Για πολλά μπορείς να κατηγορήσεις το Squid Game (Το παιχνίδι του καλαμαριού). Για κενά, για εξόφθαλμες επιρροές από προηγούμενους τίτλους με παρόμοια θεματολογία, για απλοϊκά νοήματα και επιδερμική ενασχόληση με τα κακώς κείμενα του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, που έτσι και αλλιώς θίγει (δεν είναι επίδικο του κινηματογράφου να καυτηριάζει ντε και καλά τον καπιταλισμό). Για αυτό που σίγουρα δεν μπορείς να κατηγορήσεις τη σειρά φαινόμενο του Netflix είναι ότι πέρασε αδιάφορη. Ή ότι είναι βαρετή.

Είναι προφανές ότι το παρακάτω κείμενο/άποψη περιέχει spoilers.

H σειρά που προξένησε φρενίτιδα σε όλο τον κόσμο κατέγραψε ιλιγγιώδη νούμερα τηλεθέασης με πάνω από 145 εκατομμύρια λογαριασμούς στην πλατφόρμα streaming να το παρακολουθούν έστω και για 5 λεπτά. Επαναφέροντας στον κινηματογραφικό χάρτη (μετά την τεράστια επιτυχία που είχαν τα «Παράσιτα») το πολιτιστικό προϊόν της Νότιας Κορέας.

Το γεγονός πάντως ότι το Netflix πόνταρε τόσα πολλά στο Squid Game φάνηκε να αποδίδει μιας και μόνο από το συγκεκριμένο πρόγραμμα η πλατφόρμα είχε ένα μπουστάρισμα 4,4 εκατομμυρίων νέων συνδρομητών. Άρα γίνεται γρήγορα κατανοητό γιατί το Netflix επιδίωξε στην ουσία να γίνει viral ο τίτλος του δίνοντας μεγάλη βάση στο τι γράφεται και παρουσιάζεται σε ΜΜΕ και social media.

Όταν ένα πρόγραμμα φτάνει στο σημείο να απασχολεί παιδοψυχολόγους, εγκληματολόγους, αρχές, γονείς και ολόκληρες κοινότητες τότε σίγουρα δεν μπορούμε να πούμε από την ασφάλεια (και την αφέλεια που προσφέρει ίσως αυτή η ασφάλεια) του καναπέ μας ότι η σειρά δεν αξίζει όλον αυτό το ντόρο. Είναι λιγάκι πιο περίπλοκα τα πράγματα.

Είναι μια καλή αντιγραφή ή μία πανέξυπνη μεταφορά μιας παιγμένης ιδέας;

Ας πούμε χοντροκομμένα ότι το Squid Game σαν concept έχει παρουσιαστεί ξανά στη μεγάλη οθόνη και στις τηλεοράσεις μας. Για πολλούς είναι μία πιστή αντιγραφή του ιαπωνέζικου φιλμ Battle Royale του 2000, το οποίο ακόμα και τώρα προκαλεί αντιδράσεις με την ιστορία του που ήθελε την κυβέρνηση της χώρας να βάζει μία τάξη έφηβων μαθητών να ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέχρι θανάτου.

Για άλλους η απόφαση του Netflix να «σαμποτάρει» το δυστοπικό sci-fi δράμα Alice in Borderland, που προϋπήρχε του «Καλαμαριού», με την παρέα των νέων, από βαρεμάρα ορμώμενοι, να εγκλωβίζονται σε έναν εικονικό κόσμο και να παίρνουν μέρος σε παιχνίδια επιβίωσης, ήταν λανθασμένη.

Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Και αυτό όχι γιατί ο γράφων είναι λάτρης των ισαποστάκηδων. Μακριά από εμάς τέτοιες αντιλήψεις. Αλλά γιατί στην πραγματικότητα ίσως να μην μπορούμε πλέον να μιλάμε για παρθενογένεση στην τέχνη. Η πρωτότυπη ιδέα είναι το ιερό δισκοπότηρο όλων όσοι ασχολούνται με τη δημιουργία. Είτε μιλάμε για μουσική, είτε για συγγραφή, είτε για σινεμά, είτε για ζωγραφική. Αυτή η πρωτότυπη ιδέα ωστόσο στο παρελθόν έχει υπάρξει και κατατεθεί σίγουρα από κάποιον άλλο πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Απλά μπορεί για πολλούς λόγους να μην έγινε επιτυχία.

