Ο Αλέξανδρος Ρήγας αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής κωμωδίας. Τόσο στην τηλεόραση, όσο και στο θέατρο, μετράει μεγάλες επιτυχίες, χαρίζοντας απλόχερα το γέλιο, αλλά και συγκινώντας το κοινό μέσα από τις ιστορίες του.
Σε αυτή τη δουλειά μετράει πλέον 35 χρόνια και όπως εξηγεί στο Newsbeast, μέσα σε αυτά τα χρόνια «φυσικά έχουν πολλά πράγματα αλλάξει και φυσικά έχει αλλάξει εκ των πραγμάτων και η οπτική μου απέναντι στα πράγματα, στους ανθρώπους, στα όρια μας, στις προτεραιότητες, στα σημαντικά και στα σπουδαία».
Με τον Αλέξανδρο Ρήγα μιλήσαμε με αφορμή την επιστροφή της παράστασης, «Το Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη στις 2 Μαΐου, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία τον χειμώνα, με τον ίδιο σε ρόλο σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή, μαζί με τον Αντώνη Κρόμπα, με τον οποίο αποτελούν ένα από τα πιο ταιριαστά θεατρικά δίδυμα.

– Γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε το «Τάβλι»; Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στο έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη;
To «Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη είναι ένα από τα νεοελληνικά έργα που μου ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία από τα χρόνια των σπουδών μου στο Εθνικό Θέατρο. Μια γοητεία ακατέργαστη και χωρίς ιδιαίτερες εξηγήσεις. Όταν μετά από πολλά χρόνια αποφάσισα να το παρουσιάσω με τη δική μου σκηνοθετική ματιά και μετά από έναν ολόκληρο χρόνο παραστάσεων σε Αθήνα και σε πολλές πόλεις της Ελλάδας είμαι σίγουρος πως η έλξη που μου ασκούσε και συνεχίζει να μου ασκεί το κείμενο του Κεχαΐδη είναι η ειλικρίνειά του απέναντι στους ήρωες του. Η ειλικρίνεια που πολλές φορές γίνεται σκληρή και επώδυνη χωρίς να γίνεται σε καμμιά περίπτωση εμμονική. Μια ειλικρίνεια σχεδόν ντοκυμαντερίστικη και ένας σαρκασμός στην μεταπολεμική «μικροαστική ηθική». Ένας σαρκασμός στην υποκρισία όπου κι αν αυτή κατοικεί. Ένας σαρκασμός που γεννάει μια μαγική «αμηχανία» στους θεατές για τον τρόπο που καλείται να «δει» τους ήρωες του Έργου. Να τους μισήσει, να τους αγαπήσει; Ή απλώς να τους συγχωρέσει;
– Είναι ένα έργο που έχει ανέβει αρκετά κι επειδή έχετε αναλάβει και τη σκηνοθεσία της παράστασης, σε αυτή την περίπτωση είναι πρόκληση το ανέβασμά του ή μπορεί να κρύβει και παγίδες; Ποια είναι η δική σας σκηνοθετική ματιά;
Το γεγονός πως το Τάβλι μετράει αρκετά ανεβάσματα από το 1972 που πρωτοπαρουσιάστηκε στο θέατρο Τέχνης, μαρτυρεί εν μέρει και τη σημαντικότητά του ή τουλάχιστον τη γοητεία που ασκεί – με διάφορους τρόπους – σε σκηνοθέτες και ηθοποιούς της γενιάς του ή και των επόμενων γενεών. Η καθαρή μου επιθυμία που αφορά στη σκηνοθεσία του έργου με έφερε σε έναν «ήσυχο» σκηνικό δρόμο, σε έναν δρόμο χωρίς την ανάγκη για περιττά φτιασίδια. Έναν δρόμο που αφήνει το απόλυτο περιθώριο στους ηθοποιούς και στον λόγο να αναπτύξουν τη σχέση τους με το κοινό. Έναν δρόμο γυμνό, ντοκυμαντερίστικο σχεδόν (όπως είπα και πριν). Έναν δρόμο που μου δίνει τη δυνατότητα να συνυπάρχω εκ παραλλήλου και ως ηθοποιός νιώθοντας τυχερός που «συνομιλώ» με ένα τέτοιο κείμενο χωρίς να σκέφτομαι ούτε παγίδες ούτε χωρίς νόημα συγκρίσεις.

