Για δεκαετίες, η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας παρουσιαζόταν ως ένα μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο: από τα εργοστάσια χαμηλού κόστους στις επαρχίες, στις υπερσύγχρονες βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και στις κολοσσιαίες επενδύσεις σε υποδομές, η χώρα φιλοδοξούσε να ηγηθεί της παγκόσμιας αγοράς. Όμως σήμερα, αυτό το «θαύμα» φαίνεται να αντιμετωπίζει σοβαρούς κινδύνους από τα ίδια τα χαρακτηριστικά που το τροφοδότησαν: τον ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό, την απότομη συμπίεση των τιμών και τη συστημική υπερπαραγωγή.
Σε πρόσφατη ανάλυση των New York Times, ο δημοσιογράφος Νταϊσούκε Γουακαμπαγιάσι «φωτίζει» τις σκοτεινές πτυχές της κινεζικής βιομηχανικής υπερδραστηριότητας και του τιμολογιακού πολέμου που έχει ξεσπάσει σε πολλούς κλάδους. Το φαινόμενο του λεγόμενου «involution» -όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον αυτοκαταστροφικό κύκλο υπερβολικού ανταγωνισμού και αποπληθωρισμού– αναδεικνύεται ως ο μεγαλύτερος εσωτερικός κίνδυνος για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο.
Στο πλαίσιο της έντασης του ανταγωνισμού, οι τοπικές κινεζικές διοικήσεις -η καθεμιά στοχεύοντας σε ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας- στηρίζουν εγχώριες εταιρείες με οικονομική και γραφειοκρατική υποστήριξη. Σύντομα, ολόκληρη η βιομηχανία καταλήγει σε έναν φαύλο κύκλο υπερπαραγωγής και αγώνα για επιβίωση.
Τι είναι το «involution» και πώς επηρεάζει την κινεζική οικονομία
Ενώ οι περισσότερες κυβερνήσεις επιδιώκουν τον υγιή ανταγωνισμό και χαμηλές τιμές προς όφελος των καταναλωτών, η Κίνα κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Επιχειρεί να σταθεροποιήσει την αγορά, περιορίζοντας το λεγόμενο «involution»: ένας όρος που χρησιμοποιείται στην Κίνα και περιγράφει τον φαύλο κύκλο του σκληρού, αυτοκαταστροφικού ανταγωνισμού και της πτώσης τιμών που πλήττουν την οικονομία.
Ο ηγέτης της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, δεσμεύτηκε φέτος σε μια οικονομική σύσκεψη υψηλού επιπέδου με σκοπό να ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση των «χαμηλών τιμών και του άναρχου ανταγωνισμού» και την εξάλειψη παρωχημένων ικανοτήτων παραγωγής. Σε άλλη πρόσφατη σύσκεψη για την ανάπτυξη των πόλεων, ο Σι Τζινπίνγκ αμφισβήτησε τον γρήγορο κατακερματισμό της βιομηχανίας κάθε επαρχίας σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

Η εφημερίδα People’s Daily, έγραψε: «Οι τιμολογιακοί πόλεμοι και ο ανταγωνισμός του involution καταλήγουν να ευνοούν το “κακό” χρήμα, εκτοπίζοντας το “καλό” από την αγορά μας. Η συνεχής κατρακύλα των τιμών δεν πρόκειται να αναδείξει κανέναν νικητή».
Οι προσπάθειες περιορισμού του «involution» ενισχύονται, καθώς οι δασμοί του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, αποθαρρύνουν τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ. Παράλληλα, άλλες χώρες ανησυχούν για τη ροή φθηνών κινεζικών προϊόντων προς αυτές. Η πλεονάζουσα παραγωγή, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της εσωτερικής οικονομίας, εντείνουν τον ανταγωνισμό.
Ο γενικός αποπληθωριστικός δείκτης της Κίνας καταγράφει πτώση για όγδοο συνεχόμενο τρίμηνο – η πιο παρατεταμένη υποχώρηση στην ιστορία των μετρήσεων. Τον Ιούνιο, ο Δείκτης Τιμών Παραγωγού (PPI), που αποτυπώνει τις τιμές εξόδου των προϊόντων από τα εργοστάσια, κατέγραψε τη μεγαλύτερη μείωση των τελευταίων δύο ετών.
