των νέων έως 29 ετών, με συνέπεια την ενίσχυση της επισφάλειας και τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στις σπουδές και την απασχόληση.

Η οικονομική αυτονομία παραμένει ζητούμενο για τη συντριπτική πλειονότητα των νέων της Generation Z. Μόλις το 20% δηλώνει ότι ζει μόνο του, ενώ το 45% εξακολουθεί να κατοικεί με την οικογένεια, ποσοστό που για τη μερική απασχόληση φθάνει το 65%. Μόνο ένας στους τρεις συμβάλλει στα έξοδα στέγασης.

Επτά στους δέκα νέους αναφέρουν ότι το εισόδημά τους δεν επαρκεί για βασικές ανάγκες, ενώ το 62% παραμένει οικονομικά εξαρτημένο από τους γονείς. Η παρατεταμένη εξάρτηση συνδέεται με το υψηλό κόστος στέγασης, τους χαμηλούς μισθούς και τις ανεπαρκείς δομές κοινωνικού κράτους.

Ασυνέχεια μεταξύ εκπαίδευσης και απασχόλησης

Η έρευνα καταδεικνύει ότι το 38% των νέων εργάζεται σε αντικείμενο άσχετο με τις σπουδές ή την κατάρτισή του. Σχεδόν ένας στους δύο θεωρεί ότι η εκπαίδευση δεν τον προετοίμασε επαρκώς για την αγορά εργασίας, ενώ το 86% δηλώνει έτοιμο για συνεχή μάθηση.

Παρά το υψηλό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων (65% αυτοαξιολόγηση επάρκειας), η ελληνική αγορά εργασίας παρουσιάζει χαμηλή τεχνολογική και οργανωσιακή ωριμότητα, αδυνατώντας να απορροφήσει αποτελεσματικά το δυναμικό των νέων αποφοίτων. Το αποτέλεσμα είναι ένα διπλό αδιέξοδο: υποαπασχόληση και απογοήτευση.

Εργασιακή καθημερινότητα με πίεση, άγχος και burnout

Η Generation Z βιώνει ένα εργασιακό περιβάλλον υψηλής έντασης. Έξι στους δέκα αναφέρουν εξουθένωση, ενώ το 46% δηλώνει ότι η εργασία επιβαρύνει την υγεία ή τον ύπνο του. Ο δείκτης θετικής ισορροπίας ζωής–εργασίας περιορίζεται στο 21%, ενώ η συνολική ικανοποίηση από την εργασία μόλις που φθάνει το 35%.

Η έλλειψη σταθερότητας, η πίεση απόδοσης και η διάβρωση των συλλογικών δομών προστασίας δημιουργούν συνθήκες γενικευμένου burnout, με τους νέους να αισθάνονται αποσυνδεδεμένοι από την εργασία, παρά τον αυξημένο χρόνο απασχόλησης.

Παρά την οικονομική πίεση, η Gen Z θέτει νέα κριτήρια ποιότητας εργασίας:
• Το 70% δίνει προτεραιότητα στην ψυχική υγεία έναντι της αμοιβής.
• Το 73% θεωρεί ότι η εργασία πρέπει να έχει νόημα.
• Το 72% επιλέγει εργοδότες με κοινωνική και περιβαλλοντική ευθύνη.

Ωστόσο, η ανασφάλεια ωθεί το 65% να δηλώνει ότι θα δεχόταν άτυπη («μαύρη») εργασία ελλείψει άλλων επιλογών, αναδεικνύοντας το χάσμα ανάμεσα στις αξίες και στις πραγματικές συνθήκες.

Η εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς προστασίας είναι εξαιρετικά χαμηλή (15%), ενώ δύο στους τρεις δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν στους μηχανισμούς επιβολής δικαιωμάτων. Παρ’ όλα αυτά, το 67% θα συμμετείχε σε συλλογική δράση, εφόσον θεωρεί δίκαιο το αίτημα, γεγονός που υποδεικνύει διάθεση κινητοποίησης μέσα σε συνθήκες χαμηλής θεσμικής εμπιστοσύνης.

Περιορισμένες προοπτικές – Αναζωπύρωση του brain drain

Οι επαγγελματικές προοπτικές αξιολογούνται ως αρνητικές από το 72% των νέων, ενώ μόνο το 9% εμφανίζεται ικανοποιημένο με την εργασιακή του πορεία. Σχεδόν ένας στους δύο εξετάζει τη δυνατότητα εργασίας στο εξωτερικό.

Η πλειονότητα (79%) πιστεύει ότι η γενιά των γονιών του έζησε καλύτερες συνθήκες, ενώ το 65% εκτιμά ότι δεν μπορεί να οικοδομήσει οικογένεια με τις σημερινές οικονομικές και εργασιακές συνθήκες.

Η έρευνα περιγράφει μια γενιά ιδιαίτερα μορφωμένη, αξιακά ώριμη και ψηφιακά έτοιμη, που όμως εγκλωβίζεται σε δομικούς περιορισμούς της ελληνικής οικονομίας. Η πιθανότητα νέου κύματος brain drain παραμένει ορατή, αν δεν υπάρξει ουσιαστική αύξηση μισθών, βελτίωση της σταθερότητας, ενίσχυση της συλλογικής προστασίας και πολιτικές στήριξης της ψυχικής υγείας.

Η Generation Z, συμπεραίνει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, δεν διεκδικεί μόνο εργασία αλλά μέλλον με νόημα και προοπτική.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο 2025, σε πανελλαδικό δείγμα 1.500 νέων εργαζομένων, σε συνεργασία με την εταιρεία ALCO.