– Τι τύποι είναι ο Κόλιας και ο Φώντας;
Ο Κόλιας και ο Φώντας είναι δυο χαρακτηριστικοί τύποι νεοελλήνων της μεταπολεμικής γενιάς, μιας γενιάς με πρόσφατα τα τραύματα του εμφυλίου. Μιας γενιάς που είχε σημαία την επιβίωση και όχι μόνο τα υψηλά ιδανικά και τις αξίες που μας έμαθαν πολλές άλλες ηθογραφίες της εποχής και φυσικά ο ελληνικός κινηματογράφος εκείνης της περιόδου με όλα τα μανιχαιστικά κλισέ που υπηρέτησε. Ο Φώντας και ο Κόλιας είναι δυο άνθρωποι σε ένα ταξικό, κοινωνικό και ως εκ τούτου και οικονομικό περιθώριο που ονειρεύονται τη μεγάλη ζωή. Δυο τύποι σε ένα περιβάλλον σχεδόν «λούμπεν» που με πρόσχημα την ηθική της επιβίωσης διαπράττουν (ή σκέφτονται να διαπράξουν εντελώς ανερυθρίαστα) τις μεγαλύτερες ανηθικότητες. Ο Κεχαΐδης τους κριτικάρει χωρίς έλεος, τους αγαπά χωρίς όρους και τους παραδίδει στο κοινό και στον χρόνο για να τους δικαιώσει ή να τους απορρίψει, πράγμα που στην τελική δεν έχει και μεγάλη σημασία, αφού τα σπουδαία κείμενα δεν έχουν κανένα λόγο να ηθικολογούν.
– Αυτοί οι δύο χαρακτήρες είναι θα λέγαμε και ο «καθρέφτης» μιας πλευράς του νεοέλληνα; Ή είναι αφοριστική μια τέτοια σύγκριση;
Δεν μου είναι εύκολο να απαντήσω γενικά σε μια τέτοια σύνθετη ερώτηση (όσο καθαρά και αν είναι διατυπωμένη). Σίγουρα για να μην είναι κάποιος αφοριστικός – όπως είπατε – θα πρέπει να έχει εξειδικευμένες γνώσεις κοινωνιολογίας για να κάνει το πορτραίτο του νεοέλληνα. Με μια αθώα προσέγγιση θα σας έλεγα ότι ο νεοέλληνας είναι ένα πολύχρωμο ον με τεράστιες αντιφάσεις. Αντιφάσεις που είναι ελκυστικές και γοητευτικές την ίδια στιγμή που μπορούν να γίνουν επικίνδυνες και κατά συνέπεια καταστροφικές. Αυτά τα στοιχεία σίγουρα τα βλέπουμε και στους ήρωες του Κεχαΐδη.
– Ποια ζητήματα θίγει μέσα από το έργο ο Κεχαΐδης;
Ο Κεχαΐδης στο Τάβλι ξεπερνάει την παγίδα της ηθογραφίας (χωρίς αυτό να σημαίνει πως η ηθογραφία μέσα στα χρόνια ως θεατρικό είδος δεν έχει δώσει σπουδαία δείγματα γραφής). Σύμφωνα πάντα με την δική μου ανάγνωση ….φιλοδοξεί να βάλει τον Έλληνα απέναντι στον καθρέφτη του στεγνά, χωρίς συναισθηματικά «ναι μεν αλλά», χωρίς θεατρινίστικους βερμπαλισμούς. Να δει τα σκοτάδια του, να βγάλει παιδιάστικα και αυθάδικα τη γλώσσα σε κάθε είδους μικροαστική ηθική και να τον βάλει στα όριά του τη στιγμή που ντιλάρει ελεεινά φιλίες, ιδεολογίες, σχέσεις ζωής, αγάπες και οικογένεια με αντίβαρο το κέρδος και το ανέντιμο παζάρι της κοστολόγησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ανθρώπινης ύπαρξης εν γένει… Ένας καθρέφτης που πονάει …αλλά είναι αναγκαίος αν κάποιος θέλει να κάνει το πέρασμά του από τη ζωή να αξίζει. Έστω για αυτόν τον ίδιο και μόνο.

– Με τον Αντώνη Κρόμπα έχετε μια εξαιρετική χημεία. Έχετε κοινά στοιχεία, κοινές αναφορές;
Η αποτελεσματική σκηνική συνύπαρξη δυο ηθοποιών – αυτό που συνηθίζεται να αποκαλούμε «χημεία» – είναι κατά κανόνα αποτέλεσμα της κοινής τους αντίληψης περί του επί σκηνής δρώμενου. Μια τέτοια κοινή αντίληψη και κατά συνέπεια «σκηνική συμφωνία» ήταν ορατή ανάμεσά μας από τις αναγνώσεις ακόμα του έργου. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό όταν συμβαίνει και δεν συμβαίνει πάντα. Οι κοινές αναφορές και τα κοινά στοιχεία σίγουρα μπαίνουν στην εξίσωση, αλλά θεωρώ ότι είναι δευτερευούσης σημασίας.
