Η Οδηγία για την υποχρεωτική δημοσίευση Εκθέσεων Βιώσιμης Ανάπτυξης (CSRD) τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2023, θέτοντας το 2024 ως το πρώτο έτος δημοσίευσης των Εκθέσεων αυτών. Η έναρξη της εφαρμογής της Οδηγίας CSRD, όπως επισημαίνει η Κατερίνα Κατσούλη, Principal, ESG & Sustainability services, Grant Thornton, αφορά στις μεγάλες εισηγμένες στο χρηματιστήριο Αθηνών εταιρείες, με περισσότερους από 500 εργαζόμενους (γνωστές και ως οντότητες «Κύμα 1»).

Οι εταιρείες αυτές έχουν στην πλειοψηφία τους ήδη συντάξει και δημοσιεύσει την πρώτη Έκθεση Βιωσιμότητας για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2024, σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Αναφοράς για την Βιωσιμότητα (EFRAG-ESRS).

Μετά από διαμαρτυρίες επιχειρήσεων και φορέων στη Γερμανία και τη Γαλλία για υπερβολικές υποχρεώσεις προς τις εταιρείες, στα τέλη Φεβρουαρίου δημοσιεύθηκε η πρόταση Omnibus της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την απλούστευση των εταιρικών υποχρεώσεων που εισήγαγε η οδηγία CSRD, και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

Την 1η Απριλίου 2025, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε το αίτημα για αντιμετώπιση της πρότασης Omnibus με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Την 3η Απριλίου ψηφίστηκε και εγκρίθηκε από Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η σχετική Οδηγία «stop the clock» της CSRD και η παράταση της εφαρμογής της κατά δύο χρόνια αργότερα (για τις Εταιρείες που θα ακολουθούσαν).

Ειδικότερα, η οδηγία, όπως τονίζει η κ. Κατσούλη, αυτή ανέβαλε:

  • τις απαιτήσεις της CSRD για τις μεγάλες οντότητες που δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει την υποβολή εκθέσεων, καθώς και τις ΜΜΕ (Κύμα 2 και Κύμα 3 αντίστοιχα), κατά δύο έτη – από το 2025 έως το 2027 ή από το 2026 έως το 2028 ανάλογα με την αρχική ημερομηνία υποβολής αίτησης, και
  • την προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και την πρώτη φάση εφαρμογής της CSDDD κατά ένα έτος – από τον Ιούλιο του 2027 έως τον Ιούλιο του 2028.

Ωστόσο, στην Οδηγία «stop the clock» του περασμένου Απριλίου δεν γινόταν αναφορά στο πως θα εξελίσσονταν οι υποχρεώσεις των εταιρειών που ήταν στο Κύμα 1 για τα επόμενα χρόνια. Προκειμένου να καλυφθεί το κενό αυτό, στις 11 Ιουλίου 2025 εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη «γρήγορης επιδιόρθωσης – quick-fix», η οποία στοχεύει στην ελάφρυνση των υποχρεώσεων για τις οντότητες αναφοράς του «πρώτου κύματος».

Tι ακριβώς φέρνει η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη «γρήγορης επιδιόρθωσης – quick-fix:

Σύμφωνα με τα ισχύοντα πρότυπα ESRS, οι εταιρείες που υπέβαλλαν εκθέσεις για το οικονομικό έτος 2024 μπορούσαν να παραλείψουν πληροφορίες σχετικά, μεταξύ άλλων, με τις αναμενόμενες οικονομικές επιπτώσεις ορισμένων κινδύνων που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα. Η οδηγία «quick-fix»του Ιουλίου, επιτρέπει στις Εταιρείες του «πρώτου κύματος» να παραλείψουν τις ίδιες πληροφορίες και για τα οικονομικά έτη 2025 και 2026.

Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες του πρώτου κύματος δεν θα χρειάζεται να αναφέρουν πρόσθετες πληροφορίες σε σύγκριση με το οικονομικό έτος 2024. Επιπλέον, για τα οικονομικά έτη 2025 και 2026, οι εταιρείες του πρώτου κύματος με περισσότερους από 750 υπαλλήλους θα επωφεληθούν από τις περισσότερες από τις ίδιες διατάξεις σταδιακής εφαρμογής που ισχύουν επί του παρόντος για εταιρείες με έως 750 υπαλλήλους.

Αυτή η γρήγορη λύση, αναφέρει η κ. Κατσούλη, ήταν απαραίτητη επειδή οι εταιρείες του πρώτου κύματος δεν συμπεριλήφθηκαν στην οδηγία «Stop-the-clock» του Φεβρουαρίου, η οποία ανέβαλε κατά δύο χρόνια τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας για τις εταιρείες που υποβάλλουν εκθέσεις από το οικονομικό έτος 2025 και 2026 (οι λεγόμενες εταιρείες του «δεύτερου κύματος» και του «τρίτου κύματος»).

Εν τω μεταξύ, η ΕΕ ανέθεσε την ευρύτερη αναθεώρηση των Ευρωπαϊκών Προτύπων Υποβολής Εκθέσεων Βιωσιμότητας (ESRS), με στόχο τη σημαντική μείωση του αριθμού των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται σε αυτά, καθώς και την αποσαφήνιση διατάξεων που θεωρούνται ασαφείς όπως και τη βελτίωση της συνοχής με άλλα νομοθετικά κείμενα. Η αναθεώρηση αυτή αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί έως τα τέλη του 2026.

Η υποχρέωση υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας στην Ευρώπη, αναφέρει η κ. Κατσούλη, συνεχίζει να εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς, με συνεχείς ενημερώσεις και διευκρινίσεις να διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο οι εταιρείες θα προετοιμάζονται για τη σχετική συμμόρφωση.

Οι εκθέσεις βιωσιμότητας που απαιτεί η CSRD (και ο νόμος 5164/2024 στην Ελλάδα), μαζί με τις πρακτικές διαχείρισης των επιπτώσεων που υποστηρίζει, έχουν ως στόχο να ενισχύσουν τη μακροπρόθεσμη οικονομική απόδοση των επιχειρήσεων. Η ευρεία εφαρμογή αυτών των πρακτικών που εισήγαγε η CSRD συνιστά βασικό μοχλό ανθεκτικότητας και ανάπτυξης σε όλη την ευρωπαϊκή οικονομία.