Στο φετινό κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας υπήρχε και μία ελληνική ταινία, γεγονός που αποτελεί μεγάλη τιμή για τον ελληνικό κινηματογράφο αλλά και τη χώρα.

Το κοινό υποδέχθηκε θερμά την ταινία «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά στο Λίντο στη χτεσινή της προβολή. Η ταινία πραγματεύεται ένα πολύ επίκαιρο θέμα που αφορά όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και τις υπόλοιπες χώρες, ενώ, ταυτόχρονα μετατρέπεται σε μια παραβολή πάνω στην κατάσταση όχι απλά μιας διαλυμένης οικογένειας αλλά και μιας διαλυμένης χώρας. Ο σκηνοθέτης, που βρίσκεται αυτές τις μέρες στο Λίντο, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την ταινία του.

– Ποια ήταν η αντίδρασή σου όταν έμαθες πως η ταινία επιλέχτηκε για τη Βενετία;

-Δεν το περιμέναμε. Ήταν μεγάλη χαρά και τιμή, ιδιαίτερα το ότι την επέλεξαν για το διαγωνιστικό τμήμα. Τους άρεσε η ταινία γιατί θεώρησαν, όπως μου είπαν, πως μπορούσε να έχει μεγάλη απήχηση και έξω από την Ελλάδα. Η Βενετία δείχνει τα τελευταία χρόνια να έχει μεγάλη αγάπη για τον ελληνικό κινηματογράφο.

– Πού βασίστηκες για την ιστορία αυτή;

– Είχα ακούσει από ένα φίλο και είχα σοκαριστεί πως, στο Βερολίνο, ένα κοριτσάκι 11 χρονών είχε αυτοκτονήσει. Και παρόλο που ετοίμαζα άλλη ταινία, αυτό με συγκλόνισε και αποφάσισα να την κάνω ταινία. Είναι μια πολύ δυνατή ιστορία, το θέμα της παιδεραστίας έχει πάρει μεγάλη έκταση στην Ευρώπη τελευταία, μετά από αυτή την ιστορία στην Αγγλία με τον άντρα εκείνο που είχε βιάσει γύρω στα 200 παιδάκια. Αυτό συμβαίνει δίπλα μας, πίσω από κλειστές πόρτες που δεν θέλουμε να ανοίξουμε. Αυτό συμβαίνει βέβαια και στην Ελλάδα και στην Ιταλία αν και είναι θέμα που γενικότερα δεν το συζητάμε. Είναι θέμα ταμπού. Εμείς το αγγίξαμε με πολύ σεβασμό, δεν θέλαμε να κάνουμε κάτι το προκλητικό και, ελπίζω, πως έτσι, βοηθούμε όλα αυτά τα παιδιά να αποκτήσουν μια φωνή.

– Θα περίμενε κανείς να το αντιμετώπιζες με ένα πολύ ρεαλιστικό, νατουραλιστικό τρόπο… Αλλά έχει ένα στιλιζάρισμα η ταινία.

– Έχει ένα ρεαλιστικό στοιχείο αλλά και ένα στιλιζάρισμα. Επέλεξα το στιλιζάρισμα γιατί ήθελα να δώσω μια πιο αφαιρετική εικόνα στην ταινία, να μην περιοριστούμε σε μια ιστοριούλα. Ηθελα το θεατή να μπορεί να έχει τη δική του γνώμη. Υπήρχε και η σκέψη να τη γυρίσουμε με ένα συνεχόμενο steady-cam για να έχει μια πιο ρεαλιστική μορφή αλλά τελικά αποφάσισα να την τραβήξω διαφορετικά. Θέλησα να δώσω τα διάφορα στοιχεία σταδιακά, αποκρύπτοντάς τα στην αρχή, για να δημιουργηθεί αυτή η αφαιρετικότητα.

– Έχεις όμως ξεφύγει περισσότερο από την ιστοριούλα που ανάφερες…

– Ναι, η ταινία έχει και μια διάσταση πολιτική γιατί υπάρχει όλος αυτός ο κύκλος της βίας. Ηταν πολύ σημαντικό για μένα το πώς το θύμα και ο θύτης λειτουργούν με μια σχέση αλληλοεξάρτησης, όπως και στην κοινωνία μας, όπως η Ελλάδα που κατρακυλά μέσα από τους ηγέτες της αλλά, ταυτόχρονα, ο λαός έχει ανάγκη από ένα ηγέτη. Αυτό ήταν και το κρυμμένο κείμενο στην ταινία, θα έλεγα, με την έννοια πω δεν μπορούμε να επαναστατήσουμε γιατί δεν έχουμε μάθει κάτι άλλο. ‘Οπως αυτή η οικογένεια όπως και η κοινωνία, μόνο που δεν το γνωρίζει. Πολύ σημαντικό στην ταινία είναι και ο ρόλος του εξω κόσμου, ο οποίος βλέπει αλλά δεν μιλά. Βολεύεται στο να αντιλαμβάνεται τα πράγματα αλλά δεν παίρνει θέση.

– Πρέπει όμως να ήσουν απογοητευμένος μετά την αντιμετώπιση της βραβευμένης ταινίας σου «Without», που γύρισες πριν από πέντε χρόνια…

– Ναι, πάρα πολύ απογοητευμένος. Ηταν πάρα πολύ σκληρό για έναν νέο σκηνοθέτη που δεν γνωρίζει αυτό το σύστημα. Είχα έρθει τότε από το Βερολίνο, δεν γνώριζα το σύστημα, η ταινία πολεμήθηκε παρόλο που είχε βρει διανομή. Η ταινία τελικά αποσύρθηκε λες και ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος μιας άλλης κατάστασης. Αλλά εγώ θέλω να κάνω ταινίες παρόλα αυτά. Για μένα είναι ανάγκη.

– Ήταν δύσκολο σήμερα να τη γυρίσεις;

– Πάρα πολύ δύσκολο, όπως είναι η κατάσταση σήμερα. Η ΕΡΤ δεν πρόλαβε να μας δώσει χρήματα. Το Κέντρο Κινηματογράφου δεν είχε χρήματα. Τώρα, μετά τη Βενετία, η ταινία υποστηρίζεται από το Κέντρο Κινηματογράφου, δεν θα είναι συμπαραγωγή, απλά υποστήριξη. Είχαν υποσχεθεί βοήθεια και πριν αλλά τότε δεν είχαν χρήματα.