– Επειδή είστε από τους ανθρώπους που μας έχετε καλομάθει στις καλές κωμωδίες, πώς βλέπετε την κωμωδία σήμερα, τόσο στην τηλεόραση, όσο και στο θέατρο; Για παράδειγμα, στην τηλεόραση βλέπουμε πως νούμερα κάνουν οι παλιές κωμικές σειρές που προβάλλονται ξανά και ξανά σε επανάληψη.
Η κωμωδία ανέκαθεν, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο και την τηλεόραση αντανακλά την εικόνα μιας εποχής σε όλα τα επίπεδα / ( κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά). Η κωμωδία στηρίζεται πάνω σε αυτήν την εικόνα, την διαβάζει, της χαμογελάει, τη χλευάζει ίσως, την αγαπά, την κακομαθαίνει. Η Κωμωδία έχει χρέος στην ανάποδη ματιά, έχει δικαίωμα να αυθαδιάζει χωρίς να προσβάλει, να βγάζει τη γλώσσα στη σοβαροφάνεια, ακόμα και στο τραγικό (τις περισσότερες φορές) χωρίς να καταγγέλλει, να καταδείχνει τον αλλιώτικο τρόπο «θέασης» μιας πραγματικότητας και να προκαλεί το χαμόγελο. Μιας θέασης που καταλήγει να είναι λυτρωτική εξ ου και η κωμωδία ήταν πάντα πολύ δημοφιλές είδος στην τέχνη. Απαραίτητα συστατικά γι’ αυτή τη συνθήκη είναι το «ευανάγνωστον» της πραγματικότητας, το «ευανάγνωστον» της εποχής…. Όταν οι εποχές είτε δύσκολες, είτε εύκολες, είτε σκοτεινές, είτε φωτεινές …είναι καθαρές στην ανάγνωση τους, η δουλειά της κωμωδίας είναι καθαρή. Όταν οι εποχές είναι «αμήχανες» είναι νομοτελειακό ότι αυτή η αμηχανία θα περάσει και στην κωμωδία.

– Η πολιτική ορθότητα, πιστεύετε πως εγκλωβίζει την κωμωδία; Σας περιορίζει περισσότερο;
Η πολιτική ορθότητα είναι μια συνθήκη που γεννήθηκε από μια ανάγκη να επανεξεταστούν οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Να μπουν ξανά, σε ένα δημόσιο διάλογο, ζητήματα που αφορούν στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στον τρόπο που χειριζόμαστε τη γλώσσα για να χαρακτηρίσουμε «εύκολα» ομάδες ανθρώπων χωρίς να δίνουμε σημασία στο πόσο αυτό μπορεί να πονάει και εν γένει μια τάση (καθ’ όλα δίκαιη και αναγκαία όταν δε φτάνει σε υπερβολές) να μπει μπροστά από ΟΛΑ … ο άνθρωπος. Σε αυτή τη συνθήκη που η δική μου τουλάχιστον γενιά του ’90 δεν είχε ακόμα μπει σε διαδικασία (και ως εκ τούτου περιέπεσε σε πολλά ατοπήματα – έστω και χωρίς πρόθεση) είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να μπει η σύγχρονη γενιά των γραφιάδων. Σίγουρα θα βρεθεί ένας νέος κώδικας επικοινωνίας ανάμεσα στην κωμωδία και στο κοινό, όσο κι αν αυτή τη στιγμή η κωμωδία δείχνει να «στριμώχνεται».
– Με την «Τούρτα της μαμάς» στην ΕΡΤ πετύχατε να «ανατρέψετε» το συντηρητικό προφίλ της κρατικής τηλεόρασης. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία με τη σειρά;
Η «Τούρτα της μαμάς» ήταν μια πολύ ζεστή στιγμή για όλους εμάς που δουλέψαμε για αυτή τη σειρά. Ήταν ένα family story… μιας οικογένειας που είχε ως σημαία την αγάπη και την αποδοχή. Για όλους και για όλα, όσο κι αν αυτό ερχόταν ως αποτέλεσμα πολλών συγκρούσεων ανάμεσα στους ήρωες. Ήταν ένα σύνολο ανθρώπων που τολμούσε να αρθρώσει έναν κάπως διαφορετικό λόγο από αυτό που συνήθως βλέπουμε στα family comedies. Και φυσικά είναι προς τιμήν της ΕΡΤ που αγκάλιασε αυτή την πρόταση και μας έδωσε την ευκαιρία να την μοιραστούμε με το κοινό.