Η Κίνα έχει δεσμευτεί να ενισχύσει τον έλεγχο των επιχειρήσεων που ρίχνουν διαρκώς τις τιμές και να περιορίσει τις επιδοτήσεις που προσφέρουν οι τοπικές αρχές σε μη ανταγωνιστικές εταιρείες, οι οποίες επιβιώνουν μόνο χάρη στην εξωτερική στήριξη.
Ποιοι κλάδοι έχουν πληγεί περισσότερο
Ο έντονος ανταγωνισμός και η υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα έχουν πλήξει παραδοσιακούς κλάδους όπως ο χάλυβας και το σκυρόδεμα. Αντίστοιχα, σε δυναμικά αναπτυσσόμενους τομείς όπως τα φωτοβολταϊκά και τα ηλεκτρικά οχήματα, η αγορά έχει μετατραπεί σε μια «κούρσα προς τα κάτω». Το αποτέλεσμα είναι μια παράδοξη συνθήκη: οι κινεζικές εταιρείες κυριαρχούν συλλογικά στην παγκόσμια αγορά, αλλά σε ατομικό επίπεδο δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να πετύχουν σταθερά και βιώσιμα κέρδη.
Σε συνεδρίαση του Κρατικού Συμβουλίου, οι αξιωματούχοι δεσμεύτηκαν να ρυθμίσουν τον «παράλογο ανταγωνισμό» στον τομέα των ηλεκτρικών οχημάτων μέσω ερευνών κόστους και παρακολούθησης τιμών.
Αυτά τα μέτρα ήρθαν μετά τη μείωση τιμών από την BYD τον Μάιο, τη μεγαλύτερη κατασκευάστρια ηλεκτρικών οχημάτων στην Κίνα. Η China Association of Automobile Manufacturers, που ελέγχεται από το κράτος, επέπληξε την BYD, προειδοποιώντας για τους κινδύνους των «τιμολογιακών πολέμων».
Ο Ζανγκ Κάι, υπάλληλος της Xpeng Motors, μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην Κίνα, σημείωσε ότι η πίεση στις τιμές θα παραμείνει λόγω της χαμηλής ζήτησης και της υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας. Εξήγησε ότι οι κατασκευαστές αναγκάζονται να διατηρούν χαμηλές τιμές, ακόμα και μετά το τέλος του δημοφιλούς κυβερνητικού προγράμματος επιδότησης, που κατέβαλλε στους καταναλωτές ένα μέρος της τιμής για αγορά ενεργειακά αποδοτικών αυτοκινήτων.
«Αυτή είναι η νέα κανονικότητα», είπε. «Μόλις πέσουν οι τιμές, δεν πρόκειται να ξανανεβούν ποτέ».

«Η κούρσα προς τον πάτο»: Η τοπική βιομηχανία ασφυκτιά
Για να κατανοήσει κανείς τις προκλήσεις του υπερβολικού ανταγωνισμού στην Κίνα, αρκεί να ρίξει μια ματιά στην επαρχία Χεμπέι, στα βόρεια της χώρας. Γνωστή για την εξορυκτική της δραστηριότητα, τη βαριά βιομηχανία και τη γεωργία, η περιοχή έχει γίνει πλέον σύμβολο ανελέητου ανταγωνισμού – σε δημοσίευμα μάλιστα, οι έμποροι της περιγράφηκαν ως «χασάπηδες τιμών».
Σε έναν βιομηχανικό κόμβο της Χεμπέι, ανάμεσα σε χωράφια με καλαμπόκι, λειτουργούν πάνω από 100 μικρομεσαίες μονάδες παραγωγής ενδυμάτων. Στεγάζονται σε πανομοιότυπα καταστήματα και πωλούν προϊόντα τόσο όμοια μεταξύ τους, που είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τη διαφορά. Το συγκρότημα εξυπηρετεί πελάτες που αναζητούν εργοστάσια για μαζική παραγωγή t-shirts, φούτερ και άλλων βασικών ειδών ένδυσης.
Η βιομηχανική αυτή ζώνη δημιουργήθηκε πριν από περίπου μία δεκαετία, με πρωτοβουλία της τοπικής κυβέρνησης στην κομητεία Σούνινγκ, όταν κατασκευαστές ενδυμάτων άρχισαν να στήνουν εργοστάσια σε αγροτικές εκτάσεις, προκειμένου να καλύψουν την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για φθηνά ρούχα από διαδικτυακούς καταναλωτές, όπως αναφέρουν οι New York Times.
