Η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις στην Ευρωζώνη όσον αφορά το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν πως μόλις το 16,1% των μισθωτών στη χώρα καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην ευρωζώνη αγγίζει το 48,7%. Η απόσταση από τον ευρωπαϊκό στόχο τουλάχιστον 80% κάλυψης, όπως προβλέπει η σχετική ευρωπαϊκή οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς, είναι τεράστια και η ελληνική αγορά εργασίας αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις.

Η κατάσταση επιδεινώνεται από το γεγονός ότι η πλειονότητα των εργαζομένων καλύπτεται αποκλειστικά από ατομικές συμβάσεις, χωρίς συλλογική υποστήριξη, όπως καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος. Οι χαμηλές συλλογικές καλύψεις επηρεάζουν άμεσα την αύξηση των μισθών, την ποιότητα των εργασιακών σχέσεων και την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Το 2024, από τις 205 επιχειρησιακές συμβάσεις που υπογράφηκαν, οι περισσότερες δεν περιλάμβαναν μισθολογικές αυξήσεις, ενώ μόνο ένα μικρό ποσοστό εργαζομένων έλαβε μέση αύξηση 2%.

Σε αυτή τη δύσκολη πραγματικότητα, το υπουργείο Εργασίας βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο επανασχεδιασμού του πλαισίου που διέπει τις συλλογικές συμβάσεις. Στόχος της κυβέρνησης είναι η ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των συμβάσεων αυτών και η αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων, ώστε να προσεγγιστεί ο ευρωπαϊκός μέσος όρος και να επιτευχθεί ο στόχος της ΕΕ για κάλυψη άνω του 80%.

Η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, έχει επισημάνει πως ο κοινωνικός διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός σαφούς και εφαρμόσιμου οδικού χάρτη που θα περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα και χρονοδιαγράμματα για την υλοποίηση των αλλαγών έως το τέλος του 2025. Στο επίκεντρο του διαλόγου βρίσκεται η θέσπιση κινήτρων που θα ενθαρρύνουν την υπογραφή νέων συλλογικών συμβάσεων και η βελτίωση της διαπραγματευτικής διαδικασίας, ώστε να αποκτήσει ουσιαστικότερη δύναμη η συλλογική εκπροσώπηση.

Σημαντικές διαφωνίες ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους

24ωρη απεργία: Κινητοποιήσεις στο κέντρο της Αθήνας, δείτε φωτογραφίες

Ωστόσο, η διαδικασία αυτή δεν είναι εύκολη, καθώς καταγράφονται σημαντικές διαφωνίες ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους. Η ΓΣΕΕ εμφανίζεται με συγκρατημένες προσδοκίες και επαναφέρει το αίτημα για πλήρη αποκατάσταση του προ μνημονίων θεσμικού πλαισίου, περιλαμβάνοντας την επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ως βασικού εργαλείου καθορισμού του κατώτατου μισθού. Η συγκεκριμένη σύμβαση, που σήμερα έχει αντικατασταθεί από κυβερνητικές αποφάσεις, θεωρείται κρίσιμη για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και τη σταθερότητα της αγοράς εργασίας.

Αντίθετα, αρκετές εργοδοτικές οργανώσεις εμφανίζονται επιφυλακτικές, δημιουργώντας εμπόδια σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων, η μετενέργεια και η καθολική ισχύς τους. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο απαιτεί εκπροσώπηση τουλάχιστον 50% των επιχειρήσεων ή εργαζομένων σε έναν κλάδο για την επέκταση μιας συλλογικής σύμβασης σε όλο τον κλάδο, κάτι που περιορίζει σημαντικά το εύρος εφαρμογής. Το Υπουργείο εξετάζει τη μείωση αυτού του ορίου και την εισαγωγή μόνιμου και διαφανούς μηχανισμού επέκτασης, με στόχο τη διεύρυνση της καθολικής κάλυψης.

Επιπλέον, ανοιχτό παραμένει το ζήτημα της συρροής συμβάσεων για τους ίδιους εργαζόμενους. Η εργατική πλευρά προτείνει τη θέσπιση ρήτρας υπεροχής της πλέον ευνοϊκής σύμβασης, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι θα απολαμβάνουν τα καλύτερα δυνατά εργασιακά και οικονομικά δικαιώματα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συμβάσεων που τους αφορούν.

Αύξηση μόλις 1,5% στις πραγματικές αποδοχές το 2024

Παρά τη βαρύτητα αυτών των θεσμικών αλλαγών, η αύξηση των μισθών παραμένει συγκρατημένη. Η έκθεση της Κομισιόν για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο καταγράφει αύξηση μόλις 1,5% στις πραγματικές αποδοχές το 2024, μετά από δύο χρόνια μειώσεων. Η Ελλάδα εξακολουθεί να παρουσιάζει υψηλά ποσοστά χαμηλόμισθων (21,7% το 2022) και εργαζομένων με υπερωρίες (12,4% το 2024), ενώ η μέση εβδομαδιαία απασχόληση ανέρχεται στις 42,3 ώρες. Πάνω από το 30% των εργαζομένων εργάζεται τα Σαββατοκύριακα και πάνω από το 35% εργάζεται συνήθως απογεύματα, γεγονός που επιβαρύνει την ποιότητα ζωής και την εργασιακή ισορροπία.

Η υπουργός Εργασίας χαρακτηρίζει τον κατώτατο μισθό των 880 ευρώ ως «κατώφλι ένταξης» στην αγορά εργασίας, αφήνοντας ανοιχτό το περιθώριο να συμφωνούνται υψηλότερες αμοιβές μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι κλάδοι του τουρισμού και των τραπεζών, όπου ήδη ισχύουν συλλογικές συμβάσεις με ευνοϊκότερους όρους για τους εργαζόμενους.

Το διττό στοίχημα

Το στοίχημα για την Ελλάδα είναι διττό: αφενός να καλύψει το χαμένο έδαφος και να ευθυγραμμιστεί με τις ευρωπαϊκές πρακτικές, αφετέρου να διασφαλίσει ότι η ευελιξία της αγοράς εργασίας δεν θα θυσιάζει την προστασία των εργαζομένων. Η επιτυχία του νέου θεσμικού πλαισίου θα κριθεί μέσα από τη συμφωνία και τη συνεργασία κυβέρνησης, κοινωνικών εταίρων και φορέων της αγοράς εργασίας, με γνώμονα τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την αύξηση των μισθών και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Η τελική μορφή των μέτρων και του χρονοδιαγράμματος εφαρμογής τους αναμένεται να οριστικοποιηθεί μέσα στους επόμενους μήνες, με την κυβέρνηση να δηλώνει αποφασισμένη να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που θα προωθήσουν την ισορροπία ανάμεσα στην επιχειρηματική ευελιξία και την κατοχύρωση ουσιαστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, κλείνοντας έτσι μια περίοδο αβεβαιότητας και καθυστερήσεων στο χώρο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.