– Αν δεν κάνω λάθος, μετράτε περισσότερα από 30 χρόνια καριέρας. Από τότε που ξεκινήσατε μέχρι σήμερα, τι έχει αλλάξει; Εσείς έχετε αλλάξει; Αισθάνεστε πως έχετε μια διαφορετική ματιά, πλέον, στα πράγματα;
Σε αυτή τη δουλειά είμαι πλέον 35 χρόνια. Το μεγαλύτερο κομμάτι της ενήλικης ζωής μου. Και φυσικά έχουν πολλά πράγματα αλλάξει και φυσικά έχει αλλάξει εκ των πραγμάτων και η οπτική μου απέναντι στα πράγματα, στους ανθρώπους, στα όρια μας, στις προτεραιότητες, στα σημαντικά και στα σπουδαία. Θεωρώ μεγάλη σοφία της φύσης που πολλές φορές μας «αναγκάζει» να αλλάξουμε τη ματιά μας στη ζωή. Το αντίθετο θα ήταν μάλλον επιπόλαιο και αφελές. Το δύσκολο είναι να κρατήσεις τον ενθουσιασμό και την παιδικότητα της πρώτης νιότης, όσο κι αν αυτή πολλές φορές εκδηλώνεται με άγαρμπο τρόπο. Διότι αυτό είναι που χάνουμε όταν περνάνε τα χρόνια. Παύει να είναι ενεργός ο ενθουσιασμός. Λιγοστεύουν οι τόσο εκκωφαντικά αμήχανες και αθώες «πρώτες φορές». Στη μάχη με τον χρόνο είμαστε νομοτελειακά χαμένοι, αλλά είναι τόσο γοητευτικό να παριστάνουμε τους νικητές. Παιδιάστικο αλλά γοητευτικό.
– Διάβαζα σε μια συνέντευξή σας ότι έχετε κάνει λάθη τεράστια. Μεγαλώνοντας πιστεύετε μάς είναι πιο εύκολο να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να αναγνωρίζουμε τυχόν λάθη μας; Και τα λάθη αυτά προσπαθήσατε να τα διορθώσετε;
Από τον μικρόκοσμο μιας οικογένειας, μιας τάξης, μιας παρέας, μιας φιλικής ή συναισθηματικής επαφής, μέχρι μια επαγγελματική συνθήκη που σε φέρνει να συναλλάσσεσαι με εκατοντάδες ανθρώπους μέσα σε ούλα αυτά τα χρόνια, ανθρώπους πολύ διαφορετικούς από εσένα με άλλες αφετηρίες, με διαφορετικά ζητούμενα πάνω στη δουλειά και με διαφορετικές αναφορές, είναι λογικό να υπάρχουν και δύσκολες στιγμές. Στιγμές αντιπαράθεσης, ασυνεννοησίας και ό,τι μπορεί αυτό να επιφέρει. Σε ένα μεγάλο χρονικά τέτοιο ταξίδι θα υπάρξουν και στραβοπατήματα και ευλογημένες σχέσεις και διαταραγμένες σχέσεις. Θα αγαπήσεις, θα αγαπηθείς, θα αδικήσεις, θα αδικηθείς (έστω και χωρίς πρόθεση), θα κάνεις το σωστό, θα κάνεις το λάθος, θα ποντάρεις σωστά, θα αστοχήσεις, θα ζήσεις ενδεχομένως στιγμές νεανικής ανόητης έπαρσης, θα σε αποδεχτούν, θα σε απορρίψουν, θα πονέσεις, θα σε πονέσουν, όλα αυτά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης και των ατελειών της. Δεν ξέρω αν πραγματικά μπορεί κανείς να διορθώσει τα λάθη του. Είναι ανθρώπινο όμως να τα παραδέχεται. Άλλοι το κάνουν, άλλοι όχι.

– Επιστρέφει με τη μορφή ταινίας και το «Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή;». Πότε να περιμένουμε την πρεμιέρα; Και τι θα δούμε στην ταινία;
Οι δυο ταινίες που βασίζονται πάνω στην τηλεοπτική σειρά «Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή?» θα ολοκληρώσουν τα γυρίσματα τους καλώς εχόντων μέσα στον Μάιο του 2025. Μετά την απαραίτητη διαδικασία του post production, η πρώτη από τις δυο ταινίες θα βγει (καλώς εχόντων) στις αίθουσες το φθινόπωρο του ’25. Οι ταινίες έχουν ως αφετηρία το γεγονός της παιδικής κακοποίησης και εξετάζει με όλες τις γνωστές νόρμες που σου δίνει η κωμωδία, το δικαίωμα ενός ανθρώπου που έχει αδικηθεί, στην ΑΥΤΟΔΙΚΙΑ.