Η τοπική επαρχία ετοιμάζει ένα ακόμα μεγαλύτερο βιομηχανικό πάρκο για «τεχνολογία πλεξίματος» δίπλα στον ήδη υπάρχοντα. Θα διαθέτει εκθεσιακό χώρο, αποθήκες και υπηρεσίες για το ηλεκτρονικό εμπόριο, σύμφωνα με κρατικά μέσα ενημέρωσης. Η κατασκευή αναμενόταν να ολοκληρωθεί τον Μάιο, αλλά τον προηγούμενο μήνα το συγκρότημα φαινόταν μόνο εν μέρει έτοιμο. Το υπάρχον βιομηχανικό πάρκο δίνει την εντύπωση εγκατάλειψης: πολλά καταστήματα ήταν κλειστά και το μοναδικό εστιατόριο είχε κλείσει, με τραπέζια στοιβαγμένα και απομεινάρια φαγητού πεταμένα στο πάτωμα.
Η Ζανγκ Τσουϊχουά, μικρή παραγωγός t‑shirts στο βιομηχανικό πάρκο, ανέφερε ότι παρήγαγε περίπου ένα εκατομμύριο μπλούζες ετησίως για χονδρέμπορους σε όλη την Κίνα. Από το 2024, ο ανταγωνισμός έχει γίνει τόσο έντονος, που η επιχείρησή της παρουσιάζει ζημία.
«To involution είναι αφόρητo – οι άνθρωποι σκάβουν μόνοι του τον λάκκο τους», είπε η 37χρονη Ζανγκ. «Το γενικό κλίμα της αγοράς είναι κακό».

Η ίδια ανέφερε ότι οι πελάτες της ζητούν συνέχεια να κατεβάσει τις τιμές, ενώ εκείνη ήδη έχει μειώσει τα κέρδη της πάνω από 60% τα τελευταία χρόνια. Κάποιοι ανταγωνιστές της πουλάνε ακόμα και με ζημιά, για να ξεφορτωθούν το απόθεμά τους. Οι πελάτες της ζητούν να κάνει και εκείνη το ίδιο, αλλά έρχεται σε τέλμα: αν κατεβάσει την τιμή, χάνει περισσότερα χρήματα, αν δεν την κατεβάσει, χάνει τους πελάτες.
Πολλά εργοστάσια έκλεισαν, αλλά δεν υποχώρησε η πίεση του ανταγωνισμού.
«Ο κύριος στόχος είναι απλώς να επιβιώσεις»
Ο Τανγκ Γιονγκσένγκ, παραγωγός t‑shirts από την επαρχία Γκουανγκντόνγκ, με οχτώ εργοστάσια στη Χεμπέι, δήλωσε ότι οι ανταγωνιστές του είναι πρόθυμοι να ρίχνουν συνεχώς τις τιμές, ιδιαίτερα καθώς πολλές από τις κυρίαρχες πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου πιέζουν προς τα κάτω την αγορά.
«Ο κύριος στόχος είναι απλώς να επιβιώσεις», είπε ο Τανγκ.
Λίγο έξω από το βιομηχανικό πάρκο ενδυμάτων, μια άλλη βιομηχανία στην επαρχία Χεμπέι βρίσκεται κι αυτή σε τιμολογιακό πόλεμο: τα εργαστήρια κατασκευής καλαμιών ψαρέματος, που παράγουν μεγάλο μέρος του αλιευτικού εξοπλισμού της χώρας.
Όπως λένε οι επαγγελματίες του χώρου, την περίοδο της πανδημίας οι δουλειές τους άνθισαν, καθώς ο κόσμος ξόδευε περισσότερα σε υπαίθριες δραστηριότητες. Όμως από τότε η ζήτηση έχει καταρρεύσει – και η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας επιδεινώνει την κατάσταση. Όλο και περισσότεροι καταναλωτές ανησυχούν για την αξία των ακινήτων τους ή την ασφάλεια της δουλειάς τους, και περιορίζουν τις αγορές τους.

Η Σουν Γιουνά, κατασκευάστρια καλαμιών ψαρέματος, λέει πως οι πωλήσεις της έχουν πέσει κατακόρυφα τον τελευταίο χρόνο. Καλάμια που πωλούνταν για 12 δολάρια στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες, τώρα κοστίζουν μόλις 9. Από κάθε καλάμι έβγαζε 4 δολάρια, ενώ σήμερα κερδίζει μόλις 1,5 δολάριο.