Το κριτήριο που κάνει μία σειρά (εν προκειμένω) να ξεχωρίσει από το σωρό είναι αν η μεταφορά της ιδέας του δημιουργού (τόσο σε επίπεδο concept, όσο και τεχνικά) είναι ειλικρινής και αξιόλογη. Γιατί στην τελική πάντα το κριτήριο του καθενός, όσο και αν έχει βομβαρδιστεί από τη μία ή την άλλη άποψη, θα είναι το προσωπικό του γούστο και αν αυτό που βλέπει τον κρατάει.

Υπό αυτό το πρίσμα το «Παιχνίδι του Καλαμαριού» έχει κερδίσει το στοίχημα. Αλλά μέχρι εκεί.

Τι έχει να προσφέρει το Squid Game και πού χωλαίνει

Αν πρέπει να απαντήσουμε πολύ γρήγορα στο αν αξίζει κάποιος να σπαταλήσει παραπάνω από 9 ώρες από τη ζωή του για να παρακολουθήσει τη σειρά η απάντηση είναι «σίγουρα ναι». Αν πρέπει επίσης να απαντήσουμε αν κάποιος θα γίνει πιο σοφός ή πιο πλήρης μετά τη θέαση της σειράς η απάντηση είναι «σίγουρα όχι».

Το Καλαμάρι είναι ωμό. Παρουσιάζει μία ωμή εικόνα της σύγχρονης κοινωνίας. Χωρίς φιοριτούρες, χωρίς φτιασιδώματα. Τα πράγματα στις ζωές μας, είτε από δικές μας επιλογές, είτε από εξωτερικούς παράγοντες είναι σκατά και εμείς τα κάνουμε ακόμα χειρότερα επιλέγοντας «τον εύκολο δρόμο». Αυτό θα μπορούσε να είναι και ένα μικρό μήνυμα της σειράς. Και αυτό είναι που το κάνει να ξεχωρίζει από άλλα παρόμοια προγράμματα.

Το αίμα ρέει άφθονο με ταραντινικούς ρυθμούς θα τολμούσαμε να πούμε ενώ η συνολική αισθητική είναι μεταξύ του manga και του φανταστικού φιλμ του Park Chan-Wook «Oldboy» (2003). Το Squid Game βάζει τον θεατή μέσα σε μια ασφυκτική δυστοπία που θυμίζει έναν παρανοημένο παιδικό σταθμό. Όπου αντί για ευχάριστα παιχνίδια όλη η παιδική αφέλεια τελειώνει με το πρώτο κομμάτι από τα μυαλά που πετιούνται πάνω στην παίκτρια κατά το πρώτο αγώνισμα με την τεράστια κούκλα. Το κόκκινο, το φούξια και το χρυσό που κυριαρχούν είναι μια επίδειξη δύναμης, παιδικότητας και άπληστης αφθονίας.

Στον αντίποδα αυτή η παιδική αφέλεια του σκηνοθέτη να χωρέσει όλα του τα μηνύματα για τα κακώς κείμενα της χώρας του αλλά και των γειτόνων του (η αναφορά στο παράνομο εμπόριο οργάνων που γίνεται παράλληλα με τα παιχνίδια επιβίωσης στο απομονωμένο νησί είναι μία ξεκάθαρη δήλωση για τα όσα συμβαίνουν εδώ και δεκαετίες στην Κίνα), εγκλωβίζει το Καλαμάρι σε χιλιοπαιγμένες μανιέρες που έχουμε ξαναδεί και λογικά θα ξαναδούμε.

Επίσης η επιλογή να φτάσει η σειρά στο τελευταίο 15λεπτο και με την στάση του πρωταγωνιστή χαρακτήρα Seong Gi-hun να μην μπαίνει στο αεροπλάνο για να δει την κόρη του μετά από τόσα χρόνια, να αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, μπορεί να χαρακτηριστεί και ως φάουλ. Ειδικά από τη στιγμή που ούτε ο δημιουργός ούτε το Netflix έχουν αποφασίσει αν θα υπάρξει δεύτερη σεζόν.

Πολλά έχουν γραφτεί για το αν τελικά το Squid Game είναι η πιο υπερεκτιμημένη σειρά όλων των εποχών. Η απάντηση είναι «ναι» αλλά όχι «όλων των εποχών» (αυτός ο τίτλος ανήκει σε άλλες σειρές αλλά μπορεί να τα πούμε στο μέλλον για αυτό). Είναι μία υπερεκτιμημένη αλλά άκρως απολαυστική σειρά που ξεχωρίζει μέσα στο συρφετό του Netflix και την απόλυτη μετριότητα που κυκλοφορεί εκεί έξω ζητώντας τα χρήματά μας και τον (πολύτιμο) χρόνο μας.