– Το καλοκαίρι ισχύει ότι θα ανεβάσετε το «Εκείνος & Εκείνος» με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τον Λεωνίδα Κακούρη; Επειδή είχατε συμπρωταγωνιστήσει με τον Γιώργο Κωνσταντίνου στο ίδιο έργο, είναι το παράδειγμά του η καλύτερη απάντηση σε αυτούς που λένε ότι η τέχνη έχει ημερομηνία λήξης; Εσείς πιστεύετε πως οι καλλιτέχνες θα πρέπει να αποσύρονται μετά από κάποια ηλικία;
Το «Εκείνος & Εκείνος» του Κώστα Μουρσελά είναι ένα ακόμα από τα αγαπημένα μου θεατρικά αναγνώσματα στα χρόνια της Δραματικής σχολής του Εθνικού. Είχα την τύχη να το παρουσιάσω πριν κάποια χρόνια με τον Γιώργο Κωνσταντίνου -επανερχόμαστε αυτό το καλοκαίρι σε μια μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα με τον Γιώργο Κωνσταντίνου να ερμηνεύει τον ίδιο ρόλο και τον Λεωνίδα Κακούρη (που ήμασταν συμφοιτητές στα χρόνια της Δραματικής Σχολής)- να ερμηνεύει τον ρόλο που είχα κρατήσει τότε εγώ. Σε αυτή την τωρινή συνθήκη είμαι παρών ως σκηνοθέτης της παράστασης και φυσικά θα σας απαντήσω απερίφραστα ότι κανείς μα κανείς δεν έχει δικαίωμα να θέτει όρια σε κανέναν. Τα όρια τα θέτουν οι καιροί, η προσωπική σου σχέση με την πραγματικότητα …και φυσικά το κοινό… Όσο μπορείς να επικοινωνείς ένα έργο τέχνης είτε ως συγγραφέας, ως σκηνοθέτης είτε ως πρωταγωνιστής με το κοινό… κι αυτή η επικοινωνία να είναι αποτελεσματική… κάθε συζήτηση περί «ορίων» περιττεύει….

Δυο λόγια για την υπόθεση
Ο Φώντας (Αντώνης Κρόμπας) και ο Κόλιας (Αλέξανδρος Ρήγας) δύο φίλοι και κουνιάδοι, ξυπνάνε από τη μεσημεριανή τους σιέστα και ακολουθούν την ιεροτελεστία τους: καφές, τάβλι πρωταθλητών και αναζήτηση της μπίζνας που θα τους κάνει πλούσιους και σημαντικούς. Ο Φώντας, άεργος οραματιστής του εύκολου χρήματος, γεννάει κατά κόρον ιδέες έτοιμες προς εξαργύρωση. Ο Κόλιας, λαχειοπώλης με παρελθόν αντιστασιακού -έτσι τουλάχιστον διατείνεται ο ίδιος – αντιστέκεται στις εύκολες ιδέες. Μέχρι ο Φώντας να τον πείσει για τις μεγάλες στιγμές που έρχονται.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, οι τόνοι ανεβαίνουν. Φεύγουν οι κοινωνικοί τύποι, τα στόματα ανοίγουν και λένε αλήθειες. Αλήθειες που πονάνε και προβληματίζουν. Σύντομα, αλληλοανακαλούν και συνεχίζουν «μονιασμένοι» να καταστρώνουν τα σχέδιά τους για υπερπόντια ταξίδια και εκμετάλλευση ανθρώπων και αναγκών. Με κοινό παρονομαστή την ψευδαίσθηση, στοχεύουν στο να γίνουν σπουδαίοι άνθρωποι, μα οδεύουν στο να γίνουν τιποτένια τέρατα.
Ταυτότητα Παράστασης
«Το Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ρήγας
Μουσική Επιμέλεια: Αλέξανδρος Ρήγας
Προβολή και Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου – We Will
Παίζουν οι:
Αλέξανδρος Ρήγας: Κόλιας Παγουρόπουλος
Αντώνης Κρόμπας: Φώντας Καλαφατίδης
Πού: Μηχανής Θέατρο Ακαδήμου 13 Μεταξουργείο
Πότε: Από Παρασκευή 2 Μαΐου και κάθε Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 20:30 έως τις 25 Μαΐου
Εισιτήρια: 18 € (κανονικό), 15 € (φοιτητικό, ανέργων, ΑμεΑ)
Προπώληση: MORE.COM
Προσφορά προπώλησης: 12 €
Διάρκεια: 70’